Σελίδες

26 Νοεμβρίου 2017

Η μοναχική πολιτεία – Κυριακή ΙΓ’ Λουκά

Ιερομόναχος Ιουστίνος

Μας διηγήθηκε σήμερα ο ευαγγελιστής Λουκάς (18.18-27): Κάποιος ευσεβής με ευρωστότατα οικονομικά επιθυμεί τα υψηλά. 

Έχοντας ζωή καθαρή επιθυμεί την αιώνια ζωή, οπότε ο Χριστός τού δείχνει την πύλη της. Είναι η «αποταγή» και η απελευθέρωση από γήινους δεσμούς και μάλιστα από το βάρος της περιουσίας, δια της διαθέσεώς της αγαπητικά στους φτωχούς αδελφούς, και η ακολουθία έπειτα του Χριστού. 


Μα εδώ σκόνταψε ο ζήλος του συγκεκριμένου ανθρώπου, και έμεινε για πάντα πεσμένος κάτω. Έχασε τα ουράνια που επιποθούσε και «περίλυπος εγένετο· ην γαρ πλούσιος σφόδρα», δεμένος «πλούσια» πάνω στα υλικά αγαθά του, με ακινητοποιημένα τα πόδια στην οικτρή ειρκτή τους. Η «αποταγή» και η απελευθέρωση από γήινους δεσμούς που υπέδειξε ο Χριστός μάς δίνουν την αφορμή ν’ αναφερθούμε σύντομα στη μοναχική πολιτεία.

Μετά από τις υποσχέσεις για παρθενία και ακτημοσύνη, ο προσερχόμενος στον μοναχισμό υπόσχεται να τηρήσει και την υπακοή. Πρόκειται για την απάρνηση του εαυτού του – «απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω» τον Χριστό (Λουκ. 9.23). Αιματηρός ο αγώνας… Στοχεύει στην ταπείνωση, τη μεγαλύτερη αρετή και γεννήτρια της αγάπης. Θεϊκό το έπαθλο, άρα σκληρή η προσπάθεια.

Θεωρείται από τους πολλούς ότι το μόνο γνώρισμα του μοναχού είναι η σαρκική εγκράτεια. Λανθασμένη γνώμη που επικράτησε, νομίζουμε, γιατί η πτώση και η εμμονή στην ασέλγεια συνεπιφέρει και έκπτωση και αποχώρηση από τις μοναστικές τάξεις. Αντίθετα, ενδέχεται δυστυχώς να συνυπάρχει μονασμός και εγωισμός. Η συγκεκριμένη συνύπαρξη δεν επισύρει άμεση εξωτερική μεταβολή. Με την υπακοή θυσιάζει εκούσια ο αδελφός το κυριότερο μέρος του εαυτού του, το εγώ του, για ν’ αποκτήσει την ελευθερία, και όχι αναγκαστικά όπως ο στρατιώτης που οφείλει να πειθαρχήσει θέλοντας και μη στον άξεστο ή μη λοχία. Δεν του επιβάλλεται καταναγκαστικά και αναπόδραστα έξωθεν, από τις διατάξεις του νόμου ή, το χειρότερο, από την ιδιοτροπία ή την κακότητα τυράννου. Ο πνευματικός του επιστάτης είναι ο πατέρας του, είναι τύπος Χριστού και όργανό Του κατά τον Καισαρείας Βασίλειο (Ασκητικαί διατάξεις 22.4). Οι συμμοναστές του είναι οι αδελφοί του. «Ιδού λοιπόν τι [είναι] καλό ή τι τερπνό, παρά το να κατοικούν αδελφοί μαζί;» (Ψαλμ. 132.1) Η υπακοή στο φαινόμενο μοιάζει με δουλεία. Κάθε μέρα ο υποτακτικός «κόβει το θέλημά του» επίπονα μαζί με τον εσμό των ελαττωμάτων του, ψυχικών και σαρκικών. «Μοναχός είναι βία φύσεως διηνεκής και φύλαξη αισθήσεων ανελλειπής», σύμφωνα με έναν από τους πυκνότατους και λογοτεχνικότατους ορισμούς του οσίου Ιωάννη της Κλίμακος (1.10). Συνεχής πάλη· όχι ένα βήμα μποστά και δυο πίσω. 

Ο υποτακτικός βαδίζει οδό μαρτυρίου, και μάλιστα οδυνηρή, αφού πολλοί μάρτυρες τελειώθηκαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο με στιγμιαίο, θα λέγαμε, πόνο, όπως εκείνοι που αποκεφαλίσθηκαν. Το «μαρτύριο της προαιρέσεως» συχνά-πυκνά σχηματοποιείται σε πραγματικό βασανιστικό μαρτύριο, κατά πρώτο λόγο με την απάρνηση του θελήματος. Κάτι πολύ απλό και συνηθισμένο: «Εάν σε δύσκολη ώρα ανεχθεί κάποιος τον πλησίον του [ο οποίος τον προσβάλλει, του κάνει κακό κλπ., τούτο] είναι ισοστάσιο της καμίνου των Τριών Παίδων [Δαν. 3.21]» παρατηρούσε αββάς του Γεροντικού (Μέγα Γεροντικό Πανοράματος Δ’ σελ. 514). Δεν είναι υπερβολικοί άρα ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ 4.60) και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (Ίαμβοι, 5), όταν βεβαιώνουν τον υποτακτικό ότι πορεύεται πάνω στα ίχνη του πρωτομάρτυρος Στεφάνου. Η εκκοπή του θελήματος φαίνεται σαν δουλεία. Πλην όμως συμβαίνει το αντίθετο! Μετά την πτώση των πρωτοπλάστων η θέλησή μας υπέστη καθίζηση, εξασθένησε και δουλώθηκε στην αμαρτία. Λοιπόν αυτήν την παραμορφωμένη αφρονέστατη βούλησή μας, που αναδεύεται αδιάντροπα εντός μας, την παραδίνει ο μοναχός στον Θεό για να τη λάβει πίσω εν καιρώ καινούργια κατά Χριστόν, ελεύθερη, καθαρμένη και αγία. Την εγχειρίζει στον Θεό δια του γέροντα, που υποτίθεται ότι η πολυχρόνια άσκησή του και – το σπουδαιότερο – η επίδοσή του στην αρετή και οι ικανότητές του τον έχουν απεργασθεί «έμπειρο» κατά τον καθιερωμένο πατερικό όρο (π.χ. Μακαρίου Αιγυπτίου, Ομιλίαι πνευματικαί 53.8,10). Αν για να μάθεις να καρφώσεις μια πρόκα στο παπούτσι χρειάζεται να σου δείξει ο μάστορας, ο υποδηματοποιός, πολύ περισσότερο απαιτείται μαθητεία στις ατραπούς τής αφιερωμένης ζωής. «Τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών το μοναστικό πολίτευμα» (Νικηφόρου Μονάζοντος Λόγος Περί νήψεως και φυλακής καρδίας, αρχή). 

Είναι λεπτούργημα σε κάθε έκφανση και πτυχή του και όχι χοντροκοπιά τού τύπου «Μη κλέψεις, μη σκοτώσεις». Με την υπακοή αδειάζει ο μοναχός από το παθητικό θέλημά του, μα δεν φτωχαίνει· πλουτίζει ουράνια κατά το «Μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι, ότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5.3). Τώρα, τι μπορούν να καρπωθούν από όσα είπαμε οι λαϊκοί χριστιανοί; Δεν έχουν γέροντα και ηγούμενο. Και όμως! Έχουν πνευματικό οδηγό τον εξομολόγο τους –ηγούμενο άλλης μορφής– έχουν τους ποιμένες της Εκκλησίας. Συνεπώς «πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε· αυτοί γαρ αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες» (Εβρ. 13.17).

 Ιερομόναχος Ιουστίνος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου