Ἄκουσε λογική ψυχή μου, ἐσύ πού γνωρίζεις τά βαθύτερα σημεῖα τοῦ εἶναι μου. Ἄκουσέ με, γιατί θέλω νά σοῦ μιλήσω, γιά κάποιο θέμα μυστικό καί (κοινοῦ ἐνδιαφέροντος) μά πού ἀπασχολεῖ γενικώτερα τούς ἀνθρώπους. Αὐτό πού κατάλαβα εἶναι ὅτι δέν θά καθαριστεῖς τελικά ἀπό τά πάθη ἀλλά, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, λίγο θά ἀνακουφιστεῖς.
Ξέρω καλά ψυχή μου, ὅτι καί ἐγώ καί ἐσύ κινούμαστε «παρά φύσιν». Ξέρω ὅτι εἴμαστε πλανεμένοι ἀπό τήν ἄγνοια καί γι᾿ αὐτό κατηγοροῦμε τούς ἄλλους γιά τίς ἁμαρτίες μας, λέγοντας ὅτι ἡ κακία βρίσκεται ἔξω καί μακριά ἀπό ἐμᾶς. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πλάνης μας, τή μιά τά ρίχνουμε στόν Ἀδάμ ἄλλοτε μᾶς φταίει ὁ σατανᾶς καί ἄλλοτε θεωροῦμε ὑπεύθυνους γιά ὅ,τι κακό μᾶς συμβαίνει τούς ἀνθρώπους. Κι ἐνῶ νομίζουμε ὅτι κάνοντας αὐτό, πολεμᾶμε ἄλλους, πολεμᾶμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι ὁ ἕνας μας ὑπερασπίζει τήν ἄλλη καί εἶναι φίλος μας, τήν ἄλλη ὥρα, στήν καθημερινότητα γινόμαστε ἐχθροί μεταξύ μας. Καί ἐνῶ νομίζουμε ὅτι εὐεργετοῦμε τούς ἑαυτούς μας, τούς βασανίζουμε, φορτώνοντας πάνω μας δικαιώματα, κόπους καί ντροπές πού σέ τίποτε δέν θά μᾶς ὠφελήσουν.
Ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀγαποῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν πραγματικότητα μισοῦμε καί ἀποφεύγουμε τίς αἰτίες πού μᾶς προκαλοῦν νά τίς ἐφαρμόσουμε. Κατάλαβα λοιπόν πολύ καλά ὅτι δέν ἑλκόμαστε ἄδικα καί ἀναγκαστικά ἀπό κάποια ἄλλη ἐξουσία ἔξω ἀπό ἐμᾶς, οὔτε πρός τό καλό, οὔτε πρός τό κακό.
Ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε ἰσχύει αὐτή ἡ πνευματική ἀρχή: Μέ ὅποιου τό θέλημα συνταχθοῦμε καί συμπράξουμε, δηλαδή εἴτε μέ τοῦ Θεοῦ εἴτε μέ τοῦ διαβόλου, σέ ἐκεῖνον καί θά ἀνήκουμε καί ἀπό ἐκεῖνον θά συρθοῦμε δίκαια, πρός τό μέρος πού αὐτός ἐξουσιάζει.
Ἡ κενοδοξία καί ἡ ἡδονή. Αὐτές πρέπει προηγουμένως νά τίς πετάξουμε ἀπό μέσα μας, ὥστε ἔτσι νά βασιλεύσει ἡ ἀρετή. Γι᾿ αὐτό ψυχή μου, ὅταν παραδίνεσαι στά δύο αὐτά θελήματα, νά μήν θεωρεῖς ὑπεύθυνο καί αἴτιο τόν Ἀδάμ, οὔτε τό Σατανά, οὔτε τούς ἀνθρώπους, ἀλλά νά πολεμᾶς τό θέλημά σου καί μή τό θεωρήσεις μικρό πρᾶγμα. Γιατί ὁ πόλεμος δέν εἶναι ἐξωτερικός, ἀλλά ἐμφύλιος. Δέν ἔχουμε νά πολεμήσουμε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας καί τῶν ἀδελφῶν μας, ἀλλά μέσα μας εἶναι ὁ ἐχθρός καί κανένας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει. Μονάχα Ἕνα ἔχουμε, ἀπό τότε πού βαπτιστήκαμε, κρυμένον βαθιά μέσα μας, τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἀνίκητος καί ἀλάθητος. Ἐκεῖνος θά γίνει σύμμαχός μας, ἄν ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις μας τηρήσουμε τίς ἐντολές Του. Ἐχθροί μας εἶναι, ὅπως προείπαμε, ἡ ἡδονή πού ἐκφράζεται μέ τό σῶμα καί ἡ κενοδοξία. Αὐτές οἱ δυό ἔχουν κυριεύσει καί σένα καί μένα. Αὐτές οἱ δυό καί τήν Εὔα πλάνησαν καί τόν Ἀδάμ ἐξηπάτησαν. Ἡ ἡδονή ἦταν ἐκείνη πού ἔδειξε, ὅτι ὁ καρπός ἦταν γλυκύς καί νόστιμος, κι ὅτι θά ἦταν εὔγεστη καί ἀπολαυστική τροφή. Ἡ κενοδοξία πάλι εἶπε: «Θά γίνετε ὅμοιοι θεοί καί θά γνωρίζετε τό καλό καί τό κακό» (Γέν. 3, 5). Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μετά τήν πτώση ντρέπονταν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ἔτσι εἴμαστε καί ἐμεῖς. Ἀδιαφορώντας γιά τήν κακία τῶν νοητῶν ματιῶν καί βλέποντας τούς ἑαυτούς μας γυμνούς, ντρεπόμαστε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιατί μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση. (Ἔτσι ράβουμε καί φορᾶμε σάν ἄλλα φύλλα συκῆς, λόγια καί χειρονομίες καί δικαιολογίες). Ἔτσι ὑφαίνουμε δικαιολογίες, ἔργα καί λόγια καί σάν ἄλλα φύλλα συκῆς τά προβάλουμε, γιά νά καλύψουμε τούς ἑαυτούς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου