Μετά την άδικη εξορία του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ηλία, η Παλαιστίνη δοκιμάστηκε από φοβερή πείνα και έλλειψη των αναγκαίων, και επιπλέον από ξηρασία, επιδρομή ακρίδων και κάποιες άλλες βαριές μάστιγες για πέντε ολόκληρα χρόνια.
Τα μοναστήρια που είχε ιδρύσει ο άγιος Σάββας και για τα οποία, με τη βοήθεια του Θεού, φρόντιζε ο ίδιος, ήταν επτά· για κανένα όμως από αυτά δεν σκέφτηκε να εξασφαλίσει κάποιο εισόδημα, αλλά ανέθεσε όλη τη φροντίδα γι’ αυτά στον Θεό. Καθώς λοιπόν και τα μοναστήρια αυτά υπέφεραν από την έλλειψη των αναγκαίων, εκείνος όχι μόνο δεν
επηρεάστηκε από την κατάσταση, ώστε με λόγο ή με πράξη να δείξει ολιγοψυχία, αλλά συγκαλούσε και τους ηγουμένους τους και τους συμβούλευε να μην ταράζονται με τα δεινά, ούτε να φροντίζουν καθόλου για τα σωματικά, αλλά να έχουν πίστη στον ουράνιο Πατέρα, που γνωρίζει ότι μας λείπουν τα αναγκαία, και να περιμένουν να τους τα χορηγήσει Αυτός με το πλουσιοπάροχο δεξί του χέρι.
Τέτοια λοιπόν καλή διάθεση και γενναιότητα είχε ο άγιος Σάββας· ωστόσο κάποτε στη λαύρα του τόσο πολύ έλειψαν τα αναγκαία, ώστε δεν είχαν ούτε το πρόσφορο για τη θεία Λειτουργία. Πήγε λοιπόν ο μοναχός, στον οποίο είχε ανατεθεί το σχετικό διακόνημα, και του ανέφερε τη δεινή κατάσταση, διαβεβαιώνοντας κατηγορηματικά ότι την ερχόμενη Κυριακή θα είναι εντελώς αδύνατο να τελεστεί η θεία μυσταγωγία, γιατί ούτε πρόσφορο υπήρχε στη λαύρα ούτε κάτι άλλο από τα αναγκαία.
Αυτά είπε ο μοναχός, ο άγιος όμως, η πραγματικά μεγάλη και αξιοθαύμαστη αυτή ψυχή, ούτε έτσι έχασε την ελπίδα του στη φροντίδα του Θεού και στις ανεξιχνίαστες μεθόδους της θείας πρόνοιας. Είπε λοιπόν στους μοναχούς: «Εγώ δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο να εμποδίσω τη Λειτουργία του Θεού. Αν μας λείπουν τόσο πολύ τα αναγκαία, θα πουλήσουμε κάποιο από τα ιερά κειμήλια, ώστε να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα για τη Λειτουργία. Όμως είναι άξιος εμπιστοσύνης ο Θεός που μας προστάζει να μη μεριμνούμε για το αύριο (Ματθ. 6:34), για όσα
βέβαια χρειάζονται για το σώμα».
Το είπε, και πριν φτάσει ακόμη η Κυριακή, ήρθαν κάποιοι, σταλμένοι από τη θεία πρόνοια, και του έφεραν φορτίο τριάντα συνολικά υποζυγίων.
Το φορτίο αυτό ήταν σιτάρι, κρασί, λάδι και άλλα τρόφιμα κατάλληλα για μοναχούς, σε σημείο που σχεδόν δεν τα χωρούσε η λαύρα.
Αμέσως λοιπόν ο άγιος Σάββας κάλεσε τον μοναχό εκείνο που πριν από λίγο του είχε αναφέρει με ολιγοψυχία την έλλειψη. «Τι λες;» τον ρώτησε. «Θα την αφήσουμε τη Λειτουργία;» Εκείνος κατάλαβε ότι η ερώτηση ήταν ένας έλεγχος των λογισμών του που δεν ενισχύονταν από την ελπίδα στον Θεό· έπεσε λοιπόν στα πόδια του αγίου και ζήτησε συγνώμη, δείχνοντας θερμή μετάνοια για την τόσο άπρεπη ολιγοψυχία του. Ο άγιος τον συγχώρησε αμέσως και τον συμβούλεψε κατάλληλα λέγοντας: «Να μη λιγοψυχούμε έτσι, αλλά να ελπίζουμε με θάρρος στον
Θεό και, όπως λέει ο Δαβίδ, να αφήνουμε τη φροντίδα μας σε Αυτόν (Ψαλμ. 54:23), ο οποίος φροντίζει για εμάς πολύ περισσότερο και από τους γονείς μας».
Ο όσιος πατέρας μας Σάββας πήγε για δεύτερη φορά στην Κωνσταντινούπολη μετά από απόφαση και παράκληση του τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων Πετρου. Η αποστολή του ήταν να μιλήσει ικετευτικά στον βασιλιά και να καταπραΰνει τον θυμό του εναντίον των χριστιανών της Παλαιστίνης, ώστε να τους απαλλάξει από τις τιμωρίες που τους περίμεναν, επειδή συκοφαντήθηκαν ότι έγιναν αίτιοι της επανάστασης και της αποστασίας των Σαμαρειτών.
Όταν ο άγιος έφτασε στην Πόλη, έγινε δεκτός με πολλή λαμπρότητα από τον βασιλιά Ιουστινιανό. Μολις δηλαδή τον είδε ο βασιλιάς να έρχεται από μακριά, σηκώθηκε από τον θρόνο του και ασπάστηκε με πολλή ευλάβεια το ιερό εκείνο πρόσωπο. Έπειτα κάθισαν, και ο άγιος μίλησε στον βασιλιά για τον σκοπό του ερχομού του. Εκείνος αμέσως ικανοποίησε το αίτημά του, ωστόσο δεν περιόρισε σε τούτο την προθυμία της ψυχής του, αλλά θεωρούσε ότι θα ζημιωνόταν πάρα πολύ αν δεν του έκανε και κάποια βασιλική και γενναιόδωρη ευεργεσία. Του πρότεινε λοιπόν με πολλή επιμονή να θεσπίσει για τους μοναχούς του κάποιο χρηματικό εισόδημα.
Ο άγιος του απάντησε: «Στα εισοδήματα και στα χρήματα, όσα έχουμε ανάγκη, μας φροντίζει Εκείνος που κάποτε έθρεψε πλούσια τον ανυπάκουο λαό στην έρημο και ανέβλυσε για χάρη του νερό από τον βράχο (Εξ. 17:6) και που παρέχει όχι μόνο τα αναγκαία, αλλά πολλές φορές και τα περιττά. Αν όμως, βασιλιά, θέλεις τόσο πολύ να μας κάνεις κάποια χάρη, υπάρχουν και άλλες σημαντικές και αξιόλογες αφορμές να δείξεις τη γενναιοδωρία σου προς εμάς».
Στη συνέχεια του ζήτησε κάποια πράγματα κοινωφελή: να απαλλάξει για ορισμένο διάστημα από τη φορολογία τους κατοίκους της Παλαιστίνης, επειδή είχαν υποστεί πολλά δεινά από τους Σαμαρείτες· να ανεγείρει κάποιο οίκημα για την υποδοχή και τη φιλοξενία όσων πήγαιναν στην αγία πόλη Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν τον Ζωοποιό Τάφο· να θέσει τέρμα στις αιρέσεις που εξακολουθούσαν να ταλαιπωρούν την Εκκλησία· τέλος, να οικοδομήσει για τα μοναστήρια του κάποιο φρούριο, στο οποίο να καταφεύγουν σε περίπτωση επίθεσης εχθρών.
Αυτά τα αιτήματα υπέβαλε στον βασιλιά ο ιερός Σάββας, και εκείνος, λες και ήθελε από καιρό να κάνει χάρη στον άγιο, άρχισε αμέσως να γράφει, να διατάζει, να στέλνει παντού διατάγματα και να κάνει τα πάντα προκειμένου να γίνουν αυτά αμέσως και χωρίς χρονοτριβή, έτσι ώστε να μη μειωθεί με την καθυστέρηση η αξία αυτών των τόσο καλών δωρεών.
Καθώς λοιπόν ο βασιλιάς ήταν έτσι απασχολημένος με τα αιτήματα του αγίου σε συνεργασία με τον Τριβωνιανό, τον πρωτοσύμβουλό του, στη λεγόμενη Μαγναύρα (*), έχοντας δίπλα του και τον άγιο, όπως είπαμε, εκείνος, όταν ήρθε η τρίτη ώρα (9 το πρωί), άφησε τον βασιλιά, πήγε κάπου παράμερα και άρχισε να αποδίδει στον Θεό τις συνηθισμένες προσευχές, διαβάζοντας τους ιερούς ψαλμούς του Δαβίδ. Τον πλησίασε τότε ένας μαθητής του, ο Ιερεμίας, και του είπε: «Για ποιον λόγο, πάτερ, ενώ ο βασιλιάς δείχνει κάθε προθυμία και κοπιάζει με τόσο ζήλο για να ικανοποιήσει τα αιτήματά σου, εσύ τον παράτησες και είσαι τώρα αλλού;»
Εκείνος με πραγματική αρχοντιά του απάντησε: «Τίποτε το άπρεπο δεν συμβαίνει, παιδί μου· ο βασιλιάς κάνει το καθήκον του, και εμείς βέβαια το δικό μας». Ούτε ο καιρός της ανάγκης δηλαδή δεν τον έκανε να δείξει άπρεπη κολακεία ή κάποια δουλοπρέπεια, αλλά προς όλους φερόταν με την πρέπουσα αίσθηση του μέτρου και φρόντιζε πολύ να είναι σεμνός και φιλοσοφημένος.
(*) Μαγναύρα ονομαζόταν ένα από τα πιο αξιόλογα και πολυτελή κτίσματα του ανακτορικού συγκροτήματος της Κωνσταντινούπολης. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό
magna aula (= μεγάλη αυλή).
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΚΑ’ (21) και ΚΔ΄ (24), σελ. 168 και 181. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου