10 Φεβρουαρίου 2019

ΙΔ’. Γερω–Δαυΐδ Διονυσιάτης

Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση

Ο κα­τά κό­σμον Δῆ­μος Φλῶ­ρος, ὁ με­τέ­πει­τα μο­να­χός Δαυ­ΐδ, γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1889 στό χω­ριό Κτι­στά­δες τῆς ὀ­ρει­νῆς Ἄρ­τας. Εἶ­χε ἄλ­λα δύ­ο ἀ­δέλ­φια. Οἱ γο­νεῖς το­ύς δί­δα­ξαν μέ τό πα­ρά­δειγμά τους τήν εὐ­λά­βεια καί τήν ἀ­γά­πη στόν Θεό· το­ύς ἔ­μα­θαν νά πη­γα­ί­νουν στήν  Ἐκ­κλη­σί­α καί νά προ­σε­ύ­χων­ται.

Ὅ­ταν ὁ Δῆ­μος ἦ­ταν πέν­τε χρό­νων, εἶ­δε στόν οὐ­ρα­νό φῶς, ἐ­νῶ ἡ μη­τέ­ρα του, στήν ὁ­πο­ί­α τό ἔ­δει­χνε, δέν ἔ­βλε­πε τί­πο­τε.

Ἄλ­λη φο­ρά εἶ­δε νά ἀ­νο­ί­γη ὁ οὐ­ρα­νός καί εἶ­δε μέ­σα σέ ἀ­πε­ρί­γρα­πτη δό­ξα τάγ­μα­τα Ἁ­γί­ων καί Ἀγ­γέ­λων νά δο­ξο­λο­γοῦν τόν Θεό πού κα­θό­ταν πά­νω στόν θρό­νο Του.


Ἀ­πό μι­κρός ἔ­μα­θε τήν τέ­χνη τοῦ κτί­στου καί ἐρ­γα­ζό­ταν φι­λό­πο­να. Ὅ­ταν ἔ­γι­νε 16 ἐ­τῶν, ἐρ­γα­ζόταν σέ κά­ποι­ο ἐ­ξωκ­κλή­σι τοῦ χω­ριοῦ του. Ἐ­κεῖ εἶ­δε κά­ποι­α ἀ­πο­κά­λυ­ψη, πού ὅ­ταν θέ­λη­σε ἔ­πει­τα νά τήν δι­η­γη­θῆ, κό­πη­κε ἡ φω­νή του γιά μι­σή ὥ­ρα. Κα­τά­λα­βε ὅ­τι δέν πρέ­πει νά πῆ σέ κα­νέ­ναν αὐ­τό πού εἶ­δε.

Κάποτε πού περ­νοῦ­σε ἀ­πό ἐ­ρε­ί­πια ἐ­ξωκ­κλη­σί­ου τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευή καί τοῦ εἶ­πε: «Νά μοῦ κτί­σης τό ναό μου». «Θά στόν κτί­σω, Κυ­ρία­ μου», ἀ­πάν­τη­σε μέ τήν ἁ­γί­α του ἀ­φε­λό­τη­τα, ἀ­φοῦ τήν προ­σκύ­νη­σε. Τήρησε τόν λό­γο του καί ὡς κα­λός κτί­στης πού ἦ­ταν, τόν ἔ­κτι­σε.

Ὁ Δῆ­μος μέ τήν εὐ­λά­βεια πού εἶ­χε, τήν με­γά­λη ἁ­πλό­τη­τα καί τήν κα­θα­ρό­τη­τά του ἔ­βλε­πε Ἁ­γί­ους ἀ­πό νέ­ος, ἀλ­λά καί τόν δι­ά­βο­λο.

Κάποτε, ἐ­νῶ ἐρ­γα­ζό­ταν, τοῦ εἶ­πε ὁ ἐρ­γο­δό­της του νά κοι­μη­θῆ στό κρεβ­βά­τι τοῦ γυι­οῦ του Κωνσταν­τί­νου πού ἀ­που­σί­α­ζε στήν Ἀ­με­ρι­κή. Ὁ Κωνσταν­τῖ­νος δυ­στυ­χῶς εἶ­χε γί­νει χι­λια­στής καί ἐ­πη­ρέα­­ζε ὅ­λη τήν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νά ξαπλώση, εἶδε τόν διάβολο πού καθόταν πάνω στό κρεββάτι νά τόν ἀπειλῆ καί νά τόν πετᾶ μέ δύ­να­μη σέ ἀ­πό­στα­ση τρι­ῶν μέ­τρων.

Ἀλ­λ᾿ αὐ­τός δέν φο­βό­ταν τόν δι­ά­βο­λο. Εἶ­χε συ­νη­θί­σει μέ τά πει­ράγ­μα­τά του, για­τί συ­χνά πά­λευ­αν σῶ­μα μέ σῶ­μα. Τά ὅ­πλα του ἦ­ταν τό ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ καί ἡ ἐ­πί­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­κα­ναν νά ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ ὁ δι­ά­βο­λος. Κάποτε πού τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν δρά­κον­τας, χω­ρίς νά τόν φο­βη­θῆ κα­θό­λου ὁ Δῆ­μος, τόν ἔ­πια­σε ἀ­πό τήν οὐ­ρά καί τόν πέ­τα­ξε μα­κρυά.

Ἄν καί ἀ­γα­ποῦ­σε τήν μο­να­χι­κή ζωή καί ἤ­θε­λε ἀ­πό μι­κρός νά γί­νη μο­να­χός, οἱ γο­νεῖς του τόν ἐμ­πό­δι­σαν. Ἔ­τσι νυμ­φε­ύ­θη­κε κά­ποι­α νέ­α, ὀ­νό­μα­τι Σπυρι­δο­ύ­λα, καί ἀ­πέ­κτη­σαν δύ­ο τέ­κνα. Συ­νέ­χι­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται καί νά βο­η­θᾶ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του ἀλ­λά καί νά ἀ­γω­νί­ζε­ται. Δέν τοῦ ἔ­λει­ψαν οἱ πει­ρα­σμοί.

Κάποτε κά­θη­σε ὁ πει­ρα­σμός στόν ὦ­μο του καί, μό­λις φώ­να­ξε «Πα­να­γί­α μου», εἰς ἐ­πή­κο­ον τῆς συ­ζύ­γου του, ἀ­μέ­σως ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε.

Τόν δι­ά­βο­λον ἀ­πο­καλοῦσε συ­νή­θως «τρι­σκα­τά­ρα­τον» καί ἐ­νί­ο­τε «πα­ρα­σάν­δα­λον». Τόν ἔ­δι­ω­χνε  καί μέ τήν ἐκ­φώ­νη­ση τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως, «τῆς Πα­να­γί­ας, ἀ­χράν­του, ὑ­πε­ρευ­λο­γη­μέ­νης, ἐν­δό­ξου Δε­σπο­ί­νης ἡ­μῶν Θε­ο­τό­κου…».

Κάποτε τόν ἀγ­γά­ρευ­σαν οἱ κομ­μου­νι­στές νά με­τα­φέ­ρη ὅ­πλα ἀ­πό τό χω­ριό του σέ ἕ­να ἄλ­λο. Καθ᾿ ὁ­δόν το­ύς εἶ­πε: «Εἶ­πε καί ὁ Χρι­στός: “Ἄ­φες αὐ­τοῖς· οὐ γάρ οἴ­δα­σι, τί ποι­οῦ­σιν”». «Ἄ, ξέ­ρεις καί τέ­τοι­α», τοῦ εἶ­παν. «Ὅ­ταν φθά­σου­με στόν προ­ο­ρι­σμό μας, θά σέ τα­κτο­ποι­ή­σου­με». Μόλις ἔ­φθα­σαν στό χω­ριό καί ἄ­φη­σε τά ὅ­πλα, ἔ­τρε­ξε καί κρύ­φτη­κε πί­σω ἀ­πό ἕ­να σπί­τι. Οἱ κομ­μου­νι­στές νό­μι­σαν ὅ­τι πῆ­ρε τόν δρό­μο γιά νά ἐ­πι­στρέ­ψη καί ἔ­τρε­ξαν πρός αὐ­τήν τήν κα­τε­ύ­θυν­ση, ἀλ­λά δέν τόν βρῆ­καν. Ἔ­τσι ἡ θε­ί­α Πρό­νοι­α τόν δι­ε­φύ­λα­ξε.

Κάποτε τοῦ ζή­τη­σε κά­ποι­ος ἕ­να ἀ­ξι­ό­λο­γο πο­σό νά τοῦ δα­νε­ί­ση καί τοῦ ἔ­δω­σε πα­ρά τήν φτώ­χεια του. Ἐ­κεῖ­νος δέν τά ἐ­πέ­στρε­ψε καί, ὅ­ταν ὁ Δῆ­μος τά εἶ­χε ἀ­νάγ­κη καί τοῦ ὑ­πεν­θύ­μισε τό χρέ­ος του, τόν ἀ­πε­ί­λη­σε νά τόν φο­νε­ύ­ση. Τότε τοῦ εἶ­πε μέ ἁ­πλό­τη­τα: «Ἄς τό βρῆς ἀπ᾿ ἄλ­λον». Καί δυ­στυ­χῶς συ­νέ­βη τό πο­λύ δυ­σά­ρε­στον. Ὁ ἄ­δι­κος αὐ­τός ἄν­θρω­πος  ζή­τη­σε  δα­νει­κά  καί ἀ­πό κά­ποι­ον  ἄλ­λον  καί, ὅ­ταν δέν τά ἐ­πέ­στρε­ψε, πά­νω στήν ἁ­ψι­μα­χί­α τους ὁ ἄλλος φό­νευ­σε τόν ἄ­δι­κο πού δα­νει­ζό­ταν χω­ρίς νά τά ἐ­πι­στρέ­φη καί μά­λι­στα ἀ­πει­λών­τας μέ φό­νο.

Ἔ­φε­ραν κά­πο­τε μία γυ­ναῖ­κα δαι­μο­νι­σμέ­νη σέ Μο­να­στή­ρι τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Ὅ­λο τό ἐκ­κλη­σί­α­σμα φώ­να­ζε στόν δι­ά­βο­λο «ἔ­βγα». Τό­τε μό­νο ὁ Δῆ­μος πού ἦ­ταν πα­ρών, τόν εἶ­δε νά ἐ­ξέρ­χε­ται ἀ­πό τό στό­μα της σάν πε­τει­νό σκου­ρο­κόκ­κι­νο.

Τά χρό­νια περ­νοῦ­σαν, τά παι­διά τοῦ Δήμου με­γά­λω­σαν, ἔ­κα­ναν οἰ­κο­γέ­νεια καί ἀ­πέ­κτη­σε καί ἐγ­γό­νια. Ἀλ­λά ὁ ἴ­διος ὅ­λα αὐ­τά τά χρό­νια εἶ­χε ἀ­σί­γα­στη τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά γί­νη μο­να­χός. Ἔ­λε­γε: «Μ᾿ ἔ­τρω­γε μέ­σα μου ὁ θεῖ­ος πό­θος. Ὁ πό­θος γιά τόν Χρι­στό, γιά τήν μο­να­χι­κή ζωή. Ἔ­τσι ἄ­φη­σα γυ­ναῖ­κα, παι­διά, πε­ρι­ου­σί­ες, νυ­φά­δες καί ἐγ­γό­νια, καί ἦρ­θα νά προ­σφέ­ρω στόν Κύριο τά γε­ρά­μα­τά μου, ἀ­φοῦ δέν μπό­ρε­σα νά δώ­σω τά νι­ᾶτα μου»[1].

Ἔ­τσι τό ἔ­τος 1955 σέ ἡ­λι­κί­α 66 ἐ­τῶν ἦρ­θε στήν Μο­νή Γρη­γο­ρί­ου. Ἐ­κεῖ ἔ­με­ινε γιά ὀ­κτώ μῆ­νες καί σ᾿ αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα πού ἦ­ταν δό­κι­μος, εἶ­δε σέ ὅ­ρα­μα το­ύς δύ­ο κτί­το­ρες τῆς Μο­νῆς.

Γιά ἄ­γνω­στο λό­γο ἀ­νε­χώ­ρη­σε καί κοι­νο­βί­α­σε στήν γει­το­νι­κή μο­νή τοῦ Δι­ο­νυ­σί­ου. Με­τά τή νό­μι­μη δο­κι­μα­σί­α ἐ­κά­ρη μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Δαυ­ΐδ. Ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν μο­να­χι­κή ζωή καί λα­τρε­ί­α, τήν ὁ­πο­ί­α στε­ρή­θη­κε τό­σα χρό­νια, χαι­ρό­ταν, ἔ­κα­νε ἀ­κο­ύ­ρα­στα τά δι­α­κο­νή­μα­τά του καί ἦ­ταν πο­λύ ὑ­πά­κου­ος. Ἔ­τρε­χε σάν μι­κρό παι­δί καί δι­α­κο­νοῦ­σε  παν­τοῦ. Εἶ­χε μά­θει κα­λά τό “εὐ­λό­γη­σον” καί τό “νἆ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νο”. Ἦ­ταν φι­λή­συ­χος, εἰ­ρη­νι­κός μέ ὅ­λους. Δέν πε­ί­ρα­ζε κα­νέ­να, δέν κα­τέ­κρι­νε κα­νέ­να. Ἦ­ταν νη­στευ­τής. Κα­τά και­ρο­ύς νή­στευ­ε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Δέν πα­ρα­κα­θό­ταν στήν τρά­πε­ζα. Ἔ­τρω­γε τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια μό­νο ὅ,τι τοῦ πή­γαι­νε ὁ πα­τήρ Θεό­κτι­στος στό κελ­λί του. Ἦ­ταν ρα­κεν­δύ­της. Φο­ροῦ­σε πα­λαιά καί μπα­λω­μέ­να ζω­στι­κά, καί γιά κάλ­τσες ἔρ­ρα­βε κομ­μά­τια ἀ­πό ὑ­φά­σμα­τα πού εὕ­ρι­σκε. Δέν τόν ἐν­δι­έ­φε­ρε ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή του ἐμ­φά­νι­ση. Δέν τοῦ ἄ­ρε­σε ἡ ἀρ­γο­λο­γί­α καί ἔ­λε­γε συμ­βου­λευ­τι­κά σέ νέ­ο συγ­κοι­νο­βι­ά­τη του: «Κου­βεν­το­ύ­λα–κου­βεν­το­ύ­λα, τρώ­ει ὁ λύ­κος τήν βε­το­ύ­λα» (χρο­νι­ά­ρα γί­δα). Δη­λα­δή μέ τήν ἀρ­γο­λο­γί­α ζη­μι­ώ­νε­ται ἡ ψυ­χή μας. Στίς λοι­δο­ρί­ες δέν ἀ­παν­τοῦ­σε· ἔ­κα­νε ὅ­τι δέν ἄ­κου­γε. Τήν ἡ­μέ­ρα πού ἔ­γι­νε Με­γα­λό­σχη­μος κά­ποι­ος πα­λαι­ό­τε­ρος τόν ἐ­λοι­δώ­ρη­σε λέ­γον­τας ἕ­να δη­κτι­κόν λό­γον, ἀλ­λά αὐ­τός ἦ­ταν «ὡ­σεί ἄν­θρω­πος οὐκ ἀ­κού­­ων καί οὐκ ἔ­χων ἐν τῷ στό­μα­τι αὐ­τοῦ ἐ­λεγ­μούς­»[2]. Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ λο­ί­δο­ρος μο­να­χός, ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ τόν εἶ­δε ἐν­τός λί­μνης καί μό­λις φαι­νό­ταν λί­γο τό κε­φά­λι του.

Τό κελ­λί του ἦ­ταν πο­λύ ἀ­τη­μέ­λη­το καί λε­ρω­μέ­νο γι᾿ αὐ­τό εἶ­χε πολ­λο­ύς ψύλ­λους καί κο­ρι­ο­ύς. Ὅ­ταν ἦρ­θε ἡ συ­νο­δε­ί­α τοῦ πα­πα–Χα­ρά­λαμ­που ἀ­πό τό Μπου­ρα­ζέ­ρι, θέ­λη­σαν νά τό κα­θα­ρί­σουν καί πέ­τα­ξαν στήν θά­λασ­σα πολ­λά ἄ­χρη­στα πράγ­μα­τα. Ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ δέν ἀν­τέ­δρα­σε, μό­νο ἔ­λε­γε: «Δόξα τῷ Θε­ῷ πού ἦρ­θαν οἱ πα­τέ­ρες καί μᾶς κα­θα­ρί­ζουν».

Στό τα­πει­νό, μι­κρό, μι­σο­σκό­τει­νο, ἀ­πε­ρι­πο­ί­η­το κελ­λά­κι του κα­τα­γι­νό­ταν στήν εὐ­χή. Ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­ες καί γιά νά μήν τόν πι­ά­νη ὁ ὕ­πνος, ὅ­ταν κου­ρα­ζόταν, κα­θό­ταν σ᾿ ἕ­να σκα­μνά­κι κου­τσό μέ τρί­α πό­δια. Μόλις ἀ­πο­κοι­μό­ταν ἔ­χα­νε τήν ἰ­σορ­ρο­πί­α πέ­φτον­τας ξυ­πνοῦ­σε καί συ­νέ­χι­ζε τήν ἀ­γρυ­πνί­α του.

Εἶ­χε πραγ­μα­τι­κή τα­πε­ί­νω­ση, ἦ­ταν ἕ­νας τα­πει­νός Κοι­νο­βι­ά­της. Τόν ἑ­αυ­τό του, ὅ­πως ἔ­λε­γε, δέν τόν λο­γά­ρια­ζε οὔ­τε γιά σκνίπα. Αὐ­τή ἡ τα­πε­ί­νω­σή του ἦ­ταν ἡ ἀ­σπί­δα του στίς πολ­λές ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ δια­­βό­λου πού τοῦ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν συ­χνά.

Κάποτε στό πα­ρεκ­κλήσι τοῦ Ἀ­κα­θί­στου, ἐ­νῶ προ­σευ­χό­ταν, εἶ­δε πλῆ­θος δαι­μό­νων νά περ­νοῦν ἀ­πό μπρο­στά του, χω­ρίς ὅ­μως νά μπο­ρέ­σουν νά τόν βλά­ψουν.

Ἄλ­λη φο­ρά ἀ­νέ­βαι­νε τίς σκά­λες τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί τοῦ πα­ρου­σι­ά­στη­κε δῆ­θεν ὁ πα­πα–Θόδωρος, ἀ­δελ­φός τῆς Μο­νῆς. Τοῦ πρό­τει­νε τό χέ­ρι γιά νά τό φι­λή­ση. Ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ τρα­βή­χτη­κε πί­σω   πα­ρα­ξε­νε­μέ­νος. Σκε­φτό­ταν: «Τί συμ­βα­ί­νει; Για­τί μοῦ δί­νει τό χέ­ρι;», καί σκύ­βον­τας πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πό τό χέ­ρι του καί πῆ­γε στήν ἀ­κο­λου­θί­α.

Ἄλ­λη φο­ρά προ­σπα­θοῦ­σε νά τόν ρί­ξη στόν γκρε­μό, ἐ­νῶ βρι­σκό­ταν στό Με­τό­χι τοῦ Μο­νο­ξυ­λί­τη. Τότε πα­ρου­σι­ά­στη­κε ὁ Κύριος μέ τήν Πα­να­γί­α καί τόν Πρό­δρο­μο, ὅ­πως εἶ­ναι στό τρί­μορ­φο, στήν εἰ­κό­να πού εἶ­ναι στό Μο­να­στή­ρι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τήν θύ­ρα τῆς τρα­πέ­ζης. Ὁ Τίμιος Πρό­δρο­μος βγῆ­κε ἀ­πό τήν εἰ­κό­να, πῆ­ρε ἐν­σώ­μα­τη ζων­τα­νή μορφή καί τόν ἔ­σω­σε. Θυ­μό­ταν σέ ὅ­λη του τήν ζωή κα­θα­ρά τό γε­γο­νός αὐ­τό τῆς σω­τη­ρί­ας του καί ἔ­λε­γε: «Οἰ­κτίρ­μων καί ἐ­λε­ή­μων ὁ Κύριος».

Στόν Μο­νο­ξυ­λί­τη τήν ἡ­μέ­ρα ἔ­κτι­ζε πε­ζο­ύ­λια, καλυ­βό­σπι­τα, τό ὀ­πω­ρο­φυ­λά­κιο, καί τή νύ­χτα ἔ­κα­νε ἀ­γρυ­πνί­α πού τήν ἄρ­χι­ζε μέ τήν ἀ­να­το­λή τοῦ ἀ­πο­σπε­ρί­τη, μέ­χρι πού ξη­μέ­ρω­νε. 

Ἄλ­λο­τε προ­σευ­χό­με­νος ἐ­κεῖ εἶ­δε μπρο­στά του ἕ­ναν λαμ­πρό νέ­ο. Ἦ­ταν ἄγ­γε­λος. Ὅ­ταν ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε, εἶ­δε πλῆ­θος ἀγ­γέ­λων νά δο­ξο­λο­γοῦν τόν Θεό. 

«Κάποτε», δι­η­γή­θη­κε, «τήν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς ἦρ­θε νά μέ τα­ρά­ξη ὁ δι­ά­βο­λος. Ἀ­μέ­σως τόν πι­ά­νω καί ᾿γώ καί τοὔ­σπα­σα τό κε­φά­λι μέ τίς γρο­θι­ές. Φο­βή­θη­κε καί ἔ­φυ­γε. Ἔ­λε­γα, βλέ­πεις, καί τό “Κύριε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ …”»[3].

Ἔ­βλε­πε πολ­λές φο­ρές το­ύς δα­ί­μο­νες μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί οἱ πα­τέ­ρες τό κα­τα­λά­βαι­ναν ἀ­πό τίς ἀν­τι­δρά­σεις του. Κάποτε γέ­λα­σε καί ὅ­ταν ζή­τη­σαν νά μά­θουν τόν λό­γο, ἀ­πάν­τη­σε: «Δέν εἶ­δες πού μοῦ ἔ­δι­νε ὁ δι­ά­βο­λος λου­κου­μά­κι γιά νά μήν κοι­μη­θῶ;».

Ἀλ­λά καί στό κελ­λί του δέν εὕ­ρι­σκε ἡ­συ­χί­α ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Τό ἁ­πλό γε­ρον­τά­κι τόν πο­λε­μοῦ­σε καί αὐ­τό μέ τόν τρό­πο του. Ἀ­πό ὅ­που ἐρ­χό­ταν ὁ πει­ρα­σμός, ἔ­βα­ζε ἕ­να Σταυ­ρό καί με­τά δέν τολ­μοῦ­σε  νά ξα­ναμ­πῆ ἀ­πό τό ἴ­διο ση­μεῖ­ο. Ἔ­τσι εἶ­χε γε­μί­σει τό κελ­λί του μέ Σταυ­ρο­ύς. Στήν πόρ­τα, στό πα­ρά­θυ­ρο, στο­ύς το­ί­χους, ἀ­κό­μη καί στό τα­βά­νι κρέ­μα­σε Σταυ­ρο­ύς μέ κλω­στή. Οἱ Σταυ­ροί πού ἔ­φτια­χνε ἦ­ταν ἁ­πλοί καί αὐ­το­σχέ­διοι. Ἔ­δε­νε δύο ξυ­λα­ρά­κια μέ κλω­στή ἤ δύ­ο λω­ρί­δες ἀ­πό χαρτί ἤ ἀ­πό ὕ­φα­σμα ἤ λα­μα­ρί­να σέ σχῆ­μα Σταυ­ροῦ. Ἦ­ταν μέν ἁ­πλοί ἀλ­λά τήν δου­λειά τους τήν ἔ­κα­ναν, για­τί ἐμ­πό­δι­ζαν τήν εἴ­σο­δο τοῦ πει­ρα­σμοῦ. Ἔ­λε­γε μέ ἁ­πλό­τη­τα: «Σέ ὅ­λους το­ύς ἀν­θρώ­πους πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὁ δι­ά­βο­λος, ἀλ­λά δέν τόν βλέ­πουν ὅ­λοι. Ἅ­μα ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χη πά­θη, κα­κί­ες, ἁ­μαρ­τί­ες, ἔ­χει μέ­σα στήν καρ­διά του καί στό μυα­λό του τόν δι­ά­βο­λο. Το­ύς πρά­ους καί τα­πει­νο­ύς το­ύς φο­βᾶ­ται, ἀλ­λά δέν μπο­ρεῖ νά το­ύς κά­νη τί­πο­τε, δι­ό­τι εἶ­ναι μέ τόν Χρι­στό»[4].

Τόν ρω­τοῦ­σε συγ­κοι­νο­βι­ά­της του:

–Γε­ρω–Δαυ­ΐδ, βλέ­πεις τί­πο­τε; Βλέ­πεις κα­νέ­ναν Ἅ­γιο;

–Ἔ, τί σκα­λί­ζεις ἐ­κεῖ πέ­ρα; Ἄ­σε με, ἀ­παν­τοῦ­σε.  Με­τά ὅ­μως ἀ­πό ἐ­πί­μο­νες ἐ­ρω­τή­σεις ἔ­λε­γε μέ τήν χα­ρι­τω­μέ­νη του ἁ­πλό­τη­τα σάν νά δι­η­γεῖ­το ἕ­να πο­λύ φυ­σι­κό γε­γο­νός: «Νά, χθές πῆ­γα νά ψά­λω τό Ἀ­πο­λυ­τί­κιο τοῦ Ἀρ­χαγ­γέ­λου Μι­χα­ήλ καί ἐμ­φα­νί­στη­κε μπρο­στά μου ὅ­λος φῶς. Τόν χαιρέτησα μέ ὑπόκλιση καί ἐκεῖνος ἐξαφανίστηκε».

Ὅ­ταν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε τήν Μο­νή Δι­ο­νυ­σί­ου ὁ γε­ρω–Πα­ΐ­σιος, πῆ­γε νά δῆ καί τόν γε­ρω–Δαυ­ΐδ στό κελ­λί του. Τόν βρῆ­κε τυ­λιγ­μέ­νον μέ τά κου­ρέ­λια του, μέ τρα­βηγ­μέ­νες τίς κουρ­τίνες γιά νά εἶ­ναι σκο­τει­νό τό κελ­λί του. Τόν ρώ­τη­σε τί κά­νει, καί ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ ἀ­πάν­τη­σε μέ ἁ­πλό­τη­τα, «τί κά­νουν οἱ  κα­λό­γε­ροι;» δε­ί­χνον­τας τό κομ­πο­σχο­ί­νι του. Καί ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σε γιά τά μυ­στι­κά βι­ώ­μα­τά του, ἀ­πάν­τη­σε: «Δέν λέ­γον­ται, δέν λέ­γον­ται».

Ὁ ἁ­πλός καί ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος Γέρων σάν τόν προ­φή­τη Ἰ­ε­ζε­κι­ήλ εἶ­χε πολ­λές ὁ­ρά­σεις ἀ­πό τήν παι­δι­κή του ἡ­λι­κί­α. Ὡς μο­να­χός ἀ­γω­νί­σθη­κε φι­λό­τι­μα. Ἔ­λε­γε συ­νε­χῶς τήν εὐ­χή καί εἶ­χε προ­σο­χή πολ­λή. Ἔ­λε­γε ὅ­τι τό κου­κο­ύ­λι μᾶς φυ­λά­γει νά μήν πε­ρι­ερ­γα­ζώ­μα­στε καί με­τά κα­τα­κρί­νου­με το­ύς ἀ­δελ­φο­ύς τήν ὥ­ρα τῆς τρα­πέ­ζης. Συμ­βο­ύ­λευ­ε, οἱ μο­να­χοί νά κά­νουν ὑ­πα­κοή καί νά ἔ­χουν ἀ­γά­πη με­τα­ξύ τους. Ὡς με­γα­λύ­τε­ρη ἁ­μαρ­τί­α θε­ω­ροῦ­σε τήν ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Ἔλεγε, ὅτι ὅ­ποι­ος θέ­λει νά βρῆ τόν Χρι­στό, θά τόν βρῆ μέ­σα στήν καρ­διά του, ὅ­πως φυ­σι­κά καί ὁ ἴ­διος τόν βρῆ­κε, ἀ­φοῦ «ἡ βα­σι­λε­ί­α τοῦ Θε­οῦ ἐν­τός ἡ­μῶν ἐ­στιν»[5].

Ὅ­ταν πλέ­ον ὁ γε­ρω–Δαυ­ΐδ δι­ή­νυ­ε τό 94ο ἔ­τος τῆς ἡ­λι­κί­ας του, τόν χει­μῶ­να, ἀ­σθέ­νη­σε γιά λί­γες μέ­ρες. Προ­αι­σθα­νό­με­νος ὅ­τι ἐγ­γί­ζει τό τέ­λος του προ­ε­τοι­μά­σθη­κε καί στίς 5 Φε­βρου­α­ρί­ου 1983 πα­ρέ­δω­σε τήν κα­θα­ρή ψυ­χή του στά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λοι τόν εὔχονταν καί κα­νε­ίς δέν εἶ­χε πα­ρά­πο­νο ἀ­πό τόν γε­ρω–Δαυ­ΐδ. Ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε μία κα­τά­νυ­ξη καί πί­στευ­αν ὅ­τι βρῆ­κε ἡ ψυ­χή του τό­πον ἀ­να­πα­ύ­σε­ως.

Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου