Σελίδες

19 Δεκεμβρίου 2019

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιδ΄. Τατιανή Σαββίδου

Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’

Η ἀ­εί­μνη­στη Τα­τια­νή Σαβ­βί­δου γεν­νή­θηκε τό ἔ­τος 1905 στό Κάρς τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της ἦ­ταν πο­λυ­με­λής καί ἐκ πα­ρα­δό­σε­ως πι­στή καί εὐ­λα­βής. Λό­γῳ τοῦ Ρωσ­σοτουρ­κι­κοῦ πο­λέ­μου ἀ­να­γκά­στη­καν νά κα­τα­φύ­γουν στά μέ­ρη τῆς Οὐ­κρα­νί­ας. Ἐ­κεῖ ἡ Τα­τια­νή τε­λεί­ω­σε τό Δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο καί ἔ­μα­θε ρωσ­σι­κά ἄ­πται­στα. Ὅ­ταν ὅ­μως ἐ­πε­κρά­τη­σαν οἱ κομ­μου­νι­στές, ἦλ­θε ἡ οἰ­κο­γέ­νειά της στήν Ἑλ­λά­δα τό ἔ­τος 1922. Ἡ Τα­τια­νή ἦ­ταν τό­τε πε­ρί­που 17 ἐ­τῶν. Ὁ πρῶ­τος τό­πος πού στάθ­μευ­σαν ἦ­ταν ἡ Μα­κρό­νη­σος ὅ­
που τούς κρά­τη­σαν σέ «κα­ραντί­να». Ἐ­κεῖ ἀ­πε­βί­ω­σαν οἱ γο­νεῖς της καί τά ἀ­δέλ­φια της. Αὐ­τή μέ τά δυ­ό με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέρ­φια πού ἐ­πέ­ζη­σαν με­τά ἀ­πό πε­ρι­πέ­τει­ες δυό μη­νῶν σέ διά­φο­ρα μέ­ρη τῆς Ἑλ­λά­δος, ἦρ­θαν στήν Πτο­λε­μα­ΐ­δα. Παντρεύ­τη­κε μέ τόν Ἡ­ρα­κλῆ Σαβ­βί­δη καί ὕ­στε­ρα ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν μο­νί­μως στήν Βέ­ροι­α. Ἀ­πέ­κτη­σαν δέ­κα παι­διά ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ἐ­πέ­ζη­σαν τά πέντε.

Στήν Βέ­ροι­α συν­δέ­θη­κε μέ Χρι­στι­α­νι­κές ἀ­δελ­φό­τη­τες καί μέ Πνευ­μα­τι­κό. Προ­σπα­θοῦ­σε ὅ,­τι ἄ­κου­γε στά κη­ρύγ­μα­τα ἢ δι­ά­βα­ζε στά βι­βλί­α, νά τό κά­νη πρά­ξη.

Ἡ Τα­τια­νή ἐ­ξω­τε­ρι­κῶς δέν εἶ­χε κά­τι τό ἐντυ­πω­σια­κό. Ἦ­ταν με­τρί­ου ἀ­να­στή­μα­τος μέ πρό­σω­πο ἰσχνό, ἀ­δύ­να­το καί «σῶ­μα ἀ­ρα­χνῶ­δες». «Τά χε­ρά­κια της ἦ­ταν σάν δυ­ό “τσά­κνα” (λε­πτά ξύ­λα). Ὅ­ταν τά σή­κω­νε γιά προ­σευ­χή ἔ­τσι φαί­νονταν». Ὅ­μως μέ­σα σ᾽ αὐ­τό τό σκε­λε­τω­μέ­νο σῶ­μα κρυ­βό­ταν μί­α ψυ­χή γε­μά­τη ἀ­πό τήν φλό­γα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἦ­ταν πλή­ρης πί­στε­ως καί ἀ­γά­πης πρός τόν Θε­ό. Ἔ­λε­γε συ­χνά: «Ἀ­γα­πῶ τόν Θε­ό». Πα­ρα­κι­νοῦ­σε πά­ντο­τε καί τούς γύ­ρω της μέ τήν φρά­ση τῆς ὑμνο­γρα­φίας: «Τέ­κνα, ἀ­γα­πᾶ­τε τόν Θε­όν καί μη­δέν ἀνταλ­λά­σσε­τε τῆς ἀ­γά­πης αὐ­τοῦ».

Χαι­ρό­ταν ὅ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ της τήν ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή καί ὅ­ταν ἔβλε­πε τά παι­διά της ἀ­πό νω­ρίς στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τά εἶ­χε δι­α­παι­δα­γω­γή­σει ἔτσι ὥ­στε νά μή χά­νουν τόν Ὄρ­θρο τῶν Κυ­ρια­κῶν καί ἑ­ορ­τῶν. Στίς 6.30΄ τό πρωΐ ξυ­πνοῦ­σαν νά ἑ­τοι­μα­σθοῦν γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀκό­μη καί τόν χει­μῶ­να μέ πο­λύ κρύ­ο. Ἡ ἴ­δια πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α πρίν ἀρ­χί­ση ὁ Ὄρ­θρος. Ἔ­πει­σε ἕ­να παι­δί της πού ἔ­μα­θε νά ψάλ­λη, νά θυ­σιά­ζη τό πο­δό­σφαι­ρο γι­ά νά πα­ρα­κο­λου­θῆ καί τούς Ἑ­σπε­ρι­νούς τοῦ Σαβ­βά­του.

Ἡ Τα­τια­νή ζοῦ­σε καί χαι­ρό­ταν τό μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας. Ἐ­κμυ­στη­ρεύ­θη­κε στόν γυιό της ὅ­τι τέ­τοι­α ἦ­ταν ἡ χα­ρά της κα­τά τήν θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὥ­στε ἂν κά­ποι­ος ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα τῆς ἔ­δι­νε μία μα­χαι­ριά στήν καρ­δί­α, δέν θά αἰ­σθα­νό­ταν τί­πο­τε. «Χα­ρά μου εἶ­ναι ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί ἡ με­γα­λύ­τε­ρη λύ­πη μου εἶ­ναι τό “δι᾽ εὐ­χῶν”», ἔ­λε­γε. Δη­λα­δή τήν λυ­ποῦ­σε τό ὅ­τι τε­λεί­ω­νε ἡ θεί­α Λει­τουρ­γί­α.

Ἡ Τα­τια­νή ζοῦ­σε καί ἔ­βλε­πε θεῖ­α γε­γο­νό­τα μέ­σα στήν Λει­τουρ­γί­α. Κά­πο­τε ὁ δι­ά­κο­νος τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί τώ­ρα ἐ­φη­μέ­ριος στούς ἁ­γί­ους Ἀ­ναρ­γύ­ρους π. Χρῆ­στος Βα­ρε­λᾶς δι­ε­ρω­τᾶ­το ἂν πράγ­μα­τι, ὅ­ταν ψέλ­νε­ται τό χε­ρου­βι­κό –«οἱ τά χε­ρου­βίμ μυ­στι­κῶς εἰ­κο­νί­ζοντες…»–πα­ρί­στανται ἀ­ο­ρά­τως Ἄγ­γε­λοι στήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα. Ὁ­πό­τε μί­α φο­ρά κα­τά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α ἄ­κου­σε πε­τάγ­μα­τα Ἀγ­γέ­λων καί αἰ­σθάν­θη­κε ὅ­τι τόν χτύ­πη­σαν φτε­ρά στήν πλά­τη. Αὐ­τό τό δι­η­γή­θη­κε στήν Τα­τια­νή καί ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­πε: «Ἔ! π. Χρῆ­στο. Δέν ξέ­ρεις ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι γύ­ρω μας; Ἐ­γώ πολ­λές φο­ρές ἐ­δῶ στόν ἁ­η–Γι­ώρ­γη ἔ­χω δεῖ καί Ἀγ­γέ­λους καί Ἁ­γί­ους».

Ἡ με­γά­λη της χα­ρά ἦ­ταν ἡ προ­σευ­χή. Ἔ­λε­γε ὅτι κα­τά τήν προ­σευ­χή της αἰ­σθα­νό­ταν μέ­σα της σκιρ­τή­μα­τα θεί­ας ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως. Κου­νώντας τό χέ­ρι της ἄλ­λη φο­ρά ἔ­λε­γε: «Τί νά σᾶς πῶ, παι­διά μου; Τί λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος; “Τῇ προ­σευ­χῆ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες”[1]. Καί ἐ­μεῖς δέν πρέ­πει νά εἴ­μα­στε ρά­θυ­μοι καί ὀ­κνη­ροί στήν προ­σευ­χή, νά μήν κου­ρα­ζώ­μα­στε εὔ­κο­λα. Δυ­στυ­χῶς ὁ κό­σμος μᾶς κά­νει νά ξε­χνοῦ­με πολ­λές φο­ρές τόν Θεό. Μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν οἱ βι­ο­τι­κές μέ­ρι­μνες γι᾿ αὐτό δέν κα­τορ­θώ­νου­με νά ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με λί­γο χρό­νο, πρωΐ καί βρά­δυ, γι­ά νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­σου­με μέ τόν Θεό, καί φε­ρό­μα­στε σάν τά ζῶα».

Ἐ­νῶ πε­ρι­στοι­χι­ζό­ταν ἀ­πό τά παι­διά της καί ἀ­πό πολ­λά ἐγ­γό­νια καί φρό­ντι­ζε γιά τό σπί­τι της, οὐ­δέ­πο­τε ὅμως ἄ­φη­σε τήν προ­σευ­χή καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἔ­λε­γε: «Θέ­λω ὅ­λοι νά μέ ξε­χά­σε­τε. Ἀ­φῆ­στε με μό­νη μέ τόν Θε­ό».

Ὅταν χτυποῦσε ἡ καμπάνα γιά Ἑσπερινό ἤ θεία Λειτουργία, ἡ Τατιανή ὅ,τι κι ἄν ἔκανε τό ἄφηνε γιά νά τρέξη στήν Ἐκκλησία. Κάποτε πού ἄρμεγε τήν ἀγελάδα καί ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ παράτησε τόν κουβᾶ μέ τό γάλα στή μέση τῆς αὐλῆς καί πῆγε γιά τόν Ἑσπερινό. Τό φυσιολογικό θά ἦταν νά τό εἶχαν πιῆ οἱ πολλές γάτες πού εἶχαν ἤ νά τό εἶχαν χύσει τά ἄλλα ζῶα. Ἐν τούτοις τό βρῆκε ἄθικτο ὅταν ἐπέστρεψε.

Ἀγαποῦσε καί εὐλαβεῖτο ἀπεριόριστα ὅλους τούς ἱερεῖς. Ποτέ της δέν κατέκρινε ἤ σχολίασε πράξεις ἱερέων. Ὅλους τούς ἔβλεπε καλούς καί ζητοῦσε τήν εὐχή τους. Συχνά ἔστελνε πρόσφορα σέ ἱερεῖς ἄλλων ἐνοριῶν. Καί οἱ ἱερεῖς τήν ἀγαποῦσαν καί τήν σέβονταν ἐξ αἰτίας τῆς ζωῆς της πού ἦταν δοσμένη στόν Θεό.

Ἡ ἴ­δια κά­θε πρωΐ πή­γαι­νε στήν Ἐκ­κλη­σί­α εἴ­τε εἶ­χε θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἴ­τε μό­νο Ὄρ­θρο. Τήν ἡ­μέ­ρα ἀ­πα­σχο­λεῖ­το μέ τίς δου­λει­ές τοῦ σπι­τιοῦ καί μέ τήν με­λέ­τη τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί πνευ­μα­τι­κῶν βι­βλί­ων. Τό ἀπό­γευ­μα πήγαινε στόν Ἑ­σπε­ρι­νό καί κα­θό­ταν στό να­ό τοῦ ἁγίου Γεωρ­γί­ου μέ­χρι τίς δυ­ό με­τά τά με­σά­νυ­χτα. Οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Πα­να­γί­ας Δε­ξιᾶς τῆς εἶ­χαν δώ­σει κλει­διά τοῦ να­οῦ. Προ­σευ­χό­ταν συ­νή­θως γο­να­τι­στή μέ ὑ­ψω­μέ­να τά χέ­ρια πρός τήν Πα­να­γί­α καί βυ­θι­ζό­ταν στήν προ­σευ­χή. Μί­α φο­ρά πού προ­κλή­θη­κε ἕ­νας ἰ­σχυ­ρός θό­ρυ­βος πί­σω ἀ­πό τήν εἰ­κό­να καί οἱ ἄλ­λοι τρό­μα­ξαν, ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή ἔ­μει­νε ἀ­τά­ρα­χη.

Κατά τήν ὥρα τῆς λατρείας ἦταν τελείως ἀφωσιωμένη στά τελούμενα. Στό “Ἄξιόν ἐστιν” ἦταν ὄρθια, σχεδόν στίς μύτες τῶν ποδιῶν της μέ τά χέρια ἀνοιχτά. Δέν ἀνεχόταν ἐκείνη τήν ὥρα νά βλέπη κάποια κοντά της νά κάθεται, καί ἀμέσως τήν ἔλεγε νά σηκωθῆ. Δέν παρεξηγεῖτο κανείς γιατί ὅλους τούς ἀγαποῦσε. Ἄλλες φορές κατά τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας ἔλεγε ὅτι αἰσθανόταν εὐωδία ἔντονη.

Προ­σευ­χό­ταν νο­ε­ρῶς, ἐπε­κα­λεῖ­το πολ­λούς Ἁ­γί­ους καί ἔ­κα­νε πα­ρα­κλή­σεις καί ὅ­λες τίς Ἀ­κο­λου­θί­ες. Αὐ­τό τό τυ­πι­κό της τό κρά­τη­σε καί στήν Κα­το­χή. Μία νύ­χτα, τό­τε πού ἦ­ταν φό­βος καί κίν­δυ­νος νά κυ­κλο­φο­ρῆς ἔξω στούς δρό­μους, ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή φεύ­γο­ντας ἀπό τό ναό γιά τό σπί­τι της εἶ­πε στόν ἅγιο Γε­ώρ­γιο: «Ἅγιε Γε­ώρ­γη μου, νά μέ πᾶς στό σπί­τι». Ἐνῶ βά­δι­ζε ἄκου­γε δί­πλα της βή­μα­τα ἀλό­γου. Μό­λις ἔφθα­σε σπί­τι της ἄκου­σε ἀπό τόν ἀό­ρα­το συ­νο­δό της νά λέ­η: «Κα­λη­νύ­χτα». Τό­τε κα­τά­λα­βε ὅτι ἦταν ὁ ἅγιος Γε­ώρ­γιος πού τήν συ­νώ­δευ­σε μέ­χρι τό σπί­τι της.

Ὁ πα­πα–Χρῆ­στος ὁ Βα­ρε­λᾶς συ­ζη­τοῦ­σε κά­πο­τε μέ ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κό. Ρω­τοῦ­σε ὁ ἀξι­ω­μα­τι­κός: «Ἄ­ρα­γε ὑ­πάρ­χουν σή­με­ρα Χρι­στια­νοί πού προ­σεύ­χον­ται τή νύ­χτα καί κά­νουν ἀ­γρυ­πνί­α;». Τοῦ ἀ­παν­τᾶ ὁ πα­πα–Χρῆ­στος: «Ὑ­πάρ­χουν». Τόν φέρ­νει νύ­χτα στό να­ό, ἀ­νοί­γει τήν πόρ­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί φω­νά­ζει: «Κυ­ρα–Τα­τια­νή!» καί ἀ­κού­ει φω­νή: «Πα­πα–Χρῆ­στο ἐ­σύ εἶ­σαι;». Τό­τε λέ­γει ὁ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός: «Δό­ξα σοι, ὁ Θε­ός. Ἂς ὑ­πάρ­χη καί ἕ­νας Χρι­στια­νός νά νυ­χτε­ρεύ­η (ἀ­γρυ­πνῆ)!».

Στήν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου ἦ­ταν ἕ­νας Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νος μπρο­στά στόν ὁ­ποῖ­ο συ­νή­θως προ­σευ­χό­ταν ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή. Κά­πο­τε πῆ­γε ἡ νε­ω­κό­ρος νά κα­θα­ρί­ση τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί βλέ­πει τήν κυ­ρα–Τα­τια­νή νά προ­σεύ­χε­ται. Ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σε καί πῆ­γε νά τήν κα­λη­νυ­χτί­ση, δέν ἦ­ταν ἐ­κεῖ ἡ κυρα–Τα­τια­νή, ἐ­ξα­φα­νί­σθη­κε. Ὕ­στε­ρα ἔ­μα­θε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο τό δι­ά­στη­μα ἦ­ταν στήν Ἀ­θή­να καί ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα τήν ρώ­τη­σε σχε­τι­κά, ἀ­πήντη­σε ὅ­τι πράγ­μα­τι ἔ­λει­πε στήν Ἀ­θή­να ἀλ­λά ὅ­τι μέ τό νοῦ της ἦ­ταν ἐ­κεῖ μπρο­στά στόν Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο.

Κά­πο­τε κα­θά­ρι­ζε ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή τήν Ἐκ­κλη­σία καί ἔ­κλαι­γε. Εἶ­πε στή νε­ω­κό­ρο: «Ἀ­να­στα­σί­α, μέ χτύ­πη­σε ὁ σα­τα­νᾶς μέ τά δυ­ό του χέ­ρια στήν πλά­τη». Ἐ­κεί­νη δέν τό πί­στε­ψε καί γε­λοῦ­σε. «Μή γε­λᾶς», τῆς εἶ­πε, «φώ­να­ξε τόν πά­τερ». Ἦρ­θε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας καί τῆς σταύ­ρω­σε τήν πλά­τη μέ τήν ἁ­γί­α λόγ­χη. Ἐπειδή ἡ κυ­ρα–Τα­τια­νή προ­σευ­χό­ταν πο­λύ ὁ σα­τα­νᾶς θύ­μω­σε καί τήν χτύ­πη­σε.

Δυ­ό ἀνι­ψιές τῆς Τα­τια­νῆς, ἡ Χ. καί ἡ Δ., ἔ­μει­ναν ἕ­να βρά­δυ στό σπί­τι της. Αὐ­τή πε­ρι­ποι­ή­θη­κε τίς ἀνι­ψιές της, τίς ἔ­βα­λε νά φᾶ­νε, τίς ἔ­στρω­σε νά κοι­μη­θοῦν καί ἡ ἴ­δια ἄρ­χι­σε με­τά τίς προ­σευ­χές της. Τό­τε λέ­γει πε­ρι­παι­κτι­κά ἡ Χ. στήν Δ.: «Κοί­τα­ξε πῶς προ­σεύ­χε­ται» καί γε­λοῦ­σε. Ἡ Δ. τῆς ἔ­λε­γε: «Στα­μά­τα, για­τί μᾶς ἀ­κού­ει». Αὐ­τό κρά­τη­σε λί­γη ὥ­ρα, ἐ­νῶ ἡ θεί­α Τα­τια­νή ἦ­ταν προ­ση­λω­μέ­νη στήν προ­σευ­χή. Μό­λις κοι­μή­θη­καν οἱ δυ­ό ἀνι­ψιές της κά­ποι­α στιγ­μή αὐ­τή πού κο­ρό­ϊ­δευ­ε τήν θεί­α της, ξύ­πνη­σε τα­ραγ­μέ­νη, ἔ­βγα­λε μί­α φω­νή καί πε­τά­χθη­κε ὄρ­θια˙ ἔ­τρε­με ὁ­λό­κλη­ρη καί τό μά­γου­λο της ἦ­ταν κόκ­κι­νο. Δι­η­γή­θη­κε ὅ­τι ἦρ­θε κά­ποι­ος, τῆς ἔ­δω­σε ἕ­να δυ­να­τό χα­στού­κι καί σάν νά τ­ῆς ἔ­φυ­γε τό μυα­λό. Ἡ θεί­α κα­τά­λα­βε τί εἶ­χε συμ­βῆ καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τήν πα­ρη­γο­ρή­ση.

Ἕ­να βρά­δυ ἦρ­θαν στό σπί­τι της νά φι­λο­ξε­νη­θοῦν κά­ποι­οι συγ­γε­νεῖς της, ἀλ­λά ἡ Τα­τια­νή ἔ­λει­πε στήν Ἐκ­κλη­σί­α γι­ά τό Ἀ­πό­δει­πνο. Με­τά ἔ­κα­νε καί τήν ἀ­το­μι­κή της προ­σευ­χή πού δι­αρ­κοῦ­σε ὧ­ρες. Ὁ γυι­ός της πῆ­γε νά τήν εἰ­δο­ποι­ή­ση. Μι­σα­νοί­γοντας τήν πόρ­τα τοῦ να­οῦ φω­νά­ζει χα­μη­λό­φω­να: «Μάν­να» ἀλ­λά δέν παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση. Ξα­να­φω­νά­ζει: «Μάν­να ἔ­χου­με ξέ­νους» καί ἡ ἀ­πάν­τη­ση πον­τια­κά σύ­ντο­μη, αὐ­στη­ρή καί κο­φτή: «Μή μοῦ χα­λᾶς τήν εὐ­χή μου. Πή­γαι­νε, πή­γαι­νε». Ἐ­κεί­νη ἔ­πει­τα ἀ­πό ὥ­ρα καί πλέ­ον πῆ­γε στό σπί­τι.

Καί ὅ­μως, ἐ­νῶ τό­σες ὧ­ρες κα­θη­με­ρι­νά ἦ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν ἄ­φη­νε ἀ­νοι­κο­κύ­ρευ­το τό σπί­τι της. Τό εἶ­χε πάν­τα κα­θα­ρό καί πε­ρι­ποι­η­μέ­νο. Τά φα­γη­τά της ἦ­ταν νό­στι­μα καί στήν ὥ­ρα τους. Ἤ­ξε­ρε κα­λά τήν πον­τια­κή μα­γει­ρι­κή. Τίς Κυ­ρια­κές τῆς Μ. Σα­ρα­κο­στῆς γι­ά νά ἀ­πο­ζη­μι­ώ­ση καί νά πα­ρη­γο­ρή­ση τά παι­διά της ἀ­πό τή νη­στεί­α, τούς μα­γεί­ρευ­ε πο­λύ νό­στι­μες σου­πι­ές.
Ἐ­πί πλέ­ον φρόντι­ζε ἐ­πι­με­λῶς καί γι­ά τήν καθαρι­ό­τη­τα τοῦ ναοῦ τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, τῶν πα­ρεκ­κλη­σί­ων τῆς Ἐ­νο­ρί­ας ἀλ­λά καί ἄλ­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῆς Βέ­ροι­ας. Καί ἡ ἴ­δια κο­πί­α­ζε γι­ά τήν εὐ­πρέ­πεια τῶν οἴ­κων τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί δι­έ­θε­τε γι᾽ αὐ­τό τήν σύ­ντα­ξη πού ἔ­παιρ­νε ἀ­πό τόν ΟΓΑ. Κά­θε ἑ­βδο­μά­δα ἑ­τοί­μα­ζε πρό­σφο­ρα γι­ά τόν ἅ­γιο Γε­ώρ­γιο καί γι­ά ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες.

Ἡ χαρά τῆς Τατιανῆς ἦταν νά παραμένη πολλές ὧρες στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου προσευχομένη καί φιλοκαλοῦσα τό ναό. Κάποτε πού γίνονταν ἐργασίες καλλωπισμοῦ τοῦ ναοῦ καί αὐτή καθάριζε, περνώντας δίπλα ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα διέκρινε σκόνη. Μέσα της ὅμως εἶχε δισταγμό, ἄν πρέπη νά πάρη τήν σκόνη. Καί ἐνῶ μέ δέος καί εὐλάβεια ἅπλωσε τό χέρι της γιά νά ἀκουμπήση τήν Ἁγία Τράπεζα, ἐκείνη τήν στιγμή ἔνιωσε, ὅπως διηγεῖτο, ἕνα χέρι ἀόρατο νά πιάνη τά χέρια της καί νά τά ἀπομακρύνη. Ἔκτοτε δέν τόλμησε νά ξαναπλησιάση τήν Ἁγία Τράπεζα.

Σάν νά ἦ­ταν με­γα­λό­σχη­μη μο­να­χή ἡ πο­λύ­τε­κνη Τα­τια­νή δι­ά­βα­ζε κά­θε μέ­ρα καί γνώ­ρι­ζε ἀ­πό στή­θους εὐ­χές, ὕ­μνους, κα­νό­νες, τούς χαι­ρε­τι­σμούς, τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς θείας Με­τα­λή­ψε­ως, ψαλ­μούς, πα­ρα­κλή­σεις, τήν Ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή τοῦ Ἰ­η­σοῦ μέ τόν θε­ο­λο­γι­κό ὑ­πο­μνη­μα­τι­σμό της καί ἄλ­λα κε­φά­λαι­α ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή.

Κάποτε ἡ Τατιανή καθάριζε μέχρι ἀργά τό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ἦταν πολύ κουρασμένη, τόσο πού ἀδυνατοῦσε νά ἐπιστρέψη στό σπίτι της. Ὅπως ἦταν ἐξαντλημένη παρεκάλεσε τήν Παναγία στίς 4 τή νύχτα νά τήν ξυπνήση γιά νά πάη στό σπίτι της καί νά ξανάρθη γιά τή θεία Λειτουργία καί ἀποκοιμήθηκε μπροστά στήν εἰκόνα της. Πράγματι ἐμφανίστηκε ἕνας νέος μέσα στό μισο- σκόταδο καί τῆς εἶπε: «Τατιανή ξύπνα, ἡ ὥρα εἶναι τέσσερις».

Κάποιος ἱερέας πού λειτουργοῦσε στό ναό εἶχε ἕνα πολυχρόνιο σοβαρότατο πρόβλημα. Πίστευε ὅτι δέν θά ξεπεραστῆ ποτέ. Ἕνα πρωϊνό πού πῆγε νά λειτουργήση καί βρῆκε τήν Τατιανή στό ναό τῆς ἐκμυστηρεύτηκε τό πρόβλημά του. Τότε αὐτή μέ θαυμαστή ἀποφασιστικότητα τοῦ εἶπε: «Πάτερ, μπές ἐσύ στό Ἱερό νά λειτουργήσης, ἐγώ θά καθήσω στό ναό καί ὁ ἅγιος Γεώργιος θά στέκεται ἔξω στήν πόρτα καί ὅλα θά λυθοῦν». Ὄντως μόλις τελείωσε, τό μεγάλο πρόβλημά του εἶχε λυθῆ καί ὁ ἴδιος ἦταν πολύ χαρούμενος. Ἔκτοτε ὅταν ἔχη δυσκολίες στήν ζωή του βγάζει μερίδα στήν προσκομιδή γιά τήν Τατιανή καί τήν παρακαλᾶ νά βοηθήση μέ τίς προσευχές της πρός τόν Κύριο.

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Ζέ­ρης πού ἐ­πί εἴ­κο­σι χρό­νια ἦ­ταν ἐ­φη­μέ­ριος στό να­ό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου καί γνώ­ρι­σε κα­λά τήν Τα­τια­νή, μαρ­τυ­ρεῖ: «Ἡ θεί­α Τα­τια­νή ἦ­ταν ὄ­χι ἁ­πλῶς τα­κτι­κή στίς ἀ­κο­λου­θί­ες, ἀλ­λά ὅ­ταν πή­γαι­να ἐ­γώ γι­ά τήν ἀ­κο­λου­θί­α τό πρωΐ τήν εὕ­ρι­σκα ἐ­κεῖ. Εἶ­χε κλει­διά τοῦ να­οῦ καί πή­γαι­νε αὐ­τή πρίν ἀ­πό μέ­να, ἄ­νοι­γε καί δι­ά­βα­ζε. Τί δι­ά­βα­ζε δέν ξέ­ρω. Ἔ­κα­νε τήν προ­σευ­χή μό­νη της. Ἐ­γώ ἔ­βα­ζα “Εὐ­λο­γη­τός” καί ὅ­ταν τε­λεί­ω­νε ἡ Λει­τουρ­γί­α ἔ­παι­ρνε τό ἀντί­δω­ρό της καί ὕ­στε­ρα, ἐνῶ ἐ­μεῖς φεύ­γα­με, αὐ­τή συ­νέ­χι­ζε. Πολ­λές φο­ρές βο­η­θοῦ­σε τούς νέ­ους ἱ­ε­ρεῖς στό τυ­πι­κό. Τά ἤ­ξε­ρε ὅ­λα ἀπ᾽ ἔ­ξω. Ἂν ἔ­κα­ναν λά­θος τούς δι­ώρ­θω­νε, δέν πα­ρέ­λει­πε τί­πο­τε. Στίς νη­στεῖ­ες της ἦ­ταν αὐ­στη­ρή. Δευ­τέ­ρα, Τε­τάρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή δέν ἔ­τρω­γε οὔ­τε λά­δι».

 Γύριζε κα­τά­κο­πη στό σπί­τι καί ἔ­κα­νε προ­σευ­χές καί δι­ά­βα­ζε. Ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη εἰ­κό­να ἦ­ταν νά εἶ­ναι κα­θι­στή στό πά­τω­μα νά φο­ρᾶ τά γυα­λιά της, νά κρα­τᾶ ἀ­νοι­χτό τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά κοι­μᾶ­ται μέ ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο τό πρό­σω­πό της στό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ὅ­ταν ἀρ­ρώ­σται­ναν τά παι­διά της καί τά ἐγ­γό­νια της πή­γαι­νε καί πά­νω στό προ­σκέ­φα­λό τους δι­ά­βα­ζε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Τό κα­τά Ἰ­ω­άν­νην τό εἶ­χε μά­θει σχε­δόν ὅ­λο ἀ­πό στή­θους.

Κυ­ρί­ως με­λε­τοῦ­σε πά­ρα πο­λύ, ἀ­πο­στή­θι­ζε καί ἐμ­βά­θυ­νε στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τη, μέ τήν ἀ­το­μι­κή της με­λέ­τη κα­ταρ­τί­στη­κε θε­ο­λο­γι­κά καί μπο­ροῦ­σε νά δι­α­λέ­γε­ται μέ ἐγ­γραμ­μά­τους καί θε­ο­λό­γους. Ἡ Και­νή Δι­α­θή­κη της ἀ­πό τήν πο­λλή με­λέ­τη εἶ­χε φθα­ρῆ καί πα­λαι­ώ­σει.

     Εἶ­χε κα­θα­ρό νοῦ, δυ­να­τή μνή­μη καί ἰ­σχυ­ρή ἀν­το­χή ὥ­στε νά με­λε­τᾶ πολ­λές ὧ­ρες χω­ρίς νά κου­ρά­ζε­ται. Ἀ­πο­στή­θι­ζε εὔ­κο­λα αὐ­τά πού δι­ά­βα­ζε. Εἶ­χε τό σπά­νιο χά­ρι­σμα νά ἐν­θυ­μῆ­ται βι­βλί­α πού δι­ά­βα­σε ἢ κη­ρύγ­μα­τα πού ἄ­κου­σε με­τά ἀ­πό πε­νήν­τα χρό­νια. Θυ­μό­ταν πο­λύ κα­λά τά ρωσ­σι­κά, δι­ά­βα­ζε καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιο στά ρωσ­σι­κά. Ἔ­λε­γε: «Μί­α βδο­μά­δα πα­ρα­μο­νή στήν Μό­σχα θά ἔ­φθα­νε νά τά θυ­μη­θῶ ὅ­λα».

Δι­α­κρι­νό­ταν γι­ά τό θάρ­ρος καί τήν παρ­ρη­σί­α της στό νά ὁ­μο­λο­γῆ τό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.

Ἐ­πει­δή στήν πε­ρι­ο­χή πού ζοῦ­σε ἦ­ταν πολ­λοί ἄ­θε­οι καί ἐ­χθροί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ Τα­τια­νή τούς συ­ζη­τοῦ­σε καί τούς ἔ­λε­γε νά με­τα­νο­ή­σουν. Τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα βέ­βαια ἦ­ταν ἐντυ­πω­σια­κά. Μ᾽ αὐ­τό τόν τρό­πο ὡ­δή­γη­σε πολ­λούς στό μυ­στή­ριο τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως. Πάντως ὅ­λοι τήν πα­ρα­δέ­χονταν ὡς ἀ­λη­θι­νή μα­θή­τρια τοῦ Χρι­στοῦ.

Ἀ­πό νω­ρίς μέ­χρι σχε­δόν τήν κοί­μη­σή της κα­τηύ­θυ­νε δυ­ό πο­λυ­πλη­θεῖς κύ­κλους γυ­ναι­κῶν. Τήν ἀγα­ποῦ­σαν ὅ­λα τά μέ­λη τῶν κύ­κλων, σ᾽ αὐ­τήν κα­τέ­φευ­γαν σέ κά­θε δυ­σκο­λί­α τους γι­ά πα­ρη­γο­ριά, συμ­βου­λή καί βο­ή­θεια.

Ἔ­κα­νε κρυ­φά πολ­λές ἐ­λε­η­μο­σύ­νες καί βο­η­θοῦ­σε ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη. Μί­α γνω­στή της χή­ρα πού ἔ­με­νε σ᾽ ἕ­να δω­μα­τιά­κι εἶ­χε τό παι­δί της ἄρ­ρω­στο. Ὁ για­τρός πού τό ἐ­ξέ­τα­σε εἶ­πε ὅ­τι πά­σχει ἀ­πό ἀ­ναι­μί­α καί συ­νέ­στη­σε κα­θα­ρό ἀ­έ­ρα, ἀ­νά­παυ­ση καί πρό παντός κα­λό φα­γη­τό. Τό ἔ­μα­θε ἡ Τα­τια­νή καί, μή μπο­ρώντας νά προ­σφέ­ρη τί­πο­τε ἄλ­λο, πῆ­ρε τό ντορ­βά της καί χει­μῶ­να και­ρό γύ­ρι­ζε στά χω­ρά­φια νά μα­ζέ­ψη λί­γα ρα­δί­κια πού φύ­τρω­ναν στά προ­σή­λια μέ­ρη, γι­ά νά τά πά­η στήν χή­ρα μη­τέ­ρα τοῦ ἄρ­ρω­στου παι­διοῦ νά τά μα­γει­ρέ­ψη, για­τί εἶ­χε ἀ­κού­σει ὅ­τι εἶ­ναι δυ­να­μω­τι­κά.

Μο­λο­νό­τι ἁ­πλῆ καί ἀ­γράμ­μα­τη εἶ­χε ὅ­μως μί­α σπά­νια τέ­χνη νά πλη­σιά­ζη τούς νέ­ους ἀν­θρώ­πους. Κα­τώρ­θω­νε νά τήν ἀ­κοῦν οἱ νέ­οι καί τά μι­κρά παι­διά. Εἶ­χε λο­γι­σμέ­νη αὐ­στη­ρό­τη­τα μα­ζί μέ ἀ­γά­πη ἀ­νυ­πό­κρι­τη καί διά­κρι­ση. Ὅ­ταν χρει­α­ζό­ταν συμ­βού­λευ­ε καί παι­δα­γω­γοῦ­σε κα­τά Θε­όν ἐ­πί ὧ­ρες.

Ὡς μη­τέ­ρα καί ὡς πε­θε­ρά ἦ­ταν πο­λύ κα­λή. Μέ τίς νύ­φες της δέν εἶ­χε προ­βλή­μα­τα, ἦ­ταν ἀ­γα­πη­μέ­νες. Τίς βο­η­θοῦ­σε στίς δου­λει­ές καί τίς συμ­βού­λευ­ε: «Κάντε παι­διά νά μή σᾶς πιά­νουν ἀρ­ρώ­στι­ες». Ἀ­πέ­κτη­σε συ­νο­λι­κά εἰ­κο­σι­δύ­ο ἐγ­γό­νια.

Πήγαινε σέ προσκυνήματα τῆς περιοχῆς μαζί μέ ἄλλες γυναῖκες μέ τά πόδια. Ὅταν κατέβαινε στήν Ἀθήνα νά δῆ τά παιδιά της προσανατολιζόταν μέ βάση τούς ἱερούς ναούς καί ἀπό ὅποια Ἐκκλησία περνοῦσε ἔμπαινε καί προσευχόταν. Εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια καί τόν ἅγιο Γεώργιο Ἰωαννίνων καί πήγαινε κατά καιρούς στό ναό του γιά προσκύνημα.

Τα­κτι­κά ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τά μο­να­στή­ρια τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Σέ μί­α ἐ­πί­σκε­ψή της στήν Πα­να­γί­α Δο­βρᾶ ἐκιν­δύ­νευ­σε ἀ­πό ἄ­γριο λυ­κό­σκυ­λο. Ἔ­κα­νε τό ση­μεῖ­ο τοῦ σταυ­ροῦ καί μί­α σύντο­μη προ­σευ­χή. Ὁ σκύ­λος ἀ­πό μό­νος του ἔ­πε­σε στίς πέ­τρες πλη­γώ­θη­κε καί ἐξα­φα­νί­στη­κε.

Ἡ Τατιανή πάντοτε ζοῦσε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή της, ἀνέπνεε Χριστόν, ὁ ὁποῖος τῆς φανέρωνε πολλά θαυμαστά.

Κάποτε ὁ γυιός της πού ἐργαζόταν στό χωριό Ἀγκαθιά, τό ἔτος 1972 τῆς πρότεινε νά τήν πάρη μαζί του γιά νά προσκυνήση στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου. Πέταξε ἀ­πό τήν χα­ρά της. Πῆγαν καί συμ­φώ­νη­σαν μέ τόν φύ­λα­κα νά τήν κλει­δώ­σουν μέ­σα στό ναό μέ­χρι τίς 2 μ.μ. Τότε τε­λε­ί­ω­σε τήν ἐρ­γα­σί­α του ὁ γυι­ός της καί πῆ­γε νά πα­ρα­λά­βη τήν μη­τέ­ρα του. Τήν βρῆ­κε κοντά στό Ἱερό νά προσεύχεται συνεπαρμένη. Τήν διέκοψε λέγοντάς της ὅτι φεύγουν καί αὐτή τόν ρώτησε:

‒Μέσα ἐδῶ ἐκτός ἀπό μένα ὑπάρχει κανείς ἄλλος;

‒Ὄχι, μητέρα.

‒Ἔ, λοιπόν ἐνῶ προσευχόμουν ἐδῶ, ἔρχεται ἕνας ἱερέας πού θυμιάτιζε τό ναό καί ἦρθε νά θυμιατίση καί μένα. Τόν ἴδιο τόν ἱερέα σάν νά μήν τόν ἔβλεπα ὁλόσωμο, ἀλλά ἔβλεπα τό θυμιατό νά κουνιέται μέ τά κουδουνάκια καί αἰσθανόμουν τήν εὐωδία τοῦ θυμιάματος.

Λίγες μέρες πρίν νά κοιμηθῆ κατάλαβε ὅτι πλησιάζει τό τέλος της καί εἶπε στήν μεγάλη της ἐγγονή: «Ἡ ὑπογραφή (γιά τήν ἀναχώρησή μου) μπῆκε. Τό αἰσθάνθηκα καθαρά». Κάλεσε τότε καί τόν εὐλαβέστατο ἱεροψάλτη τοῦ ἁγίου Γεωργίου κ.Κουτσιμανῆν Ἰωάννην καί τοῦ εἶπε: «Ἐγώ Χριστούγεννα θά κάνω στόν οὐρανό, ὄχι ἐδῶ. Δέν θά τά προλάβω». Τόν παρακάλεσε καί τῆς ἔψαλλε ὅλη τήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἡ ὁποία διήρκησε περίπου διόμιση ὧρες, δημιουργήθηκε μιά πνευματική ἀτμόσφαιρα καί χάρηκε ἡ Τατιανή.

Εἶχε φέρει  ἀπό τήν Ρωσσία δυό–τρεῖς εἰκόνες. Ἡ μία ἀπ᾿ αὐτές ἦταν μόνο τό ξύλο. Ὄχι μόνο δέν φαινόταν ὁ εἰκονιζόμενος Ἅγιος ἀλλά εἶχαν φύγει τελείως καί τά χρώματα. Λίγες ὧρες πρίν φύγει γιά τό οὐράνιο ταξίδι της, ἡ Τατιανή ἀξιώθηκε νά δῆ τήν εἰκόνα αὐτή στήν ἀρχική της κατάσταση μέ τήν παράσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως τήν ἔκανε ὁ Ἁγιογράφος.

Τά τέ­λη τῆς Τα­τια­νῆς ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κά. Πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα της στόν Κύ­ριο προ­σευ­χό­με­νη τήν 17η Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 1987 καί ἐ­κη­δεύ­θη τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα μέ τήν συμ­με­το­χή πλή­θους ἀν­θρώ­πων. Οἱ πάντες ἔ­δι­ναν τήν κα­λή μαρ­τυ­ρί­α γι­ά τήν Τα­τια­νή. Ἕ­νας φα­να­τι­κός κομ­μου­νι­στής κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς κη­δεί­ας της συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πό τό τέ­λος της, εἶ­πε: «Μα­κά­ρι νά πη­γαί­νου­με καί ἐ­μεῖς ἔ­τσι». Ἄλ­λοι με­τά τήν κη­δεί­α ἔ­παιρ­ναν ἄν­θη πού στό­λι­ζαν τό τί­μιο λεί­ψα­νό της γι­ά νά τά ἔ­χουν ὡς φυ­λα­χτό. Ἐπάνω στό μνῆμα της ἔγραψαν καί τό ἀγαπημένο της ἁγιογραφικό χωρίο: «Ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα»[2].

Πρός τό τέ­λος τοῦ βί­ου της εἶ­χε πεῖ σ᾿ ἕνα ἀπό τά παι­διά της: «Ὅ,τι ζή­τη­σα ἀ­πό τόν Θε­ό, μοῦ τὄ­χει δώ­σει». Καί ἀ­σφα­λῶς δέν τῆς στέ­ρη­σε τήν ἐ­που­ρά­νια βα­σι­λεί­α Του. Ἀ­πό κεῖ τώ­ρα συ­νε­χί­ζει νά προ­σεύ­χε­ται γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο.

Αἰωνία ἡ μνήμη της. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου