Σελίδες

25 Νοεμβρίου 2020

Η Μεγαλομάρτυς Αγία Αικατερίνη

Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη ἔζησε στοὺς χρόνους τῶν διωγμῶν, στὴν ἐποχὴ τοῦ Μαξεντίου (εἶνε ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἐν τέλει θὰ νικήσῃ ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔξω ἀπὸ τὴ Ῥώμη παρὰ τὴν Μαλβία γέφυρα μὲ τὸ ὅραμα «Ἐν τούτῳ νίκα»).

Οἱ γονεῖς της ἦταν πλούσιοι εἰδωλολάτρες καὶ σχετίζονταν μὲ βασιλικοὺς κύκλους. Ἡ Αἰκατερίνη γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἀπὸ μικρὴ διακρινόταν γιὰ τὴν σοβαρότητα, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἔκτακτη εὐφυΐα της στὰ μαθήματα, χαρίσματα ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ Θεός. Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὴ ζήτησαν σὲ γάμο οἱ καλύτεροι νέοι· ἀλλ᾽ αὐτή, μολονότι εἰδωλολάτρις ἀκόμη, δὲν ἤθελε νὰ παντρευτῇ. Γιὰ ν᾽ ἀποφεύγῃ τὶς πιέσεις τῶν γονέων της, βρῆκε ἕναν ἔξυπνο τρόπο. Δέχομαι, εἶπε, νὰ παντρευτῶ, ἀλλὰ ὑπὸ τὸν ὅρο,

αὐτὸς ποὺ θὰ μὲ πάρῃ νὰ εἶνε ὁ ὡραιότερος, ὁ εὐφυέστερος κι ὁ πλουσιώτερος ἀπ᾽ ὅλους… Ἐπειδὴ ὅμως κάτι τέτοιο ἦταν δύσκολο νὰ βρεθῇ, ὁ γάμος καὶ συνεχῶς ἀναβαλλόταν· καὶ οἱ γονεῖς της ἀνησυχοῦσαν.

Ἀλλὰ ὁ καλὸς Θεὸς ἔφερε τὶς περιστάσεις ὥστε ἡ Αἰκατερίνη νὰ γνωρίσῃ ἕνα καλὸ πνευματικὸ πατέρα. Τοῦ εἶπε τὸ μυστικό της καὶ τὸν ὅρο ποὺ ἔθεσε, κι αὐτός, ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰτὴν κατηχῇ, τῆς εἶπε· 

–Αὐτὸ ποὺ ζητᾷς θὰ τὸ ἔχῃς, ὑπάρχει γνωρίζω ἕνα νέο ποὺ ἔχει ὅλες

αὐτὲς τὶς χάρες. –Ποιό εἶνε τ᾽ ὄνομά του; ρώτησε ἐκείνη.

 –Μπορεῖς εὔκολα νὰ τὸν γνωρίσῃς.

–Πῶς; –Μέσῳ τῆς μητέρας του, ποὺ λέγεται Μαρία. Σοῦ δίνω τὴν εἰκόνα της. Πήγαινε στὸ σπίτι, γονάτισε, κάνε τὴν προσευχή σου σ᾽ αὐτήν, καὶ αὐτὴ θὰ σοῦ δείξῃ τί θὰ κάνῃς…Καὶ τῆς ἔδωσε τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Στὸ σπίτι ἡ Αἰκατερίνη ἔβαλε μπροστά της τὴν εἰκόνα, προσευχήθηκε μὲ δάκρυα, καὶ τὴ νύχτα –ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἔχει ὁράματα καὶ θαύματα– τῆς ἐμφανίστηκε ἡ Παναγία μας κρατώντας τὸ Θεῖο βρέφος ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἐκείνη προσπαθοῦσε νὰ τὸ κοιτάξῃ, τὸ βρέφος γύριζε ἀλλοῦ τὸ κεφαλάκι του, σὰν νὰ τῆς ἔλεγε ὅτι δὲν εἶνε ἄξια νὰ τὸν δῇ. Στενοχωρήθηκεπολὺ ἡ Αἰκατερίνη καὶ συναισθάνθηκε ὅτι δὲν εἶνε ἄξια νὰ δῇ τὸ Χριστὸ γιατὶ τί ἦταν, μιὰ ἁμαρτωλὴ εἰδωλολάτρισσα. Ὅταν τὰ διηγήθηκε στὸν πνευματικό της, ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα νὰ βαπτισθῇ. Καὶ πράγματι σύν-τομα ἔγινε τὸ βάπτισμα καὶ γέμισε ἀπὸ χαρά. Σὲ λίγες μέρες βλέπει πάλι τὴν Παναγία σὲ ὅραμα,ἀλλὰ τώρα τὸ Θεῖο βρέφος ἔρριξε πάνω της μιὰ ματιὰ ποὺ ἔφερε τὸν παράδεισο μέσα της καὶ τῆς ἔδωσε ἕνα χρυσὸ δαχτυλίδι, σύμβολο τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ τὴν συνέδεε μὲ τὸ Χριστό. Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη στὴν καρδιὰ τῆς Αἰκατερίνης ἄναψε ἀγάπη μεγάλη στὸν Κύριο.

Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἔφτασε στὴν Ἀλεξάνδρεια ὁ Μαξέντιος μὲ κακὲς διαθέσεις γιὰ τοὺς Χριστιανούς. Διέταξε νὰ γίνουν θυσίες στοὺς θεούς, καὶ ὅλοι πειθάρχησαν. Μὰ ἡ Αἰκατερίνη ἀρνήθηκε. Τὴν κάλεσαν καὶ ὁ Μαξέντιος τὴ ρώτησε·

 –Γιατί δὲν προσφέρεις τὴ θυσία; Ἐκείνη ἀπήντησε·

 –Τὰ εἴδωλα ποὺ προσκυνᾶτε εἶνε φτειαγμένα ἀπὸ ξύλο μάρμαρο ἀσήμι χρυσάφι, εἶνε θεοὶ ψεύτικοι·ἕνας μόνο εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

 –Τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές; εἶπε ἔξαλλος ὁ Μαξέντιος. –Φέρε τοὺς σοφοὺς νὰ μιλήσουμε καὶ εἶμαι σὲ θέσι νὰ τ᾽ἀποδείξω, λέει ἐκείνη. Τότε ὁ Μαξέντιος διέταξε καὶ στὴν ὡρισμένη ἡμέρα μαζεύτηκαν στὰ

ἀνάκτορα οἱ πιὸ μεγάλοι σοφοὶ ποὺ ὑπῆρχαν,150 τὸν ἀριθμό, κι ἀπέναντί τους μόνη ἡ Αἰκατερίνη, ἕνα κορίτσι 18 χρονῶν! Προηγουμένως γονάτισε καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριό της·

Χριστέ, ἐσὺ ποὺ φώτισες τοὺς ψαρᾶδες τῆς Γαλιλαίας, φώτισε κ᾽ ἐμένα τὴν ἀδύναμη…

Ὅταν οἱ σοφοὶ τὴν ἀντίκρυσαν, πῆγαν νὰ τὴν εἰρωνευθοῦν. Ὅταν ὅμως ἡ Αἰκατερίνη μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἄρχισε ν᾽ ἀναπτύσσῃ τὶς ἀλήθειες τοῦ εὐαγγελίου, οἱ εἰρωνεῖες σταμάτησαν·

κι ὅταν τοὺς ἔθεσε ὡρισμένα σοβαρὰ ἐρωτήματα, δὲν μποροῦσαν ν᾽ ἀπαντήσουν – ἡ πίστι μας δὲν εἶνε κάτι εὐκαταφρόνητο. Τοὺς ἔφερε σὲ ἀδιέξοδο, ἔσκυψαν τὸ κεφάλι καὶ ὡμολόγησαν ὅτι αὐτὴ ἔχει τὴν ἀλήθεια. Ἦταν τόσο πειστικὸς ὁ λόγος της, ὥστε ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο ἄρχισαν νὰ ὁμολογοῦν. Πιστεύουμε στὸ Χριστό, εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς Χριστιανοί!… Τ᾽ ἄκουσε ὁ Μαξέντιος, λύσσαξε ἀπὸ ὀργή, καὶ διατάζει νὰ θανατωθοῦν ὅλοι!Μετὰ ἀπ᾽ αὐτὸ ὁ βασιλιᾶς, θαμπωμένος κι ἀπὸ τὸ κάλλος της, προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις νὰ τὴν δελεάσῃ. Ἀρνήσου τὸ Χριστό, Αἰκατερίνη, εἶπε, θυσίασε στοὺς θεούς, κ᾽ ἐγὼ διώχνω τὴ γυναῖκα μου καὶ κάνω ἐσένα βασίλισσά μου. Μὰ ἡ ἁγία ἀπέκρουσε τὴν πρότασι μένοντας πιστὴ στὸ Χριστό. Τότε ὁ βασιλιᾶς ἀγρίεψε πάλι. 

Τὸ μαρτύριό της εἶνε ἀπὸ τὰ φρικτότερα.Τὴν ἔδειραν, τὴ χτύπησαν, τὴν κέντησαν μὲ καρφιά, τὴν πέρασαν ἀπὸ τὸν τροχό, τὴν ἔσυραν πάνω σὲ χαλίκια αἰχμηρά. Τέλος, μὲ τσακισμένο σῶμα κι ἀλλοιωμένο πρόσωπο τὴν ἔρριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ἡ ἁγία προσευχόταν στὸ Χριστὸ νὰ τὴν κρατήσῃ πιστὴ μέχρι τέλους.Τὴ νύχτα ἡ βασίλισσα, ποὺ ἄκουσε γιὰ τὴν Αἰκατερίνη, ζήτησε ἀπὸ τὸν Πορφυρίωνα τὸν φρούραρχο τῆς Ἀλεξανδρείας, νὰ τὴν ἐπισκεφθῇ, καὶ μαζί του πῆγαν κρυφὰ στὸ κελλί της. Πρώτη φορὰ ἡ βασίλισσα καὶ ὁ Πορφυρίων κουγαν γιὰ τὸ Χριστό. Πίστεψαν καὶ βαπτίσθη-καν Χριστιανοί. Τὸ μαθαίνει ὅμως ὁ βασιλιᾶς, ὀργίζεται καὶ διατάζει νὰ θανατωθοῦν· ἔτσι ἄλλα δύο κεφάλια πέφτουν στὴ γῆ. Μάρτυρες κι αὐτοί, προστίθενται καὶ γίνονται ὅλοι 152. Κοντὰ σ᾽ αὐτοὺς 200 ἀκόμα στρατιῶτες, ὅταν εἶδαν τὴ βασίλισσα καὶ τὸ στρατηγὸ Πορφυρίωνα νὰ πιστεύουν, πιστεύουν κι αὐτοὶ στὸ εὐαγγέλιο, καὶ μαρτυροῦν. Νά λοιπὸν πῶς ἡ ἁγία Αἰκατερίνη ἔγινε αἰτία 352 ψυχὲς νὰ θυσιάσουν τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ ὑπομονὴ τοῦ βασιλιᾶ ἐξαντλήθηκε πιά. Μετὰ ἀπὸ λίγο διατάζει καὶ βγάζουν τὴν Αἰκατερίνη ἀπὸ τὴ φυλακή. Τὴν ὁδηγοῦν στὸν τόπo τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκείνη πρῶτα προσεύχεται καὶ μετὰ τὸ ξίφος τοῦ δημίου πέφτει στὴν ἁγία της κεφαλή· καὶ ἐνῷ τὸ σῶμα πέφτει νεκρό,ἡ ψυχή της λευκὴ πετάει στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ δοξάζῃ αἰωνίως τὸν ὡραῖο νυμφίο της Χριστό.Τὸ σκήνωμά της τὸ πῆραν ἄγγελοι καὶ τὸ μετέφεραν στὸ ὄρος Σινά, ὅπου μένει μέχρι σήμερα.

(† Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου) 


Απολυτίκιο της Αγίας Αικατερίνης

Την πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν,

Αικατερίναν την Θείαν και πολιούχον Σινά,

την βοήθειαν ημών και αντίληψιν ότι

εφήμωσε λαμπρώς τους κομψούς

των ασεβών τού Πνεύματος τή μαχαίρα,

και νυν ως μάρτυς στεφθείσα,

αιτείται πάσι το μέγα έλεος.



απόσπασμα κηρύγματος Μητροπολίτου Αυγουστίνου Καντιώτου "Προσεύχεσθε, Χριστιανοί, προσεύχεσθε!"

ΠΗΓΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου