Σελίδες

15 Ιανουαρίου 2021

Αφιερωμένο στους λάτρεις της νοεράς προσευχής...

Ένα άρθρο που αξίζει τον χρόνο μας

Γράφει ο γ. Εφραίμ Φιλοθεΐτης 

Όταν ακόμη ήμεθα κοντά στον μακαριστό Γέροντά μου Ιωσήφ, πολλές φορές, για να μας ωφελήσει, έπιανε και μας εδιηγείτο την ζωή του. Ξεκινούσε από την παιδική ηλικία και λέγοντάς μας όσα πράγματα είχε γνωρίσει μας ωφελούσε πολύ. Μας έλεγε πράγματα που εμείς δεν εγνωρίζαμε καί, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, μας ωφέλησαν πολύ μετά την αποδημία του για τον άλλο κόσμο. Θα ήθελα να σας εκθέσω μερικά από αυτά τα πράγματα που μάθαμε ή βιώσαμε κοντά του και πρός ιδικήν σας ωφέλεια. Όπως ξέρετε, όταν ο Γέροντας ήταν στον κόσμο, δεν είχε καθόλου θρησκευτικότητα, ήταν ένας

αγνός νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος και μισούσε πάρα πολύ το άδικο. Προήρχετο από πολύ φτωχή οικογένεια και από νωρίς επιδόθηκε με ζήλο στο εμπόριο, με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του και να πλουτίσει. Με την εξυπνάδα και τις ικανότητές του κατάφερε, ευθύς εξ αρχής αφ’ ότου ήλθε στην Αθήνα, να προκόψει στο εμπόριο και να δημιουργήσει ικανή περιουσία. Πρίν τον επισκεφθεί ο Θεός και του δώσει τη μεγάλη μετάνοια, είχε αρραβωνιασθεί, αλλά, καθώς έλεγε ο ίδιος, ζούσε τόσο προσεκτικά, ώστε ποτέ δεν άγγισε τη μνηστή του φοβούμενος μήπως φθάσει στο σημείο να την ασπασθεί.

Κάποια μέρα διάβασε ένα θρησκευτικό βιβλίο και τον σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα του μία λύπη, μία αθυμία και μία βαριεστημάρα πρός τα εγκόσμια. Όταν τον είδαν έτσι άκεφο οι κόρες της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο οποίο έμενε, τον ρώτησαν την αιτία καί, για να τον βοηθήσουν, του έδωσαν να διάβασει το «Νέον Εκλόγιον», ένα βιβλίο με μία πολύ καλή επιλογή βίων Αγίων. Απόρησε ο Γέροντας όταν το διάβασε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι που αγωνίσθηκαν για το Θεό τόσο σκληρά στη ζωή τους, που έκαμαν με τη βοήθειά Του τόσα και τέτοια τέρατα και σημεία. Τότε του ήρθε η μνήμη του θεού κι από τότε ο Θεός έστειλε τη μετάνοια, έστειλε το φωτισμό του, του άνοιξε το νού κι άρχισε να σκέπτεται για την ψυχή του.

Από τότε άρχισε η νέα πνευματική σταδιοδρομία του. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του στον πνευματικό τις αμαρτίες του με πολλά-πολλά δάκρυα, άρχισε να «κρυώνει» πρός το εμπόριο, που το θεωρούσε πλέον εμπόδιο και αμαρτία στην καινούρια του πορεία, το εγκατέλειψε κι άρχισε να εργάζεται πολύ απλά εδώ κι εκεί, για να κερδίζει μόνο το ψωμί του.

Τίς μέχρι τότε οικονομίες του άρχισε να τις δίνει ελεημοσύνη, για να συγχωρηθεί ο πατέρας του, ενώ παράλληλα πήγαινε σε διάφορα προσκυνήματα, για να τονωθεί η πίστη του και η μετάνοιά του.

Πρίν αναχώρησει για το Άγιον Όρος, ήθελε να ελέγξει κάπως τις δυνατότητές του για τη μοναχική ζωή και προσπαθούσε να ασκηθεί, όσο μπορούσε, μέσα στον κόσμο. Πήγαινε στην Πεντέλη και θέλοντας να μιμηθεί τους στυλίτες ξενυχτούσε πάνω στα δένδρα, νήστευε πολύ (περνούσε το εικοσιτετράωρο με λίγο ψωμί ή ένα-δύο λουκούμια), ντυνόταν απλά, σκορπούσε τα χρήματά του και με λίγα λόγια άρχισε να μιμείται τους αγίους.

Όταν πιά είδε ότι μπορεί να ασκηθεί, να γίνει μοναχός, το αποφάσισε. Αφού αποκατέστησε την αδελφή του δίνοντάς της την ανάλογη προίκα και σε ηλικία 24-25 ετών ξεκίνησε για το Άγιον Όρος. Σκοπός του ήταν να μπεί στην υπακοή κάποιου ασκητή που να τρώει μόνο χόρτα, να αγρυπνά όλη τη νύχτα και να νήφει. Γι’ αυτό και κατευθύνθηκε πρός την έρημο. Μα τέτοιον ασκητή που γύρευε δεν βρήκε, γιατί, καθώς του είπαν, οι τέτοιου είδους αγωνιστές είχαν εκλείψει. Υπήρχαν κάποιοι ασκητές που έτρωγαν μία φορά την ημέρα, αλλά όχι μόνο χόρτα. Μπήκε στην υπακοή του γέρο-Δανιήλ, του Γέροντα των Δανιηλαίων, ανθρώπου πολύ πνευματικού, έμεινε ένα διάστημα κοντά του, του διάβαζε το Ψαλτήρι κι από την πολλή κατάνυξη έκλαιγε. Είδε ο γερό-Δανιήλ την πνευματικότητά του και τον έστειλε πάλι στη σπηλιά του, για να ασκηθεί μόνος του. Σε λίγο, για να μην πέσει σε πλάνη, πράγμα που κινδυνεύουν να πάθουν όσοι ασκούνται μόνοι τους, του έστειλε τον γέρο-Αρσένιο, έναν απλοϊκό μοναχό που είχε έρθει από την Ιερουσαλήμ και ποθούσε την ησυχία. Με την υπόδειξη τότε του γέρο-Δανιήλ ο Γέροντας και ο γέρο-Αρσένιος πήγανε και κοινοβιάσανε στο γέρο-Εφραίμ και τον γέρο-Ιωσήφ, οι οποίοι ήταν συγγενείς, Αρβανίτες στην καταγωγή, και μόναζαν μαζί στα Κατουνάκια.

Θά σας αναφέρω ένα περιστατικό, για να δείτε πόσο ο Γέροντας αγωνίσθηκε πάνω στο πάθος του θυμού, γιατί, όπως ξέρετε, ήταν λίαν θυμώδης. Κάποια μέρα ένας γείτονας μοναχός Κρητικός άρχισε να φωνάζει και να βρίζει τον γέρο-Εφραίμ άδικα για κάποιο λόγο. Ο Γέροντας, νέος με ζωντανά τα πάθη ακόμα μέσα του, σκέφθηκε να βγεί έξω αγανακτισμένος να «τακτοποίησει» τον μοναχό, γιατί άδικα στενοχωρούσε το Γέροντά του. Όμως κρατήθηκε, μπήκε στο ναό του Ευαγγελισμού, έπεσε στο έδαφος κι άρχισε να επικαλείται την Παναγία να τον συγκράτησει από κάποια ενδεχομένως ακραία συμπεριφορά. Κλαίγοντας και οδυρόμενος, βρέχοντας το έδαφος με την πλημμύρα των δακρύων του είδε ότι το πάθος του θυμού υποχώρησε, ηρέμησε, λογικεύθηκε και βγαίνοντας έξω τακτοποίησε το πράγμα με πολλή αγάπη.

Όπως εκ των υστέρων ομολογούσε ο Γέροντας, αν δεν κυριαρχούσε στο θυμό του εκείνη τη μέρα, ίσως και να σκότωνε τον μοναχό γιατί είχε τόση ανδρεία και δύναμη μέσα του, που μπορούσε να τα βάλει με δέκα και να τους νικήσει. Αυτή ήταν η πρώτη νίκη στο μοναχικό του στάδιο.

Μετά την κοίμηση του γέρο-Εφραίμ και του γέρο-Ιωσήφ οι δύο μοναχοί φλεγόμενοι από τον πόθο για σκληρότερη ασκητική ζωή ανέβηκαν στον Άγιο Βασίλειο που τους ήταν γνωστός όπως και άλλες σπηλιές μεγάλων οσίων του Αγίου Όρους - του αγίου Αθανασίου του Λαυριώτου, του οσίου Νείλου του Μυροβλήτου, του άγιου Πέτρου του Αθωνίτου - πρίν μονάσουν κοντά στον παππού Εφραίμ. Μία φορά βαδίζοντας από τον Άγιο Βασίλειο πρός την Λαύρα, όπου ήταν ο πνευματικός τους, για να εξομολογηθούν και να λειτουργηθούν, καθώς έφθασαν στη θέση «Κρύα Νερά» κάτω από τον Άθωνα, από το πολύ χιόνι, την ταλαιπωρία και την εξάντληση από την υπερβολική νηστεία ο Γέροντας απέκαμε. Σταμάτησαν άναψαν λίγη φωτιά να ζεσταθούν κι όλη τη νύχτα την πέρασαν κάνοντας μετάνοιες, μέχρι που ξημέρωσε και γύρισαν πίσω.

Γιά να βιάζει ο Γέροντας τον εαυτό του σε ολονύχτια ορθοστασία (δέκα ώρες), έφτιαξε ένα μπαστούνι κάπως διαφορετικό από τα συνηθισμένα, όπως έχετε δεί, και κεί πάνω ακουμπούσε και προσηύχετο με ή χωρίς το κομποσχοίνι. Μία φορά - ποιός ξέρει μετά από πόσες ώρες τέτοιας αγρυπνίας - έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε κάτω. Όταν συνήλθε, ένιωσε τον εαυτό του πεσμένο κάτω, την εικόνα της Παναγίας και το καντηλάκι του πεσμένο κάτω και χυμένο πλάι του, το μπαστούνι πεταμένο πέρα μακρυά.

Άλλοτε πάλι έκανε έγκλειστος, δεν έβγαινε καθόλου. Από το παραθυράκι κατά διαστήματα ο γέρο-Αρσένιος του έδινε το παξιμαδάκι. Μία νύχτα άνοιξε το παράθυρο να πάρει αέρα, ζαλίστηκε κι έπεσε απ’ το παράθυρο.

Κάποτε σε μίαν εορτή, ο γέρο-Αρσένιος πήγε σε γειτονική καλύβη για να κοινωνήσει, ενώ ο Γέροντας αγρυπνούσε μόνος του με πολύ πένθος και μία αίσθηση της αμαρτωλότητος και αναξιότητός του, διότι οι άλλοι πατέρες θα μεταλάμβαναν, ενώ αυτός θα έμενε άμοιρος αυτής της χάριτος για τις αμαρτίες του. Ξαφνικά ένιωσε ένα σκούντημα στο κεφάλι, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε και μέσα στα σκοτεινά είδε μία λάμψη. Μέσα στη λάμψη ήταν ένας ωραιότατος άγγελος που κρατούσε στο αριστερό του χέρι ένα κουτάκι ολόλαμπρο και στο δεξί μία λαβίδα. Ο Γέροντας ευρισκόμενος υπό την επήρεια του πνευματικού αυτού φαινομένου και του μυστηρίου της χάριτος της οπτασίας κατάλαβε αθέλητα και χωρίς να σκεφθεί - γιατί σ’ αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος παύει να σκέφτεται αισθάνεται κατά το σύνηθες - έκαμε αυτό που ο Θεός του έλεγε να κάνει: Άνοιξε το στόμα του, κοινώνησε από του αγγέλου το χέρι με Άγιον Άρτον και έφυγε ο άγγελος, έσκυψε πάλι το κεφάλι του και δυναμωμένος από το γεγονός συνέχισε την ευχή.

Πολλές είναι οι ασκήσεις που έκαμνε ο Γέροντας και με τη χάρη του Θεού κατάφερε να αγνίσει τελείως τον εαυτό του κυρίως από το σαρκικό πάθος. Η θέση του μονάχου απέναντι στο πάθος το σαρκικό, πρέπει να είναι πόλεμος στήθος με στήθος. Οι σαρκικοί λογισμοί να αντιμετωπίζονται με ξύλο. «Σκοτώστε τον εαυτό σας», μας έλεγε, «γιά να ζήση η ψυχή». Εάν δεν αντιμετωπίσομε αυτό το θηρίο κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν υποτάσσεται η σάρκα στο πνεύμα. «Τό ξύλο θα τόχετε κάτω από το μαξιλάρι καί, μόλις έλθουν οι λογισμοί, ξύλο! Έτσι σιγά-σιγά ο άνθρωπος αποκτά το άνθος και την ευωδία της αγνότητας και της καθαρότητας, πράγμα που έχει πολλή παρρησία στο Θεό».

Η αγνότης του Γέροντος ήταν κάτι το θαυμαστό. Θυμάμαι, όταν έμπαινα το βράδυ στο κελλάκι του, ευωδίαζε όλο. Η δε οσμή της προσευχής του αισθανόμουν να διαποτίζει ό,τι τον περιέβαλε, επηρεάζοντας όχι μόνο τις εσωτερικές αλλά και τις εξωτερικές μας αισθήσεις. Όταν μας μιλούσε για την αγνότητα της ψυχής και σώματος, έφερνε πάντοτε ως παράδειγμα την Παναγία μας. «Δέν μπορώ να σας περιγράψω», έλεγε, «πόσο αρέσει στην Παναγία μας η καθαρότης και η σωφροσύνη. Επειδή αυτή είναι η μόνη αγνή Παρθένος, γι’ αυτό και όλους έτσι μας θέλει και μας αγαπά». Και πάλι έλεγε: «Δέν υπάρχει άλλη πιό ευωδιαστή θυσία πρός τον Θεό, σαν την αγνότητα του σώματος, που αποκτάται με αγώνα και αίμα. Γι’ αυτό βιασθείτε! Μη δέχεσθε καθόλου τους αισχρούς λογισμούς!»

(συνέχεια στο Β Μέρος...)

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου