«Δεν μπορούσα να υποφέρω το φοβερό κρύο και τον αέρα, γιατί ήμουν γυμνός και ξυπόλητος και άστεγος. Κατέφυγα λοιπόν στους φτωχούς, τους ομοίους μου, αλλά κι αυτοί δεν με δέχονταν. Με σιχαίνονταν και μ’ έδιωχναν με τα ραβδιά τους σαν σκύλο.
»Τόπο να καταφύγω και να σωθώ δεν εύρισκα. Απελπίστηκα. Φοβήθηκα πως θα πεθάνω. “Ας είναι δοξασμένο”, είπα, “το όνομα του Θεού, γιατί κι αν ακόμη πεθάνω, θα μου λογισθεί σαν μαρτύριο. Ο Θεός δεν είναι άδικος. Αυτός που έστειλε την παγωνιά, θα μου δώσει και την υπομονή”.»
Πήγα λοιπόν σε μια γωνιά της στοάς και βρήκα ένα σκυλάκι.