Εὐσταθίου καί τῆς Συνοδείας του, Ὑπατίου καί Ἀνδρέα Ὁμολογητῶν, Μαρτίνου Πάπα, τῶν Ἁγίων Ὁμολογητῶν Μαξίμου, Ἀναστασίου, Εὐπρεπίου, Ἀναστασίου καί Θεοδώρου, Ἀρτεμιδώρου καί Θάλου, Μελετίου Ἐπισκόπου, Ἰωάννη Αἰγυπτίου, Ἰωάννη Θεοφόρου, Εὐσταθίου Καταφλώρου, Ἰλαρίωνος τοῦ νέου
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ
Ἦταν ἀρχικὰ εἰδωλολάτρης καὶ ὀνομαζόταν Πλακίδας. Ἦταν ἀρχιστράτηγος στὸ ρωμαϊκὸ στρατὸ ἐπὶ αὐτοκρατορίας Τραϊανοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστὸς παρουσιάσθηκε μπροστὰ του μιὰ μέρα στὸ δάσος μὲ τὴν
μορφὴ ἐλαφιοῦ, ὁ Εὐστάθιος πίστεψε καὶ βαπτίσθηκε μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό
του Θεοπίστη καὶ τὰ παιδιὰ τους, Ἀγάπιο καὶ Θεόπιστο.
Μόλις πληροφορήθηκε ὁ αὐτοκράτορας ὅτι ὁ ἀξιωματικός του ἔγινε
χριστιανός, τὸν ἀπέμπεψε ἀπὸ τὸ στρατὸ καὶ τὸν ἐξόρισε μαζὶ μὲ τὴν
οἰκογένειά του.
Μάλιστα, στὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐξορία ὁ Εὐστάθιος
χωρίσθηκε ἀπὸ τὴν σύζυγό του καὶ τὰ παιδιά του.
Ἔπειτα ἀπὸ κάποια χρόνια, ὁ Τραϊανὸς χρειάσθηκε ξανὰ τὴν πολύτιμη
προσφορὰ τοῦ Εὐσταθίου καὶ τὸν ἀνακάλεσε στὸ στράτευμά του. Οἱ
πολεμικὲς ἱκανότητες τοῦ Ἁγίου χάρισαν στὸν αὐτοκράτορα μεγάλες νίκες.
Μάλιστα ὁ Εὐστάθιος σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκστρατεῖες του βρῆκε ξανὰ τὴν
οἰκογένειά του, ἡ ὁποία ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια εἶχε περάσει πολλὲς
κακουχίες.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα ὁ Ἀνδριανός, διάδοχος τοῦ Τραϊανοῦ, ζήτησε ἀπὸ τὸν
Εὐστάθιο νὰ παραστεῖ σὲ θυσία ποὺ θὰ γινόταν σὲ εἰδωλολατρικοὺς θεούς.
Ὁ Εὐστάθιος ἀρνήθηκε καὶ ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ τὸν θανατώσουν,
κλείνοντάς τον σὲ πυρακτωμένο χάλκινο βόδι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἀγρευθεῖς οὐρανόθεν πρὸς εὐσέβειαν ἔνδοξε, τῇ τοῦ σοὶ ὀφθέντος δυνάμει,
δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καὶ ἤστραψας ἐν
ἄθλοις ἱεροῖς, σὺν τῇ θείᾳ σου συμβίω καὶ τοῖς υἱοῖς, φαιδρύνων τοὺς
βοῶντάς σοι. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα
τῷ δείξαντί σε ἐν παντί, Ἰὼβ παμμάκαρ δεύτερον.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς ἀνδρείας τοῦ Ἰὼβ ἔμψυχον ἄγαλμα
Καὶ τῶν Μαρτύρων κοινωνόν καὶ ἀκροθίνιον
Ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε Ἀθλοφόρε.Ὡς ὁ Παῦλος γὰρ θεόκλητος γενόμενος
Ἐμεγάλυνας τὸν Λόγον δι’ ἀθλήσεως·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς Εὐστάθιε.
Μεγαλυνάριον.
Οὐρανόθεν μάκαρ καταυγασθείς, στήλη τῆς ἀνδρείας, ἀνεδείχθης ἐν
πειρασμοῖς, καὶ πανοικεσίᾳ, Εὐστάθιε ἀθλήσας, τῆς ἄνω βασιλείας, ἀξίως
ἔτυχες.
Οἱ Ἅγιοι Ὑπάτιος καὶ Ἀνδρέας οἱ Ὁμολογητές
Ἀκόμα καὶ στὸ σχολεῖο, ἦταν πρότυπα ἀδελφωμένων συμμαθητῶν. Εἶχαν
ἀνατραφεῖ ἀπὸ παιδιὰ στὴν χριστιανικὴ πίστη, καὶ διακρίνονταν στὴν
ἐπιμέλεια, τὴν εὐταξία, στὴν πρόοδο τῶν γραμμάτων καὶ στὸν ζῆλο πρὸς τὰ
θεία.
Ἔζησαν καὶ οἱ δύο ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, τοῦ εἰκονομάχου. Ὁ Ὑπάτιος
μὲ τὸν χρόνο χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος στὴ Λυδία, ἀπ’ ὅπου καὶ καταγόταν.
Καὶ ὁ Ἀνδρέας ἀπὸ διάκονος, προχειρίστηκε ἱερέας.
Τὰ ἀξιώματά τους διαχειρίστηκαν μὲ ὅλη τὴν συνείδηση τῶν μεγάλων
εὐθυνῶν ποὺ ἔχουν. Κοπίασαν ἐν λόγῳ καὶ ἔγιναν πρότυπα ἐν ἔργῳ.
Ἀγωνίστηκαν μὲ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ τότε ἀπειλοῦσε ἡ
ἐπικίνδυνη αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ποὺ τόσο ἔβλαψε τὴν Ἐκκλησία καὶ
ἐξασθένισε τὸ κράτος.
Ὁ Ὑπάτιος καὶ ὁ Ἀνδρέας συνελήφθησαν, γιὰ τὴν ἀντίσταση καὶ πολεμική
τους, ἐνάντια στὰ βασιλικὰ διατάγματα, ποὺ εὐνοοῦσαν τοὺς εἰκονομάχους.
Τοὺς ἔσυραν λοιπὸν δεμένους κατὰ γῆς μέσα στοὺς δρόμους, κατόπιν τοὺς
ἔσφαξαν καὶ ἔτσι ἔπεσαν τίμια καὶ ἀτρόμητα ὁλοκαυτώματα γιὰ τὴν ἀλήθεια.
Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Εὐπρέπιος, Ἀναστάσιος, Θεόδωρος καὶ Ἀναστάσιος (ἄλλος) οἱ Ὁμολογητές
Βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ Ἁγίου Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητή, βλέπε τὴν 21η Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ἡ κυρίως μνήμη του.
Ἀπὸ τοὺς Μαθητές του, οἱ δυὸ Ἀναστάσιοι ἐξορίστηκαν ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ
βασιλιὰ Κώνσταντα τὸν Β’ στὴν Θράκη, ὅπου ὑπέστησαν πολλὲς ταλαιπωρίες.
Ἐπειδὴ ὅμως ἐπέμεναν στὸ ὀρθόδοξο φρόνημά τους, τοὺς ἔφεραν στὴν
Κωνσταντινούπολη, ὅπου Σύνοδος τοὺς καταδίκασε καὶ παραδόθηκαν στὸν
ἔπαρχο γιὰ νὰ τιμωρηθοῦν. Αὐτός, μαζὶ καὶ τὸν δάσκαλό τους Μάξιμο,
ἔκοψε τὴν γλώσσα τους καὶ τὸ δεξί τους χέρι.
Καὶ ὁ μὲν Ἀναστάσιος ὁ πρεσβύτερος πέθανε ἐξόριστος στὴ Λαζικὴ μετὰ 20
χρόνια, ὁ δὲ νεότερος Ἀναστάσιος πέθανε σὲ κάποιο φρούριο τῆς Θράκης,
σιωπηλός, ἀλλὰ βροντερὸς κήρυκας τῆς Ὀρθόδοξης ἀλήθειας καὶ ζωῆς.
Τὰ ἴδια ἔπαθαν καὶ οἱ ἄλλοι δυὸ μαθητὲς τοῦ Μαξίμου, ὁ Θεόδωρος καὶ ὁ
Εὐπρέπιος οἱ Ὁμολογητές. Μετὰ 20 χρόνια ἐξορίας ὁ πρῶτος, ἑνὸς δὲ μόνο
ὁ δεύτερος, παρέδωσαν καὶ οἱ δύο τὶς ἁγίες τους ψυχὲς στὸν Κύριο.
Οἱ Ἅγιοι Ἀρτεμίδωρος καὶ Θαλὸς οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος Ἐπίσκοπος Κύπρου
Ἔγινε ἐπίσκοπός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καὶ ἦταν εὐλαβὴς καὶ
θεοφοβούμενος ἄνθρωπος. Κατανάλωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴν μετάδοση τοῦ
θείου λόγου καὶ τὴν ἀκατάπαυστη ἐλεημοσύνη, ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του, στοὺς
φτωχούς.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Αἰγύπτιος καὶ οἱ 40 σὺν αὐτῷ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἦταν μέγας Αἰγύπτιος ὁμολογητής. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἀσεβὴς
Μαξιμιανὸς δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρει τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου νὰ ὁμολογεῖ τὸν
Χριστό, πρόσταξε νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν μαζὶ μὲ ἄλλους 40 χριστιανούς, τὸ
ἔτος 295.
Ἔτσι ἔλαβαν ὅλοι τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεοφόρος ἀπὸ τὴν Κρήτη
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ βιογραφία του σώζεται σὲ χειρόγραφο στὸ
χωριὸ Σίββα τῆς ἐπαρχίας Πυργιωτίσσης Κρήτης, ἰδιαίτερης πατρίδας τοῦ
Ἁγίου.
Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς στὰ χρόνια του βασιλιὰ Κωνσταντίνου Ζ’
τοῦ Πορφυρογέννητου (951 – 959), καὶ ἀπὸ μικρὸς εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ
ζωή. Ἔγινε ἐρημίτης στὶς σπηλιὲς τῆς Κρήτης, ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ
καὶ τὴν ἐγκράτεια.
Κατόπιν πῆγε στὸ ὅρος Ράξος, ὅπου ἔκτισε ναὸ στὸ ὄνομα τῶν Ἁγίων
Εὐτυχίου καὶ Εὐτυχιανοὺ ἐπισκόπων Ἀρκαδίας Κρήτης. Ἐκεῖ ἐπίσης ἐκάρη
Μοναχὸς ἀπὸ κάποιον εὐλαβὴ Γέροντα καὶ ἀναχώρησε στὸ ὄρος Μυριοκέφαλο.
Στὴν κορυφὴ αὐτοῦ τοῦ ὅρους ἔκτισε τὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Θεοτόκου
Ἀντιφωνήτριας, ποὺ σώζεται μέχρι σήμερα.
Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀφοῦ γύρισε πολλὰ μέρη τῆς Κρήτης καὶ
ἔκτισε Ναοὺς καὶ Μοναστήρια, κατέληξε στὸ δυτικὸ μέρος τῆς ἐπαρχίας
Κισσάμου, στὸ χωριὸ Ἀκτή, ὅπου ἔκτισε κατοικητήριο πολὺ ἡσυχαστικό, καὶ
κατόπιν μέγα κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου.
Ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία καὶ συνέταξε τὴν διαθήκη του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Κρητῶν τὸν φωστῆρα Ἐκκλησίας τὸ καύχημα, καὶ τῶν Μοναζόντων τὴν
στάθμην, Ἰωάννην τιμήσωμεν· Χριστοῦ γὰρ τὸν Σταυρὸν ἀναλαβών, ὡς
ἄγγελος ἐβίωσεν ἐν γῇ· διὰ τοῦτο ἐκ κινδύνων παντοδαπῶν, λυτροῦται τοὺς
κραυγάζοντας· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα
τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῇ Κρήτῃ ἔλαμψας ὡς ἑωσφόρος, Ἰωάννη Ὅσιε, καταφωτίζων ἱερῶς, ταῖς ἐναρέτοις σου πράξεσι, τοὺς ἀδιστάκτῳ ψυχῇ προσιόντας σοι.
Μεγαλυνάριον.
Ἅπασαν τὴν Κρήτην διαδραμών, πανταχοῦ ἐδείμω, τῷ Σωτῆρι θείους ναούς·
σεαυτὸν γὰρ Πάτερ, ναὸν προκατειργάσω, τῆς Τρισηλίου δόξης, βίου
λαμπρότητι.
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Κατάφλωρος Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ἔζησε τὸν 12ο αἰώνα καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη φιλολογία, Θεολογία καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὴν Ἁγία Σοφία.
Ὑπῆρξε μεγάλος λόγιος του Βυζαντίου καὶ τὸ 1174 ἐκλέχτηκε Μητροπολίτης
Μύρων. Τὸν ἑπόμενο χρόνο προάχθηκε σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Τὸ
ἔργο του στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ αὐτὴ ὑπῆρξε πολὺ προοδευτικὸ καὶ συνάντησε
διάφορες ἀντιδράσεις.
Τὸ 1185 συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Νορμανδοὺς καὶ τὸ 1191 κινδύνεψε ἡ ζωή του
ἀπὸ συνωμοσία. Πέθανε τὸ 1197 ἢ 1198, ἀφοῦ ἄφησε πολλὰ φιλολογικά,
ἱστορικὰ καὶ λαογραφικὰ ἔργα.
Ἁγιοποιήθηκε στὶς 10 Ἰουνίου 1988.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίας τοῖς χάρισι, κεκοσμημένος λαμπρῶς, ποιμὴν ἐνθεώτατος, τῆς
Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Εὐστάθιε· ὅθεν Θεσσαλονίκη, ἡ ἁγία σου
ποίμνη, ὕμνοις σὲ μακαρίζει καὶ συμφώνως βοᾶ σοι. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν
Θεόν, ὑπὲρ ἡμῶν Πάτερ Ὅσιε.
Ὁ Ἅγιος Ἰλαρίων ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ νέος ἀπὸ τὴν Κρήτη
Τὸ Ἡράκλειο τῆς Κρήτης ἦταν ἡ πατρίδα του. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Φραντζέσκος καὶ ἡ μητέρα του Αἰκατερίνη.
Ὁ νεομάρτυρας αὐτὸς ὀνομαζόταν Ἰωάννης καὶ ἀνατράφηκε χριστιανικὰ μαζὶ
μὲ τὰ τέσσερα ἀδέλφια του. Κατόπιν ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ γιὰ
10 χρόνια ἔμενε κοντὰ σ’ ἕναν θεῖο του γιατρό. Ἔπειτα, μαζὶ μ' ἕναν
ἄλλο χριστιανό, ἀνέλαβε τὴν διαχείριση τοῦ ἐμπορίου κάποιου Χιώτη.
Κάποτε ὅμως, ὅταν ὁ ἔμπορος αὐτὸς ἐπανῆλθε στὴ Χίο, διαπίστωσε ὅτι ἡ
δουλειά του εἶχε ἔλλειμμα 30 γρόσια καὶ γι’ αὐτὸ ἐνοχοποίησε τὸν
Ἰωάννη, ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε μὲ τιμωρίες. Ὁ Ἰωάννης στὴν ἀπόγνωσή του,
ζήτησε τὴν βοήθεια τῆς μητέρας τοῦ Σουλτάνου.
Κατόπιν συναντήθηκε μὲ τὸν Αἰθίοπα Μᾶς Ἀγά, πού, στὴν ἀπελπισία του,
τὸν ἔπεισε καὶ ἐξισλαμίστηκε. Λίγο μετὰ τὴν ἀποστασία του, ὁ Ἰωάννης
συναισθάνθηκε τὸ μεγάλο του ὀλίσθημα καὶ μὲ πλοῖο ἀναχώρησε στὴν
Κριμαία, ὅπου παρέμεινε 10 μῆνες.
Κατόπιν γύρισε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μὲ προτροπὴ τοῦ πνευματικοῦ
του πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε
στὸν πάπα – Βησσαρίωνα καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἰλαρίων.
Ἀργότερα ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ γιὰ τὸ μαρτύριο, πῆγε στὴν
Κωνσταντινούπολη, παρουσιάστηκε στὸν Αἰθίοπα Ἀγὰ καὶ ὁμολόγησε μπροστὰ
του τὸν Χριστό. Τότε ὁ Ἀγὰς διέταξε τὸν ἄγριο βασανισμό του καὶ
κατόπιν, στὶς 20 Σεπτεμβρίου 1804, τὸν ἀποκεφαλισμό του.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου