Σελίδες

29 Ιανουαρίου 2019

Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο (Μέρος Α’): Βαΐα Γεωργιαννάκη–Κωστούλα

Γεν­νή­θη­κε στό χω­ριό Ρι­ζο­βού­νι τῆς Λάκ­κας Σου­λί­ου τοῦ νομοῦ Πρε­βέ­ζης, τό 1927. Ἦ­ταν δί­δυ­μη μέ μί­α ἄλ­λη ἀ­δελ­φή, ἡ ὁ­ποί­α ὅμως δέν ἔ­ζη­σε.

Ἡ μη­τέ­ρα της Φω­τει­νή ἔ­φυ­γε καί αὐ­τή πο­λύ νω­ρίς γιά τούς οὐ­ρα­νούς, πέ­φτοντας ἀ­πό μιά ἐ­λιά ὅ­ταν τό βρέ­φος της ἦ­ταν σα­ράντα ἡ­με­ρῶν. Ὁ πα­τέ­ρας της ξα­να­νυμφεύθη­κε καί ἀπέ­κτη­σε ἄλ­λα τρί­α παι­διά.
Ἡ Βά­για σε­βό­ταν πο­λύ τήν μη­τρυιά της. Ὡς με­γα­λύ­τε­ρη πού ἦ­ταν, φρόντι­ζε γι­ά ὅ­λα. Ἦταν μι­κρο­μάν­να καί ἔ­τρε­χε πα­ντοῦ· στά γί­δια ξυ­πό­λυ­τη ἐ­πά­νω στό βου­νό, στά χω­ρά­φια νά σκα­λί­ση, στό δά­σος νά κό­ψη καί νά κου­βα­λή­ση ξύ­λα κ.λ.π. Ἦ­ταν πο­λύ γε­ρό κο­ρί­τσι καί τό­σο φι­λό­τι­μη καί ἐρ­γα­τι­κή πού ἔ­τρε­χε σέ ὅ­λες τίς δου­λει­ές πρώ­τη.
Παντρεύ­τη­κε μι­κρή καί τό 1947 γεν­νή­θη­κε τό πρῶ­το της παι­δί. Συ­νο­λι­κά ἀ­πέ­κτη­σε...
ἕ­ξι παι­διά. Ἦ­ταν χα­ρού­με­νος ἄν­θρω­πος καί ζωντα­νή γυ­ναῖ­κα ὥστε ὅ­λοι στό χω­ριό τήν θαύ­μα­ζαν.

Ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἀρ­ρώ­στη­σε βα­ρειά. Οἱ για­τροί δέν μπο­ροῦ­σαν νά τοῦ προ­σφέ­ρουν καμ­μιά βο­ή­θεια. Ὡς μάν­να πο­νοῦ­σε πο­λύ γι­ά τό παι­δί της καί ἦ­ταν ἕ­τοι­μη καί τήν ζω­ή της νά θυ­σιά­ση. Ἔ­παιρ­νε τό παι­δί στήν πλά­τη καί ἀ­νέ­βαι­νε στά βου­νά καί πή­γαι­νε ὧ­ρες πο­δα­ρό­δρο­μο σέ Μο­να­στή­ρια καί Ἐκ­κλη­σί­ες τῆς πε­ρι­ο­χῆς, γιά νά τό γι­α­τρέ­ψη.

Ζώντας ἔ­τσι κα­θη­με­ρι­νά μέ­σα σ᾽ αὐ­τόν τόν πό­νο, βλέ­πει στόν ὕ­πνο της μιά γυ­ναῖ­κα ἡ ὁ­ποί­α τῆς εἶ­πε: «Νά πά­ρης τό παι­δί σου καί κα­θα­ρά ροῦ­χα καί νά ἔρ­θης στό σπί­τι μου. Ἐ­κεῖ θά κα­τέ­βεις πολ­λά σκα­λο­πά­τια στό ἁ­γί­α­σμα, θά πλύ­νεις τό παι­δί, θά τό ἀλ­λά­ξεις, θά πά­ρεις πα­πᾶ νά λει­τουρ­γή­ση καί τό παι­δί θά γί­νει κα­λά».

Τήν ἄλ­λη ἡ­μέ­ρα εἶ­πε τό ὄ­νει­ρό της στόν σύ­ζυ­γό της ὁ ὁ­ποῖ­ος τήν ἀ­πο­πῆ­ρε καί τήν μά­λω­σε νά μήν πι­στεύ­η σέ ὄ­νει­ρα καί φαντα­σί­ες. Ἡ Βά­για ὅ­μως δέν ἡ­σύ­χα­ζε. Ρώ­τη­σε καί τε­λι­κά ἔ­μα­θε ὅ­τι ὑ­πάρ­χει μία τέ­τοι­α Ἐκ­κλη­σί­α στό ἀ­πέ­ναντι χω­ριό στούς Κομ­τσιά­δες–Ἀμ­πε­λιά. Πράγ­μα­τι σώ­ζε­ται ὁ μι­κρός να­ός τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς, μνη­μεῖ­ο τοῦ δεκάτου αἰ­ῶ­νος. Πί­σω ἀ­πό τό να­ό ὑ­πάρ­χει μί­α με­γά­λη σπη­λιά ἀπ᾽ ὅ­που μί­α σκά­λα μέ πολ­λά σκα­λο­πά­τια ὁ­δη­γεῖ στό ἁ­γί­α­σμα τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς πού τρέ­χει σάν πο­τά­μι. Μό­λις τό ἔμα­θε παίρ­νει τό παι­δί της καί ἀ­νε­βαί­νει στό βου­να­λά­κι τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς. Ἐ­κεῖ βρῆ­κε τήν σπη­λιά, τά σκα­λο­πά­τια καί τόν τό­πο, ὅ­πως τόν εἶ­χε δεῖ στό ὄ­νει­ρό της. Ἔ­λου­σε τό παι­δί, λει­τούρ­γη­σε τό Ἐκ­κλη­σά­κι καί τό παι­δί ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως κα­λά.

Ἡ σι­δε­ρέ­νια της ὑ­γεί­α ὅ­μως πο­λύ γρή­γο­ρα ἔ­μελ­λε νά γί­νη θρύ­ψα­λα. Κάποτε ἡ Βά­για πῆ­γε στήν βρύ­ση νά πλύ­νη καί λι­πο­θύ­μη­σε. Ἔ­κτο­τε λι­πο­θυ­μοῦ­σε συ­χνά καί ἡ ζω­ή της ἔ­γι­νε μαρ­τύ­ριο. Λι­πο­θυ­μοῦ­σε στό σπί­τι, στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στό χω­ρά­φι, στό δρό­μο. Ἔ­χα­νε τε­λεί­ως τίς αἰ­σθή­σεις της, ἔ­πε­φτε κά­τω καί με­τά ἀ­πό λί­γη ὥ­ρα συ­νερ­χό­ταν.

Τά μι­κρά της παι­διά ζοῦ­σαν καί αὐ­τά τό μαρ­τύ­ριό τους. Ἔ­βλε­παν τήν μάν­να τους νά ὑ­πο­φέ­ρη καί αὐ­τά ἀ­πό πά­νω της ἔκλαιγαν νο­μί­ζοντας ὅ­τι πέ­θα­νε. Πάντο­τε ὅ­μως κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­ταν θά λι­πο­θυ­μοῦ­σε, γι᾿ αὐ­τό τά προ­ει­δο­ποι­οῦ­σε, τά κα­θη­σύ­χα­ζε καί τά ἔ­λε­γε: «Θά ἀρ­ρω­στή­σω, νά μήν φο­βη­θῆ­τε, νά μέ ἀ­φή­σε­τε καί ἐ­γώ θά συ­νέλ­θω μό­νη μου».

Τί ἦ­ταν αὐ­τό πού πά­θαι­νε; Ἡ θεί­α της πού τήν ἔ­ζη­σε ἀ­πό μι­κρό κο­ρι­τσά­κι, τό ἀ­πο­δί­δει στήν πεῖ­να. Ζοῦ­σε μέ τό­ση φτώ­χεια καί πεῖ­να πού γι­ά τά ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να εἶ­ναι ἀ­πί­στευ­το. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν ἡ πι­ό φτω­χή στό χω­ριό καί τήν ἴ­δια τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν “φτω­χο­βά­για”.

Ἀλ­λά στό μαρ­τύ­ριο αὐ­τό προ­στέ­θη­κε καί ἕ­να ἄλ­λο ψυ­χι­κό μαρ­τύ­ριο ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους, πι­ό ὀ­δυ­νη­ρό. Στό χω­ριό με­ρι­κοί χαι­ρέ­κα­κοι ἄν­θρω­ποι «προ­σέ­θη­καν ἐ­πί τό ἄλ­γος τῶν τραυ­μά­των»[1] της, ἐ­πι­δί­ω­ξαν δη­λα­δή νά τήν βγά­λουν τρελ­λή γι­ά νά τήν κλεί­σουν σέ τρελ­λο­κο­μεῖ­ο στήν Κέρ­κυ­ρα.

Ἄλ­λοι στό χω­ριό τήν ἀ­πέ­φευ­γαν σάν νά ἦ­ταν λω­βι­α­σμέ­νη καί κο­ρό­ϊ­δευ­αν τά παι­διά της. Μό­νον αὐ­τός πού τά ἔ­ζη­σε μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βη τί ση­μαί­νουν αὐ­τά γι­ά μί­α τρυ­φε­ρή παι­δι­κή ψυ­χή καί πό­σο ἀ­βά­στα­χτος ἦ­ταν ὁ πό­νος γι­ά μί­α μη­τρι­κή καρ­διά, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πέ­φε­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρο γι­ά τά παι­διά της πα­ρά γι­ά τόν ἑ­αυ­τό της.

Ἀλ­λά ἡ Βά­για ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ καί ἄντε­ξε. Σή­κω­σε αὐ­τόν τόν σταυ­ρό πού τῆς ἔ­δω­σε ὁ Κύ­ριος μέ πολ­λή πί­στη, ὑ­πο­μο­νή καί τα­πεί­νω­ση. Πο­τέ δέν γόγ­γυ­ξε, δέν τά ἔ­βα­λε μέ τόν Θε­ό. Τα­πει­νά ἔ­σκυ­βε τό κε­φα­λά­κι της στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.

Σάν ἄν­θρω­πος ὧ­ρες–ὧ­ρες λύ­γι­ζε, ἔ­κλαι­γε, πα­ρα­πο­νι­ό­ταν καί πι­κραι­νό­ταν, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­ταν κά­ποι­οι μέ τήν στά­ση τους τήν ἐ­ξου­θέ­νω­ναν καί ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά τῆς κά­νουν κα­κό. Ἀλ­λά ὁ κα­λός Θε­ός πού εἶ­ναι ὁ Θε­ός τῶν κα­τα­φρο­νε­μέ­νων, τῶν ἀ­δι­κου­μέ­νων καί τῶν πο­νε­μέ­νων, πο­τέ δέν τήν ἄ­φη­σε μό­νη της. Τήν προ­στά­τευ­ε πάντα, τῆς ἔ­δι­νε δύ­να­μη καί κου­ρά­γιο γι­ά νέ­ες δο­κι­μα­σί­ες.

Τό βρά­δυ ἄ­να­βε τό καντη­λά­κι μπρο­στά στό εἰ­κο­νο­στά­σι. Ἀ­φοῦ πρῶ­τα ἔ­βα­ζε τόν μι­κρό γυι­ό της νά κά­νη τόν σταυ­ρό του, τοῦ ἑ­τοί­μα­ζε νά κοι­μη­θῆ, μέ μη­τρι­κή δέ τρυ­φε­ρό­τη­τα τόν κα­λη­νύ­χτι­ζε καί τόν φι­λοῦ­σε. Πή­γαι­νε ὕ­στε­ρα μπρο­στά στίς εἰ­κό­νες καί ἔ­κα­νε τήν προ­σευ­χή της.

«Σ᾽ εὐ­χα­ρι­στῶ, Χρι­στέ μου, Ἀ­φέντη μου. Δο­ξα­σμέ­νο τό ὄ­νο­μά Σου. Πα­να­γί­α μου, φύ­λα­ξε τά παι­διά μου καί ὅ­λον τόν κό­σμο». Στό τέ­λος ἔ­βγα­ζε κι ἕ­ναν ἀ­να­στε­ναγ­μό «ὤ­ϊ, μαν­νού­λα μου». Ὕστερα
ἄρ­χι­ζε νά κά­νη με­τά­νοι­ες στρωτές μέ­χρι κά­τω μέ σταυ­ρούς. Κα­τό­πιν ἔ­σκυ­βε κά­τω τό κε­φά­λι της σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζοντας τίς ὑ­πό­λοι­πες ἀ­λά­λη­τες προ­σευ­χές της.

Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­νε πάντα ὅ­λες τίς Κυ­ρια­κές καί τίς Ἑ­ορ­τές, καί κρα­τοῦ­σε ὅ­λες τίς ἀρ­γί­ες σχο­λα­στι­κά.

Ὅ­ταν ὁ πα­πᾶς δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο μπρο­στά στήν Ὡ­ραί­α Πύ­λη, πή­γαι­νε, γο­νά­τι­ζε κά­τω ἀ­πό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί ἔ­βα­ζε τό πε­τρα­χή­λι πά­νω στό κε­φά­λι της. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, φι­λοῦ­σε τό πε­τρα­χή­λι, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τό χέ­ρι τοῦ πα­πᾶ μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια.

Ἐ­πει­δή λι­πο­θυ­μοῦ­σε καί μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τῆς ἔ­λε­γαν με­ρι­κές γυ­ναῖ­κες νά στα­μα­τή­ση νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­ται ἐ­πει­δή τήν ἔ­πια­ναν, ὅ­πως ἔ­λε­γαν, τά κε­ριά, τό λι­βά­νι καί δέν εἶ­χε κα­θα­ρό ἀ­έ­ρα ἀλ­λά αὐ­τή τούς ἀ­παντοῦ­σε:

«Ἐ­μέ­να καί νά μέ σκο­τώ­σε­τε, δέν μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νά μέ βγά­λη μέ­σα ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ Θε­οῦ, θά πη­γαί­νω καί ἂς πε­θά­νω».

Ἀλ­λά οἱ δο­κι­μα­σί­ες τοῦ Ἰ­ώβ δέν ἔ­χουν τε­λει­ω­μό γιά τήν Βάγια. «Ὅν ἀ­γα­πᾷ Κύ­ριος παι­δεύ­ει, μα­στι­γοῖ δέ πάντα υἱ­όν ὅν πα­ρα­δέ­χε­ται»[2].

Μί­α ἡ­μέ­ρα στό σχο­λεῖ­ο ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἔ­παι­ζε μέ μιά μπάλ­λα λε­ρω­μέ­νη καί μο­λύν­θη­κε. Ὅταν ἦρ­θε στό σπί­τι δέν τό εἶ­πε στήν μάν­να του γι­ά νά τό λού­ση, ἀλ­λά ξά­πλω­σε τό βρά­δυ κά­τω στρω­μα­τσά­δα μα­ζί μέ τά ἄλ­λα παι­διά καί τό πρωΐ ξύ­πνη­σαν τά παι­διά της ὅ­λα μέ σπυ­ριά στό κε­φά­λι. Ἀ­πό τήν στε­νο­χώ­ρια της μό­λις τά εἶ­δε, ἔ­πα­θε ἰ­σχυ­ρό νευ­ρι­κό κλο­νι­σμό. Στε­νο­χω­ρή­θη­κε τό­σο πο­λύ πού δέν ἄντε­ξε, ξα­ναρ­ρώ­στη­σε καί γι᾿ αὐ­τό τήν ἔ­στει­λαν στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τά παι­διά της τέ­λος τά ἔ­στει­λαν στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο Συγ­γροῦ ὅ­που καί θε­ρα­πεύ­τη­καν, ἀλ­λά ὅ­ταν γύ­ρι­σαν στό χω­ριό μέ τά λί­γα μαλ­λά­κια τους ὅ­λοι τά ἀ­πέ­φευ­γαν ἀ­κό­μη καί οἱ συγ­γε­νεῖς γι­ά νά μήν κολ­λή­σουν. Κα­νέ­νας δέν ἄ­νοι­ξε τό σπί­τι τους νά πά­ρη τά παι­διά πα­ρά μό­νο μί­α ξα­δέλ­φη της (τοῦ Θω­μᾶ Χρη­στιᾶ ἡ μάν­να) τά πῆ­ρε καί τά φρόντι­σε μέ ἀ­γά­πη ὥ­σπου νά ἔρ­θη ἡ μάν­να τους.

Νέ­α ὅ­μως φουρ­τού­να ξε­σπά­ει ἐ­πά­νω της. Εἶ­χε γεν­νη­θῆ καί τό τέ­ταρ­το παι­δί της, ἡ Ἑ­λε­νί­τσα. Θά ἦ­ταν μέ­χρι δύ­ο χρό­νων. Ἡ μάν­να ἔ­λει­πε καί πά­λι ἄρ­ρω­στη στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο. Ἡ Φω­τει­νή, ἡ με­γά­λη ἀ­δελ­φή πού θά ἦ­ταν καί αὐ­τή 5–6 χρό­νων, ἐ­κτε­λοῦ­σε χρέ­η μάν­νας, νοι­κο­κυ­ρᾶς καί φρόντι­ζε καί τήν μι­κρή. Ἐ­κεῖ πού τό εἶ­χε στήν κού­νια καί τό κου­νοῦ­σε, αὐ­τό ἔ­κλαι­γε συ­νέ­χεια. Τό τά­ϊ­σε ἀλ­λά αὐ­τό πά­λι ἔ­κλαι­γε. Τέ­λος στα­μά­τη­σε τό κλά­μα καί νό­μι­σε ὅ­τι τό μω­ρό ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε. Ἀρ­γό­τε­ρα ἦρ­θε ἡ νου­νά τῆς Ἑ­λε­νί­τσας γι­ά νά δῆ τί κά­νει˙ τό κοι­τά­ζει, τό πιά­νει ἀλ­λά τό μι­κρό εἶ­χε πε­θά­νει. Σάν ἀγ­γε­λου­δά­κι ἔ­φυ­γε γι­ά τούς οὐ­ρα­νούς.

Ἀ­φοῦ τήν θά­ψα­νε, ἀρ­γό­τε­ρα πῆ­γε ὁ σύ­ζυ­γός της νά πα­ρα­λά­βη τήν Βά­για ἀ­πό τήν Ἡ­γου­με­νί­τσα. Μέ τά πό­δια πῆ­γε καί μέ τά πό­δια γύ­ρι­σαν στό χω­ριό, βου­νό–βου­νό ἡ­μέ­ρες πο­δα­ρό­δρο­μο. Στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τήν εἶ­χαν πε­ρι­ποι­η­θῆ. Ἔ­φα­γε λί­γο κα­λό φα­γά­κι καί πῆ­ρε ἐ­πά­νω της, ὅ­ταν δέ γύ­ρι­σε στό χω­ριό ἦ­ταν πο­λύ ὄ­μορ­φη, ὅ­πως τούς φά­νη­κε. Αὐ­τή ὅ­μως μέ ἀ­γω­νί­α καί ἀ­νη­συ­χί­α ζη­τοῦ­σε νά δῆ τό παι­δί. Ὁ πα­τέ­ρας τήν ξε­γε­λοῦ­σε προ­σπα­θώντας νά μήν τῆς πῆ τό δυ­σά­ρε­στο καί θλι­βε­ρό ἀλ­λά τῆς ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­ναι στούς παπ­ποῦ­δες στήν Φι­λιπ­πιά­δα. Ἔ­τρε­ξε ἐ­κεῖ ὅπου ἔ­μα­θε τήν ἀ­λή­θεια ὅ­τι πέ­θα­νε ἡ Ἑ­λε­νί­τσα, καί εἶ­πε: «Ἄ! κα­λά τό εἶ­χα δεῖ ἐ­γώ στόν ὕ­πνο ὅ­τι πέ­θα­νε τό παι­δί μου καί σεῖς μέ ξε­γε­λά­σα­τε!».

Τήν ἔ­κλαι­γε ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τα. Καί ὅ­ταν τῆς ἔ­λε­γαν φτά­νει πι­ά, πέ­ρα­σαν τό­σα χρό­νια, ἀ­παντοῦ­σε: «Ἡ μάν­να πο­τέ δέν ξε­χνά­ει τό παι­δί της ὅ­σα χρό­νια καί ἂν πε­ρά­σουν».

Πα­ρά τίς τό­σες με­γά­λες φουρ­τοῦ­νες πού εἶ­χε πε­ρά­σει στήν ζω­ή της, δέν ἤ­θε­λε νά δεί­χνη τόν πό­νο της καί ἔ­κρυ­βε μέ­σα της τόν με­γά­λο σταυ­ρό πού σή­κω­νε. Δέν ἤ­θε­λε νά τήν λυ­ποῦνται καί νά τήν πα­ρη­γο­ροῦν γι᾽ αὐ­τό καί συμ­με­τεῖ­χε σ᾽ ὅ­λες τίς χα­ρές καί τίς λύ­πες τοῦ χω­ριοῦ.

Στούς γά­μους πή­γαι­νε πάντο­τε πρώ­τη μέ τό δῶ­ρο της. Ὅταν τῆς ἔ­λε­γαν, «βρέ Γι­ώρ­γαι­να, τί τό θέ­λεις ἐ­σύ τό δῶ­ρο, φτω­χειά γυ­ναῖ­κα, ἐ­σέ­να κα­νέ­νας δέν σέ πα­ρε­ξη­γεῖ», τό­τε αὐ­τή ἔ­λε­γε: «Ὄ­χι, ἡ φτώ­χεια, φτώ­χεια καί ὁ γά­μος, γά­μος. Εἶ­ναι ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ἐ­γώ ἂς μήν ἔ­χω νά φά­ω, τό δῶ­ρο μου θά τό πά­ω καί θά τούς εὐ­χη­θῶ».

Καί ὄ­χι μό­νο πή­γαι­νε ἀλ­λά καί ἔ­σερ­νε πρώ­τη τόν χο­ρό καί τρα­γου­δοῦ­σε. Χό­ρευ­ε πο­λύ ὡ­ραῖ­α, τούς πα­ρα­δο­σια­κούς χο­ρούς τοῦ χω­ριοῦ καί ὅ­λοι δέν πί­στευ­αν στά μά­τια τους, πῶς μί­α γυ­ναῖ­κα μέ τό­σα βά­σα­να εὕρι­σκε τό κου­ρά­γιο καί νι­κοῦ­σε τόν ἑαυ­τό της.

Ἐ­πί­σης τῆς ἄ­ρε­σαν πο­λύ οἱ γι­ορ­τές πού γί­νο­νταν στό Σχο­λεῖ­ο. Πή­γαι­νε μέ λα­χτά­ρα νά ἀ­κού­ση τά παι­διά πού ἔ­λεγαν τά ποι­ή­μα­τα στίς Ἐ­θνι­κές Ἑ­ορ­τές, πού ἔπαι­ζαν τά δρά­μα­τα καί τρα­γου­δοῦ­σαν.

Ὅ­λη της ὅ­μως ἡ ψυ­χή καί ἡ καρ­διά ἦ­ταν δο­σμέ­νη στήν Ἐκ­κλη­σί­α, στίς γι­ορ­τές καί στά πα­νη­γύ­ρια πού γί­νονταν στά δι­ά­φο­ρα ἐ­ξωκ­κλή­σια τοῦ χω­ριοῦ: Στήν Πα­να­γί­α στό Κα­στρί, στήν ἁ­γί­α Μα­ρί­να, στήν ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή, στήν ἁ­γί­α Σο­φί­α, στόν προ­φή­τη Ἠ­λί­α, στήν Πα­να­γιά τοῦ Λα­πό­βου, στόν ἅ­γιο Δη­μή­τριο στήν Φι­λιπ­πιά­δα κ.ἄ.

Ἐ­κεῖ ὅ­μως ὅ­που ἔ­λαμ­πε ἀ­πό χα­ρά ἦ­ταν τά Χρι­στού­γεν­να, στήν γι­ορ­τή τοῦ γυι­οῦ της, καί τήν Μ. Ἑ­βδο­μά­δα, ὅ­ταν ἄρ­χι­ζε τίς ἑ­τοι­μα­σί­ες γι­ά τήν Λα­μπρή, τό Πά­σχα.

Κάποιο ἔτος ἔ­στει­λε τόν μι­κρό της γυι­ό νά κό­ψη κόκ­κι­να τρι­αντά­φυλ­λα ἀ­πό τίς τρι­αντα­φυλ­λι­ές γι­ά νά τά πᾶ­νε στόν Ἐ­πι­τά­φιο τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή. Πη­γαί­νο­ντας γιά τήν Ἐκκλησία ὁ μι­κρός ἀ­πό ἀ­φέ­λεια τά μύ­ρι­σε. Τό­τε ἀ­μέ­σως τοῦ δί­νει μί­α–δυ­ό στά χέ­ρια καί τοῦ λέ­γει: «Μήν τά μυ­ρί­ζης, παι­δί μου, δέν κά­νει. Θά τά πᾶ­με στόν Χρι­στό τά τρι­αντά­φυλ­λα καί πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­μύ­ρι­στα, κα­θα­ρά καί ἁ­γνά. Γρή­γο­ρα, πέ­τα­ξέ τα καί τρέ­ξε νά κό­ψης ἄλ­λα».

Καί στόν Ἐ­πι­τά­φιο ἂν δέν περ­νοῦ­σαν τρεῖς φο­ρές σταυ­ρω­τά κά­τω ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι μπου­σου­λώ­ντας τά παι­διά της γι­ά νά πά­ρουν εὐ­λο­γί­α, δέν τά ἄ­φη­νε νά βγοῦ­ν ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἦ­ταν στορ­γι­κή καί πο­λύ τρυ­φε­ρή μάν­να για­τί εἶ­χε πο­νέ­σει πο­λύ γι­ά τά παι­διά της. Γι᾽ αὐ­τά μέ χα­ρά ἐστε­ρεῖ­το τά πάντα, μό­νο ἤ­θε­λε νά τά ἔ­χη κοντά της.

Ἡ αὐ­το­θυ­σί­α της ἦ­ταν με­γά­λη. Ὅ­ταν τήν πή­γαι­ναν στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, κα­θό­ταν λί­γο και­ρό, μό­λις δέ δυ­νά­μω­νε λί­γο καί ἔ­νι­ω­θε τόν ἑ­αυ­τό της κα­λύ­τε­ρα, δέν μπο­ροῦ­σε κα­νέ­νας νά τήν κρα­τή­ση μέ­σα, οὔ­τε για­τροί οὔ­τε νο­σο­κό­μες. «Θά φύ­γω», ἔ­λε­γε, «θά πά­ω στά παι­διά μου, μ᾽ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη». Ἔφευγε καί ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τήν Φι­λιπ­πιά­δα μέ τά πό­δια. Νύ­χτα ἔ­φτα­νε, χτύ­πα­γε νά τῆς ἀ­νοί­ξου­ν καί τή νό­μι­ζαν φάντα­σμα.

Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ξε­πέ­ρα­σε τε­λεί­ως τόν ἑ­αυ­τό της ἦ­ταν ἡ μέ­ρι­μνά της γι­ά τά κο­ρί­τσια της. Προ­αι­σθα­νό­ταν τόν θά­να­τό της καί ζοῦ­σε μέ­ρα–νύ­χτα σχε­δόν μέ τήν μνή­μη τοῦ θα­νά­του. Ἤ­θε­λε προ­τοῦ πε­θά­νη νά ἔ­χη τα­κτο­ποι­ή­σει τά προι­κιά τῶν κο­ρι­τσι­ῶν.

«Ὅ­ταν κλεί­σω τά μά­τια μου», ἔ­λε­γε, «θέ­λω τά παι­διά τῆς Βά­γιας νά τά ἔ­χουν ὅ­λα, νά μή τούς λεί­πη τί­πο­τα». Εἶ­χε πο­λύ φι­λό­τι­μο καί με­γά­λη λε­πτό­τη­τα μέ εὐ­αι­σθη­σί­α στίς ὑ­πο­χρε­ώ­σεις της. Ἔ­τσι μ᾽ αὐ­τήν τήν ἀ­γω­νί­α καί τήν μέ­ρι­μνα εἶ­χε κα­τα­δι­κά­σει τόν ἑ­αυ­τό της σχε­δόν σέ ἀ­σι­τί­α γι­ά νά μπο­ρέ­ση νά κά­νη λί­γες οἰ­κο­νο­μί­ες γι­ά τά παι­διά της. Τῆς εἶ­χαν βγά­λει μί­α συντα­ξού­λα ὡς ἄρ­ρω­στη πού ἦ­ταν. Μό­λις ἔ­παιρ­νε τήν συντα­ξού­λα της πή­γαι­νε κατ᾽ εὐ­θεῖ­αν καί ἀ­γό­ρα­ζε νή­μα­τα. Κα­θό­ταν ὕ­στε­ρα ὧ­ρες καί χτυ­ποῦ­σε στόν ἀρ­γα­λει­ό γι­ά νά ὑ­φά­νη τά προι­κιά τῶν κο­ρι­τσιῶν της πού καί χορ­τᾶ­τος νά εἶ­ναι κα­νείς δέν ἀντέ­χει καί πο­λύ.

Ἡ Βαΐα σέ ἡλικία 35 ἐτῶν

Τά χέ­ρια της δού­λευ­αν πάντα ἀ­στα­μά­τη­τα. Στόν δρό­μο πού πή­γαι­νε γι­ά τό χω­ρά­φι, κρα­τοῦ­σε τίς γί­δες καί συγ­χρό­νως ἔ­πλε­κε καί καμ­μιά φα­νέλ­λα ἢ ἔ­γνε­θε μέ τήν ρό­κα της.

Ἂν καί ἦ­ταν πο­λύ φτω­χειά, εἶ­χε πο­λύ κα­λή καρ­διά καί ἀ­γα­ποῦ­σε νά δί­νη ἐ­λε­η­μο­σύ­νες ὅ­σο μπο­ροῦ­σε. Πάντα ἀπ᾽ αὐ­τά πού εἶ­χε πρῶ­τα ξε­χώ­ρι­ζε ἕ­να με­ρί­διο καί τό ἔ­στελ­νε σέ δι­ά­φο­ρες οἰ­κο­γέ­νει­ες, καί ἂς εἶ­χε αὐ­τή με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­νάγ­κη ἀπ᾽ αὐ­τές. Εἶ­χαν ἕ­να μι­κρό χω­ρα­φά­κι κά­τω ἀ­πό τό Κα­στρί τό Μο­να­στή­ρι, ὅ­που φύ­τευ­αν ὅ­λα τά κα­λο­και­ρι­νά. Πή­γαι­νε νά τά πο­τί­ση μί­α ὥ­ρα δρό­μο μέ τό ἄ­λο­γο. Μά­ζευ­ε τά κη­πευ­τι­κά καί μέ­χρι νά τά πά­η στό σπί­τι της τά πε­ρισ­σό­τε­ρα τά μοί­ρα­ζε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τη, ὅ­μως δί­δα­σκε πράτ­του­σα καί προ­σπα­θοῦ­σε νά με­τα­δώ­ση στά παι­διά της τό πνεῦ­μα τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Μί­α φο­ρά κρε­μά­στη­κε μί­α γί­δα τους ἐ­κεῖ πού βο­σκοῦ­σε στά βρά­χια, ἀλ­λά πρό­λα­βε ὁ γεί­το­νας καί τήν ἔ­σφα­ξε. Τό­τε παίρ­νει σχε­δόν τήν μι­σή γί­δα, τήν βά­ζει σ᾽ ἕ­να σακ­κί καί τήν πη­γαί­νει σέ μί­α ξα­δέλ­φη τοῦ συ­ζύ­γου της. Ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τή πο­λύ συ­χνά τήν πρό­σβαλ­λε καί τήν πί­κραι­νε μέ τήν στά­ση της, δι­ό­τι ἤ­θε­λε νά ἀ­να­κα­τεύ­ε­ται στά οἰ­κο­γε­νεια­κά της. Ἐ­κεί­νη τό­τε συγ­κι­νή­θη­κε καί ἄλ­λα­ξε συ­μπε­ρι­φο­ρά.

Ἐ­κεῖ ὅ­μως πού ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χη, ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μέ τούς ἄλ­λους. Ὅ­λους στό χω­ριό τούς ἀ­γα­ποῦ­σε καί συ­νή­θι­ζε πρώ­τη αὐ­τή, σάν νά ἦ­ταν μι­κρό­τε­ρη, νά χαι­ρε­τᾶ.

Ἦ­ταν ντυ­μέ­νη πάντα στά μαῦ­ρα ἀ­πό τά τριά­ντα της χρό­νια. Εἶ­χε ἐ­πά­νω της μί­α πη­γαί­α γλυ­κειά εὐ­γέ­νεια, μέ σε­βα­σμό πρός τούς ἄλ­λους καί εὐ­λά­βεια στά θεῖα.

Τε­λευ­ταῖ­α ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό λευ­χαι­μί­α. Συ­χνά ἔ­κα­νε ἐμ­ε­τούς. Ὅ,τι ἔ­τρω­γε τό ἔ­βγα­ζε καί ἡ κοι­λιά της πρη­ζό­ταν. Αὐ­τό φαί­νε­ται τό εἶ­χε χρό­νια πού τήν βα­σά­νι­ζε καί ἐ­πη­ρέ­α­ζε καί τήν ὅ­λη ὑ­γεί­α της γι᾿ αὐτό εἶ­χε με­γά­λη ἀ­δυ­να­μί­α στόν ὀρ­γα­νι­σμό της. Τήν ἔστει­λαν πρῶ­τα στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τῆς ἁ­γί­ας Ὄλ­γας στή Ν. Ἰ­ω­νί­α. Ὕ­στε­ρα νο­ση­λεύ­τη­κε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο τοῦ ἁ­γί­ου Σάβ­βα στήν Ἀ­θή­να. Οἱ για­τροί τῆς εἶ­χαν πεῖ νά πη­γαί­νη κά­θε ἕ­ξι μῆ­νες γι­ά ἐ­ξε­τά­σεις, νά τρώ­η κα­λά, νά ξε­κου­ρά­ζε­ται καί νά μή στε­νο­χω­ρι­έ­ται. Μό­λις ὅ­μως γύ­ρι­ζε στό σπί­τι ρι­χνό­ταν στίς δου­λει­ές τοῦ σπι­τιοῦ, στά ζῶ­α, στά χω­ρά­φια, στήν σπο­ρά, στό θέ­ρος, στό νοι­κο­κυ­ριό. Ἡ ἀρ­ρώ­στια ὅ­μως μέ­σα της δού­λευ­ε σι­γά–σι­γά καί τήν ἐ­ξα­σθέ­νι­ζε ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Ἐ­κτός ἀ­πό τίς πολ­λές ἀρ­ρώ­στι­ες καί τά βά­σα­νά της ἡ Βά­για εἶ­χε καί πό­λε­μο ἀ­πό τόν δι­ά­βο­λο. Μιά ἡ­μέ­ρα κα­τά τό με­ση­μέ­ρι εἶ­δε ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς τόν δι­ά­βο­λο πού πῆ­γε νά τήν γκρε­μί­ση κά­τω ἀ­πό τό ἄ­λο­γο, ἀλ­λά ἡ Πα­να­γί­α τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τήν προ­στά­τευ­σε. Ἐ­κεῖ κοντά ἦ­ταν ἕ­να ἐ­ξωκ­κλή­σι τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Ἐ­λε­ού­σας. Γι᾿ αὐ­τό καί σ᾿ ὅ­λη τήν ζω­ή της, ὅ­ταν περ­νοῦ­σε ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό ση­μεῖ­ο, ξε­πέ­ζευ­ε ἀ­πό τό ἄ­λο­γο, πή­γαι­νε ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη νά ἀ­νά­ψη τά καντή­λια καί νά εὐ­χα­ρι­στή­ση τήν Πα­να­γί­α.

Γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά πῆ­γε στήν Πα­να­γί­α στό Κα­στρί, τόν Δε­κα­πενταύ­γου­στο. Με­τά τόν Ἑ­σπε­ρι­νό ἔ­πια­σε ἀ­πό τό χέ­ρι τόν γυι­ό της καί ρω­τοῦ­σε: «Δέν μοῦ λές, παι­δί μ᾽, ὅ­λα αὐ­τά ἐ­δῶ πού δεί­χνουν ψη­λά στούς τοί­χους τά κά­ναν στούς Ἁ­γί­ους; Τό­σα μαρ­τύ­ρια καί βα­σα­νι­στή­ρια!». Κοί­τα­ζε τά πα­ρα­στα­τι­κά μαρ­τύ­ρια τῶν Ἁ­γί­ων κά­νοντας τόν σταυ­ρό της καί ἔ­λε­γε ὡς συ­νή­θως. «Μέ­γας Κύ­ρι­ε, Μέ­γας Κύ­ρι­ε, ἥ­μαρ­τον, Χρι­στέ μου». Ποι­ός ξέ­ρει τί αἰ­σθα­νό­ταν ἡ ψυ­χή της! Τούς συμ­πο­νοῦ­σε για­τί καί ἡ δι­κή της ἡ ζω­ή ἦ­ταν ἕ­να συ­νε­χές μαρ­τύ­ριο.

Ὕ­στε­ρα ἀ­πό μι­σό χρό­νο ἔμ­παι­νε καί ἡ ἴ­δια στό τε­λευ­ταῖ­ο στά­διο τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου της. Οἱ ἐ­με­τοί συ­νέ­χεια αὐ­ξά­νονταν καί αὐ­τή εἶ­χε γί­νει ἀ­δύ­να­τη σάν φτε­ρό, ὥ­σπου μί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Μαρ­τί­ου φώ­να­ξαν τόν τα­ξιτ­ζῆ τοῦ χω­ριοῦ, ἕ­να πο­νό­ψυ­χο ἄν­θρω­πο, τόν Τά­κη Μη­λι­ώ­νη, γι­ά νά τήν πά­η στήν Ἀ­θή­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο.

Κοί­τα­ζε γύ­ρω–γύ­ρω σάν νά τά ἔ­βλε­πε γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά καί ἔ­λε­γε: «Θά γυ­ρί­σω πί­σω ζωντα­νή;». Μᾶλ­λον ἔ­δι­νε κου­ρά­γιο μό­νη της στόν ἑ­αυ­τό της δι­ό­τι τό ἤ­ξε­ρε πο­λύ κα­λά ὅ­τι θά ἀ­να­χω­ροῦ­σε γι­ά τόν οὐ­ρα­νό. Γι᾽ αὐ­τό καί πο­λύ και­ρό πρίν εἶ­χε πε­ρά­σει καί εἶ­χε χαι­ρε­τή­σει τό σό­ϊ της.

Στήν Ἀ­θή­να πού τήν πῆ­γε ὁ τα­ξιτ­ζῆς, μό­νη της καί ἀ­συ­νό­δευ­τη συ­νάντη­σε καί πά­λι τήν ἀ­πο­νιά, ὅ­μως τώ­ρα γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Κα­νέ­να σπί­τι συγ­γε­νι­κό δέν ἄ­νοι­ξε νά τήν δε­χτῆ γι­ά λί­γο, νά ζε­στα­θῆ ἡ ψυ­χού­λα τῆς πο­λύ­πα­θης Βά­γιας. Ὁ τα­ξιτ­ζῆς τήν πῆ­γε ἀ­πό κα­λω­σύ­νη, μέ δι­κή του πρω­το­βου­λί­α, στό Λα­ϊ­κό Νο­σο­κο­μεῖ­ο στό Γου­δί, ἄ­γνω­στη σέ ἀ­γνώ­στους καί τήν ἔβα­λαν σ᾽ ἕ­να διά­δρο­μο σέ ρά­ντζο.

Τό­τε εἰ­δο­ποι­ή­θη­κε ὁ γυι­ός της καί πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο νά τήν δῆ. Ὁ για­τρός τοῦ εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νά κά­νη ἐγ­χεί­ρη­ση καί τοῦ ζή­τη­σε 50.000 δρχ. Τό πο­σό ἦ­ταν πο­λύ με­γά­λο καί δέν εἶ­χαν νά δώ­σουν τό­σα χρή­μα­τα, γι᾽ αὐτό ἡ ἐγ­χεί­ρη­ση δέν ἔγι­νε. Ἔ­ζη­σε μί­α ἑ­βδο­μά­δα μό­νο καί ἐ­κοι­μή­θη. Ἐ­κεῖ ἄ­φη­σε τό χι­λι­ο­βα­σα­νι­σμέ­νο κορ­μά­κι της ἐ­νῶ ἡ ψυ­χού­λα της φτε­ρού­γι­σε καί πέ­τα­ξε ἀ­νά­λα­φρη στούς οὐ­ρα­νούς, στο­λι­σμέ­νη μέ τό στε­φά­νι τῆς πί­στε­ως, τῆς τα­πει­νώ­σε­ως καί τῆς ὑ­πο­μο­νῆς. Στα­μά­τη­σε πι­ά γι᾽ αὐ­τήν ὁ πό­νος, ἡ θλί­ψη καί ὁ στε­ναγ­μός, πού ἦ­ταν οἱ πι­ό ἀ­γα­πη­μέ­νοι σύντρο­φοί της σ᾽ ὅ­λη της τήν ζω­ή. Ἐκοι­μή­θη στίς 10 Μαρ­τί­ου τοῦ 1974, σέ ἡ­λι­κί­α 47 ἐ­τῶν.

Ἡ κη­δεί­α ἔ­γι­νε στό χω­ριό. Ὅ­λες οἱ καρ­διές συ­μπό­νε­σαν τήν πιό φτω­χή, τήν πιό πο­νε­μέ­νη, τήν πιό βα­σα­νι­σμέ­νη καί τήν πιό ἀ­γα­πη­μέ­νη γυ­ναῖ­κα τοῦ χω­ριοῦ. Κα­νέ­νας δέν εἶ­χε οὔ­τε τό πα­ρα­μι­κρό πα­ρά­πο­νο ἐνα­ντί­ον της.

Ὁ πα­πᾶς τοῦ χω­ριοῦ, πού πο­τέ δέν μι­λοῦ­σε σέ κη­δεῖ­ες, μί­λη­σε στήν κη­δεί­α τῆς Βά­γιας καί εἶ­πε πολ­λά ἐ­παι­νε­τι­κά γι᾽ αὐτήν.

Ἡ πα­ρου­σί­α της ἔ­χει μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη. Γι­ά πολ­λά χρό­νια οἱ γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ, ὅ­ταν συ­ναντοῦ­σαν τά παι­διά της, ρω­τοῦ­σαν: «Ἄ, παι­δά­κι μου, σύ εἶ­σαι τό παι­δί τῆς Βά­γιας;», καί ἔ­κλαι­γαν.

Ἡ Βά­για ὅσο ζοῦ­σε με­ρι­κές φο­ρές μι­λοῦ­σε λί­γο πα­ρά­ξε­να, προ­έ­λε­γε κά­ποι­α πράγ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νια γί­νο­νταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τό­τε θυ­μοῦ­νταν τά λό­για της.

Ἀρ­κε­τό και­ρό πρίν ἀ­πό τόν θά­να­τό της εἶ­χε κά­τι προ­αι­σθαν­θῆ καί γι᾽ αὐ­τό εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό τό σό­ϊ της νά τούς χαι­ρε­τή­ση. «Φεύ­γω, ἐ­γώ θά φύ­γω θά πά­ω νά ἀντα­μώ­σω τήν για­γιά μας, τί θέ­λε­τε νά τῆς πῶ;».

Μί­α ἑ­βδο­μά­δα πρίν πά­η γι­ά τό Νο­σο­κο­μεῖ­ο στήν Ἀ­θή­να, πῆ­γε στήν ἀ­δελ­φή της τήν Ἀ­θη­νᾶ πού ἐργαζόταν στίς ἐ­λι­ές στό χω­ρά­φι, καί τῆς λέ­ει ἡ Ἀ­θη­νᾶ: «Για­τί ἔ­κα­νες τό­σο κό­πο καί ἦρ­θες ἐ­δῶ κά­τω στό χω­ρά­φι;», καί τῆς ἀ­παντά­ει: «Ἔ, πῶς νά μήν ἔρ­θω νά χαι­ρε­τή­σω τήν ἀ­δερ­φή μου; Ἀ­θη­νᾶ, γι­ά μέ­να πά­ει, τε­λεί­ω­σε τό πα­νη­γύ­ρι, σέ μιά βδο­μά­δα θά πε­θά­νω».

Ὅ­ταν ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της ἦ­ταν μι­κρό, εἶ­χε πε­ρά­σει ἀ­πό τό χω­ριό ἕ­νας Δε­σπό­της. Στό σπί­τι ἐ­κεῖ πού ἔτρω­γα­ν καί τό παι­δά­κι πι­ό πέ­ρα ἔ­παι­ζε, ση­κώ­νε­ται καί λέ­γει σέ ἕ­να συγ­γε­νῆ της: «Ἄχ, βρέ Σταῦ­ρε, νά μοῦ ἔ­δι­νε καί ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά μου νά γί­νη ἄν­θρω­πος δι­κός του, ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στήν Ἐκ­κλη­σί­α».

Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α της καί ἡ εὐ­χή της ἔ­γι­ναν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.Ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νια τό παι­δί της αὐ­τό ἐ­πέ­λε­ξε τήν μο­να­χι­κή ζω­ή.

Σέ κά­ποι­ο συγ­γε­νῆ της μί­α φο­ρά εἶ­χε πεῖ: «Ὅ­ταν βγῆς στήν σύντα­ξη θά χω­ρί­σεις», καί πράγ­μα­τι χώ­ρι­σε καί ἔ­λε­γε μέ θαυ­μα­σμό ὅ­τι εἶ­χε χά­ρι­σμα ἡ Βά­για.

Σ᾽ ἕ­να ἀ­πό τά παι­διά της πού τήν εἶ­χε πι­κρά­νει πο­λύ, ἐ­πει­δή καί πο­λύ τό ἀ­γα­ποῦ­σε, ἐ­πά­νω στόν πό­νο της τοῦ εἶ­χε πεῖ: «Δέν θέ­λω νά βγά­λης τό ὄ­νο­μά μου καί οὔ­τε τό ὄ­νο­μα Βά­για νά ἀ­κού­σης».

Πράγ­μα­τι αὐ­τός στήν κό­ρη του δέν ἔ­δω­σε τό ὄνο­μα τῆς μάν­νας του ἀλ­λά καί ὅ­ταν ἦ­ταν κα­λε­σμέ­νος στά βα­φτί­σια τῆς κό­ρης τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του ξαφ­νι­κά μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ταν ἄρ­χι­σε τό μυ­στή­ριο, ὁ γυι­ός του κά­τι ἔ­πα­θε σάν πυ­ρε­τό, σάν ρῖ­γος, τόν ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω καί τόν πῆ­γα­ν στόν για­τρό. Ὅ­ταν γύ­ρι­σε, τό μυ­στή­ριο εἶ­χε τε­λει­ώ­σει καί δέν εἶ­χε ἀ­κού­σει τό ὄ­νο­μα Βά­για πού ἔ­δω­σαν στό κο­ρι­τσά­κι. Καί τό­τε θυ­μή­θη­κε τήν πρόρ­ρη­ση τῆς μάν­νας του.

Ὁ Θε­ός νά ἀ­να­παύ­ση τήν ψυ­χή τῆς πο­λύ­πα­θης Βά­γιας στήν βα­σι­λεί­α Του, χα­ρί­ζοντάς της ἀντί τῶν προ­σκαί­ρων θλί­ψε­ων πού ὑ­πέ­μει­νε τήν αἰ­ώ­νιον ζω­ήν. Ἀ­μήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου