Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του οδηγήθηκε από τη μητέρα του στη Ρώμη, όπου έλαβε μία επιμελημένη παιδεία. Σπούδασε λατινική και ελληνική φιλολογία, ρητορική, φιλοσοφία και νομικά. Μετά τον θάνατο και της μητέρας του, την κηδεμονία του ανέλαβε η μεγαλύτερη αδελφή του Μαρκελλίνα (17 Ιουνίου), η οποία αφιερώθηκε στον Θεό και χειροθετήθηκε παρθένος από τον πάπα άγιο Λιβέριο (27 Αυγούστου) τα Χριστούγεννα του 353 στη Ρώμη.
Μια φορά όταν ήταν μικρος είδε την αδελφή του, να φιλάει τα χέρια ενός Επισκόπου. Της έδωσε τότε και αυτός το δεξί του χέρι, λέγοντας:
Φίλησε και αυτό, διότι κι εγώ θα γίνω Επίσκοπος.
Η αδελφή του όμως, δεν κατάλαβε την προφητεία του παιδιού και το επέπληξε.
Ο Ουαλεντινιανός, που εξουσίαζε τότε τη Ρώμη και όλη την Ευρώπη, βλέποντας τα πολλά του χαρίσματα τον διόρισε το έτος 370 διοικητή (consularis) της Άνω Ιταλίας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν τα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο. Όταν διορίστηκε, ο βασιλικός επίτροπος Πρόβος του είπε: «Ύπαγε, και διοίκει ουχί ως κριτής, αλλ’ ως επίσκοπος.». Οι προφητικοί αυτοί λόγοι γρήγορα πραγματοποιήθηκαν. Διότι εκείνο τον καιρό κοιμήθηκε ο νόμιμος επίσκοπος Μιλάνου, άγιος Διονύσιος, στην εξορίαν αλλά και ο παρείσακτος αρειανός επίσκοπος Αυξέντιος των Μεδιολάνων. Ορθόδοξοι και Αρειανοί φιλονικούσαν μεταξύ τους για την εκλογή του νέου επισκόπου. Ο Άγιος ως διοικητής, ονομαστός ήδη για την πραότητα και την δικαιοσύνη του, θεώρησε καθήκον του να παρευρεθεί στο ναό και να καθησυχάσει τον λαό. Ξαφνικά ακούσθηκε φωνή ενός παιδιού: «ο Αμβρόσιος επίσκοπος». «Η φωνή θεωρήθηκε ουράνια και όλοι με ενθουσιασμό εξέλεξαν διά βοής τον Αμβρόσιο ποιμενάρχη τους, αν και ήταν ακόμη κατηχούμενος. Ο μόνος που δυσανασχέτησε για την εκλογή ήταν ο ίδιος. Με πολλούς τρόπους προσπάθησε να αποφύγει το υψηλό αξίωμα της αρχιερωσύνης, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τελικά υπέκυψε και υπάκουσε στο θέλημα του Θεού, αλλά και στην διαταγή του αυτοκράτορος. Αν και δεν είχε βαπτιστεί, ευρισκόμενος στην τάξη των κατηχουμένων, ζούσε την αρετή και την καθαρότητα του βίου σαν να ήταν ήδη μέλος της Εκκλησίας. Δέχθηκε το Άγιο Βάπτισμα και μετά από οκτώ ημέρες, την 7η Δεκεμβρίου του 374 μ.Χ. , χειροτονήθηκε επίσκοπος, σε ηλικία 34 ετών. Ο Μέγας Βασίλειος από την Καισάρεια του έστειλε συγχαρητήρια επιστολή και τον ενθάρρυνε στον δύσκολο αγώνα του κατά των Αρειανών.
Μετά την ανάβασή του στον αρχιερατικό θρόνο επιδόθηκε στην μελέτη των έργων των Ελλήνων Πατέρων. Ζούσε λιτότατα με νηστεία και προσευχή. Μοίρασε όλη την περιουσία του πατέρα του στους απόρους και έδωσε ακίνητα, χωράφια κι αμπέλια στην Εκκλησία, μιμούμενος το Δεσπότη Χριστό στην ακτημοσύνη. Ελευθέρωνε αιχμαλώτους πουλώντας τα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη και στους επικριτές του απαντούσε ότι κοσμήματα της Εκκλησίας δεν είναι αυτά, αλλά η ζωή και η πίστη των ανθρώπων αυτών, που ήταν ασύγκριτα πολυτιμότερη από τα χρυσά σκεύη. Μεσίτευε γιά καταδίκους, βοηθούσε κάθε δυστυχισμένο. Λειτουργούσε καθημερινά. Κήρυττε, νουθετούσε, προέτρεπε σε μετάνοια, παρηγορούσε τούς αμαρτωλούς, δίδασκε όχι μόνο με τα λόγια, αλλά κυρίως με το παράδειγμά του.
Η μεγαλύτερη φροντίδα του ήταν να απαλλάξει την Εκκλησία από την αίρεση του Αρείου. Οι Αρειανοί είχαν την εύνοια της Αυλής. Η Ιουστίνα, η μητέρα του ανηλίκου αυτοκράτορος Ουαλεντινιανού Β’, το 385 ζήτησε πρώτα μικρό ναό για να τον χρησιμοποιούν οι Αρειανοί, αλλ’ ο Άγιος αντιστάθηκε λέγοντας: «Στον αυτοκράτορα ανήκουν τα παλάτια, στον ιερέα οι ναοί». Αργότερα απαιτούσε με μεγάλη επιμονή από τον Άγιο να παραχωρήσει τον μητροπολιτικό ναό στους Αρειανούς, προκαλώντας απερίγραπτη σύγχυση στον λαό και συμπλοκές μεταξύ των Ορθοδόξων και του στρατού, που στάλθηκε για να τον συλλάβει. Με την επέμβαση όμως του Πνευματοφόρου Πατρός ειρήνευσαν: «Δεν ήλθαμε στον ναό είπε, για να πολεμήσουμε αλλά για να προσευχηθούμε. θα προσευχηθούμε, χωρίς να φοβηθούμε».. Τέλος το 386 ο νεαρός αυτοκράτορας επέμενε ξανά να δοθή ένας ναός. Ο Άγιος με θαυμαστή παρρησία αρνήθηκε το αίτημά του, και του διαμήνυσε ότι ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι «εν τη εκκλησία και ουχί υπέρ την Εκκλησίαν». Αντιστάθηκε θαρραλέα υποστηρίζοντας τα δίκαια της Εκκλησίας, λέγοντας: «Εγώ θεληματικά δεν βγαίνω. Δεν παραδίνω την μάντρα των λογικών προβάτων, που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος έστω κι’ αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου». Τότε η Ιουστίνα τον απείλησε με εξορία. Κλήρος και λαός και ιδίως οι πτωχοί τον υπερασπίστηκαν με μεγάλη αφοσίωση. Αντί του Αγίου όμως συνελήφθη εκείνος, ο οποίος καιροφυλακτούσε να τον συλλάβει, και μάλιστα οδηγήθηκε στην εξορία με την ίδια άμαξα, που είχε ετοιμάσει για την αναχώρηση του Αγίου.
Η βασίλισσα αποφάσισε και πάλι να τον δολοφονήσει. Το χέρι όμως του δολοφόνου έμεινε παράλυτο στον αέρα, ώσπου τελικά η Ιουστίνα αναγκάσθηκε να υποχωρήσει και επεκράτησε ειρήνη στην Εκκλησία.
Πλήθη μετεστράφησαν στο δρόμο της αληθείας, από τα κηρύγματά του ανάμεσα τούς και ο ιερός Αυγουστίνος. Οπου και λίγο αργότερα κατά την βάπτιση του συνέταξε και εψαλλε τον ύμνον «Σε υμνούμεν, Σε ευλογούμεν, Σοι ευχαριστούμεν Κύριε και δεόμεθά σου ο Θεός ημών».
Σαν επίσκοπος, ο Αμβρόσιος ποίμανε άριστα το ποίμνιό του, αγωνίστηκε κατά των αιρέσεων, αλλά και το βασιλιά Θεοδόσιο δεν επέτρεψε να εισέλθει στο ναό, παρά μόνο όταν μετάνιωσε ειλικρινά για τους φόνους που έκανε στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. Ο Αμβρόσιος πέθανε ειρηνικά το έτος 397 μ.Χ., σε ηλικία 57 χρονών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου