Μοῦ εἶπε κάποτε ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Κύπρο, βοσκὸς στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου ἔχει ἀνάλογη πνευματικὴ κατάσταση μὲ τὸν μακαριστὸ ὅσιο Γέροντα Ἀναστάσιο Κουδουμιανό· «Δεσπότη μου, νὰ γονατᾶς καὶ νὰ παρακαλεῖς νὰ σοῦ δώσει ὁ Θεὸς βεβαίαν πίστιν». Καὶ τὸν ρωτῶ: «Πῶς ἀποκτιέται ἡ βεβαία πίστη»; Καὶ μοῦ ἀπαντᾶ· «Ἒ!… Ὅταν καθήσει ὁ νοῦς στὴν καρδιά. Δὲν θυμᾶσαι τί σοῦ ἔλεγεν ἡ μάνα σου, ὅταν... ἔκανες ἀταξίες»;
«Τί μοῦ ἔλεγε», τοῦ λέω. Καὶ ἀκοῦστε τὴν ἀπάντηση,
ποὺ ἴσως προκαλέσει γέλιο, ἀλλ᾽ ἔχει μεγάλο θεολογικὸ καὶ νηπτικὸ βάθος. Μοῦ λέει: «Δὲν σοῦ ἔλεγε, ‘‘εἶναι ὁ νοῦς σου, γιέ μου, καὶ ξεκόλλησε’’; Ἀπὸ ποῦ ξεκόλλησε; Ἀπὸ τὴν καρδία, ποὺ μὲ κόπο ἔβαλες τὸν νοῦν στὴν καρδία. Ἀλλά, εὔκολα αἰχμαλωτίζεται ὁ νοῦς ποὺ δὲν βρίσκεται στὴν καρδία ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ τοῦ κόσμου τούτου». Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ἕνας βοσκός, ἀλλὰ μὲ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ἁγιοπνευματικὴ ἐμπειρία τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τῶν ἁγιασμένων ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φωτισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δογματικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων της Ἐκκλησίας μας, σὰν ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ ἀποκαλυπτικὸ θεῖο γεγονός, διαποτίζει ὅλη τὴν ἀκαδημαϊκὴ ἐργασία τοῦ πατρὸς Ἰωάννη Ρωμανίδη.
Ἀκοῦστε, τί γράφει ἐκ παραλλήλου ὁ π. Ἰωάννης :
«Ἡ ἀρχὴ τῆς θεραπείας τοῦ νοός, ποὺ λέγεται κάθαρσις, εἶναι ἡ ἐκδίωξις ἀπὸ αὐτὸν ὅλων τῶν λογισμῶν, καλῶν καὶ κακῶν. Ὄταν ἡ ἐκκένωσις αὐτὴ συνδυάζεται μὲ τὴν κάθαρσιν τῶν παθῶν καὶ ὀρθὴν περὶ Θεοῦ πίστιν, ὁ νοῦς ἐπιστρέφει εἰς τὴν καρδίαν καὶ δέχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἀποστελλόμενον ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ προσευχόμενον ἀδιαλείπτως. Τότε, κατὰ τοὺς Πατέρας, γίνεται κανεὶς ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ νοερὰ εὐχὴ λέγεται μονολόγιστος, ἀφοῦ ὁ μόνος λογισμὸς ποὺ κατέχει τὸν νοῦν εἶναι ἡ ἀέναος μνήμη τοῦ Θεοῦ».
Θὰ μποροῦσε ἄραγε ποτὲ ἕνας ἀκαδημαϊκὸς θεολόγος νὰ γράψει μὲ τέτοια σαφήνεια περὶ τῆς καθάρσεως καὶ τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ, ἐὰν ὁ ἴδιος δὲν εἶχε προσωπικὰ τὴν ἐμπειρία τῆς καθάρσεως ἢ δὲν τὴν ἀπαντοῦσε στὸ πρόσωπο κάποιου στενοῦ του ἀνθρώπου; Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἀπὸ παιδὶ βίωνε τὴ θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ στὸ πρόσωπο τῆς μάνας του Εὐλαμπίας, τῆς μετέπειτα μοναχῆς Εὐλαμπίας Ρωμανίδου, στὸ πρόσωπο τῆς ὁποίας θὰ ἀναφερθοῦμε στὴ συνέχεια.
Οἱ πνευματικές του καταβολὲς
Ὁ π. Ἰωάννης ἦταν μικρασιατικῆς καταγωγῆς, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Ἀραβησσὸ τῆς Καππαδοκίας, καὶ γεννήθηκε στὸν Πειραιᾶ τὸ 1927. Γράφει ὁ ἴδιος: «Οἱ γονεῖς μου ἦσαν ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴν Καστρόπολιν τῆς Ἀραβησσοῦ τῆς Καππαδοκίας, ὅπου ἐγεννήθη ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος (582-602), ὁ ὁποῖος διώρισεν ὡς Πάπαν τῆς Ρώμης τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Μέγαν (590-604) καὶ ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειράν του διώρισεν ὡς πρῶτον ἀρχιεπίσκοπον τοῦ Καντέρμπουρι τὸν Αὐγουστῖνον (597-604). Γεννήθηκα εἰς τὸν Πειραιᾶ, τὰς 2.3.1927... Ἔφυγα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μετανάστευσα εἰς τὴν Ἀμερικήν, εἰς τὰς 15 Μαΐου 1927 (εἰς ἡλικίαν 72 ἡμερῶν) μὲ τοὺς γονεῖς μου καὶ ἐμεγάλωσα εἰς τὴν πόλιν τῆς Νέας Ὑόρκης, εἰς τὸ Μανχάταν, εἰς τὴν 46ην ὁδόν, μεταξὺ τῆς 2ας καὶ τῆς 3ης Λεωφόρου. Εἶμαι ἀπόφοιτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου Μπρούκλαϊν, Μασαχουσέτης, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Γέηλ, Διδάκτωρ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Χάρβαρντ (School of Arts and Sciences), Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καὶ Ἐπισκέπτης Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μπαλαμὰντ τοῦ Λιβάνου ἀπὸ τὸ 1970» [1].
Γεννήθηκε λοιπὸν προσφυγόπουλο ἀπὸ δύο εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Σάββα, ποὺ ἦταν ράφτης, καὶ τὴν Εὐλαμπία, ποὺ ἦταν οἰκοκυρά, ἀλλὰ καὶ ἀσκήτρια. Ἐπίσης εἶχε μία ἀδελφή, τὴν Παρθενία. Ἡ γλῶσσα, ποὺ μιλοῦσαν στὸ σπίτι, δὲν ἦταν τὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ τὰ τουρκικά, γιατὶ οἱ γονεῖς του ὅπως εἴπαμε ἦταν ἀπὸ τὴν καρδιὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὅπου ἡ ἐπικρατοῦσα γλῶσσα τότε ἦταν ἡ τουρκική. Ὁ ἴδιος ἔλεγε πάντοτε ὅτι τὰ ἑλληνικὰ παρέμειναν ἡ δεύτερή του γλῶσσα.
Παιδί μου, ἄνθρωπος ἅγιος μὲ τὸ ζόρι δὲν γίνεται
Ἡ μάνα του Εὐλαμπία ἦταν αὐτὴ ποὺ καθόριζε τὸ πνευματικὸ περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς της. Ἦταν αὐτή, ποὺ τοῦ μετέδωσε ἀπὸ πολὺ νωρὶς τὸ ἀσκητικὸ φρόνημα. Γράφει ὁ ἴδιος: «Θυμᾶμαι, ποὺ ἡ μάνα μου μοῦ ἔλεγε· ‘‘Παιδί μου, ἄνθρωπος ἅγιος μὲ τὸ ζόρι δὲν γίνεται. Πρέπει νὰ τὸ θέλεις’’»! Γιὰ νὰ προσθέσει στὸν λόγο τῆς μητέρας του, «δὲν μπορεῖ βέβαια ἄνθρωπος μὲ τὸ ζόρι νὰ γίνει ἅγιος, ὁ καθένας πρέπει νὰ ἐπιλέξει τὸν δρόμο τῆς ἀσκητικῆς θεραπείας».
Αὐτὸς ὁ λόγος περὶ ἀσκητικῆς θεραπείας τοῦ πατρὸς Ἰωάννη φανερώνει μία συνέχεια καὶ μία ἐμπειρικὴ γνώση Θεολογίας, ποὺ εἶχαν ὅλοι οἱ πιστοὶ ποὺ ἔφθασαν στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ. Θυμᾶμαι, κάποτε ρώτησα τὴ μάνα μου τὴ Μηλιά· «Μάνα, τώρα ποὺ ἔγινες 90 ἐτῶν, τί συμβουλὴ θὰ ἔδινες σ᾽ ἐμένα τὸ γυιό σου, ποὺ ἀξιώθηκα νὰ γίνω καὶ Ἐπίσκοπος;» Μοῦ ἀπάντησε: «Νὰ προσέχεις, γυιέ μου, νὰ μὴν γύρει ὁ νοῦς σου»! Δηλαδὴ βλέπουμε ἐδῶ δύο πρωτινὲς μητέρες, μία Μικρασιάτισσα καὶ μία Κύπρια, νὰ κρατοῦν τὸ ἴδιο ἀσκητικὸ Ὀρθόδοξο ἦθος καὶ νὰ σοῦ λένε, πρόσεξε νὰ μὴν περηφανευτεῖς, νὰ μὴν πάρει ὁ νοῦς σου ἀέρα! Ὅλα αὐτὰ ἔχουν θεολογικὴ ἀξία καὶ βάθος. Κι ὅπως ξέρουμε, οἱ πρωτινοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ ποῦν μιὰ λέξη νήστευαν σαράντα μέρες, ὅπως λέει ὁ λαός μας. Δηλαδὴ ὁ λόγος τους ἦταν ἀποτέλεσμα φωτισμοῦ. Αὐτὸ σημαίνει νήστευαν σαράντα μέρες γιὰ νὰ ποῦν ἕνα λόγο.
Αὐτή, λοιπόν, ἡ γυναίκα, ἡ Εὐλαμπία, μεγαλωμένη σὲ ἕνα τόπο μὲ μεγάλη καὶ βαθειὰ πίστη κι ὡς γνήσια θυγατέρα τοῦ γένους τῶν Καραμανλήδων, τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ παιδὶ εἶχε ὡς ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς της τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὴ νοερὰ προσευχή. Δώδεκα χρόνων κορίτσι ἔζησε τὸν σφαγιασμὸ τῶν γονέων της ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ μητέρα της ἔγινε ἡ Παναγία. Ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος τὴν ἔβαλε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη της καὶ ἀνέλαβε τὴν πνευματική της ἀνατροφή, ὅπως ἡ ἴδια διηγήθηκε σὲ ἄλλες μοναχές. Ἡ Παναγία παρουσιαζόταν καὶ τὴν ἔπιανε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὶς διάφορες κακοτοπιὲς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους, μὲ ἀποτέλεσμα ἀπὸ μικρὴ νὰ ἔχει μία συνεχὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἔγραψε: «Δώδεκα χρόνων ποὺ ἤμουν, ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανα αὐτὴ ἦταν: Παράκληση, Ἑξάψαλμος, Ἀπόδειπνο, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. Ἔτσι περνοῦσα τὸν χρόνο μου. Αὐτοὺς τοὺς λόγους δὲν τοὺς ἄφηνα ἀπὸ τὸ μυαλό μου νύχτα καὶ μέρα. Κύριε Ἀγαθέ, τὰ ἀγαθά σου μὴ μοῦ στερήσης. Ἀπὸ κάθε τι, νὰ ἀκούω τὰ λόγια σου. Ἀπὸ ἀπρεπῆ πράγματα μὲ τὴν βοήθειά σου, Κύριε μου, φύλαξέ με. Κύριε, κατὰ τὴν ἐντολή σου, ὅπως ξέρεις ἐσύ. Κύριε, ὁ λάρυγγάς μου ὅ,τι λέει δικός σου νὰ εἶναι. Ἡ Βασίλισσα ἡ Παναγία μας, μὲ τὶς πρεσβεῖες της καὶ τῶν ἁγίων… Καὶ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς Εὐλογητὸς εἶσαι εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Νὰ ξέρεις, παπᾶς θὰ γίνεις ἐσύ
Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἡ Εὐλαμπία ἐγκαθίσταται στὸν Πειραιᾶ καὶ παντρεύεται τὸν συμπατριώτη της Σάββα Ρωμανίδη, μὲ τὸν ὁποῖο ἀποκτοῦν τὸ πρῶτο τους παιδί, τὸν Ἰωάννη, τὸν ὁποῖο τάζει στὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ρῶσο καὶ τὸ βαπτίζει στὸ Προκόπι τῆς Εὔβοιας. Οἱ δυσκολίες καὶ ἡ φτώχεια ἀναγκάζουν τὴν οἰκογένεια Ρωμανίδη νὰ μεταναστεύσει στὴν Ἀμερικὴ τὸ 1927. Στὸ νέο αὐτὸ πρωτόγνωρο περιβάλλον ἡ Εὐλαμπία ἐνδυναμώνει τὶς προσευχές της καὶ καλλιεργεῖ συνεχῶς τὴ νοερὰ προσευχή, κάνοντας ταυτόχρονα πολλὲς μετάνοιες. Τὴν ἔβλεπε μικρὸ παιδάκι ὁ π. Ἰωάννης καί, σὰν πειραχτήρι ποὺ ἦταν, τῆς ἔλεγε· «Μάνα, τί κάνεις ὅλο μετάνοιες καὶ μετάνοιες»; Κι ἐκείνη τοῦ ἀπαντοῦσε· «Κορόιδευε, Γιαννάκη, κορόιδευε! Μὰ νὰ ξέρεις, παπᾶς θὰ γίνεις ἐσύ»! Δηλαδὴ εἶχε καὶ διορατικὸ χάρισμα ἡ γιαγιούλα μέσα στὴν Ἀμερική!
Οἱ Προτεστάντες, βλέποντας τὴν πίστη τῆς Εὐλαμπίας, προσπαθοῦσαν νὰ τὴν προσηλυτίσουν, διενεργώντας καθημερινὲς ἐπισκέψεις στὸ σπίτι της. Ἕνα βράδυ, ἀποφασισμένοι νὰ κάνουν «δικιά» τους τὴν Εὐλαμπία, τὴν ἐπισκέπτονται μαζικὰ περίπου δεκαπέντε ἄτομα καὶ δὲν τὴν ἀφήνουν ἥσυχη. Αὐτὴ μὲ τὸν λόγο της ἀντιστεκόταν στὶς προκλήσεις τους, ὁπόταν κάποια στιγμὴ τοὺς ἀφήνει γιὰ λίγο μόνους καὶ πάει στὸ εἰκονοστάσι της, κι ἀρχίζει νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ νὰ τὴ φωτίσει γιὰ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει. Ξαφνικά, μιὰ μεγάλη βοὴ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι, τὴν ὁποία μόλις ἄκουσαν οἱ Προτεστάντες ἐκεῖνοι, ἔφυγαν τρομαγμένοι, κι ἔκτοτε δὲν τὴν ξαναενόχλησαν.
Ὅταν ἡ κόρη της Παρθενία παντρεύτηκε ἕναν ἑτερόδοξο κι αὐτὸς τὴν πῆρε μαζί του στὴ Νέα Ζηλανδία, σηκώθηκε κι ἡ Εὐλαμπία ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ —σημειωτέον ὅτι οἱ γονεῖς τοῦ πατρὸς Ἰωάννη δὲν ἔμαθαν ποτὲ ἀγγλικὰ— καὶ πῆγε στὴ Νέα Ζηλανδία, ὅπου ἔμεινε μαζί τους, μέχρι ποὺ κατήχησε τὸν γαμπρό της καὶ τὸν βάπτισε Ὀρθόδοξο. Κι ἐπειδή, ἔλεγε, τὸ νὰ εἶσαι Ὀρθόδοξος δὲν ἀρκεῖ νὰ εἶσαι βαπτισμένος, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ κοινωνᾶς, διενήργησε καὶ ἵδρυσε Ὀρθόδοξη ἐκκλησία στὸ Christchurch, τὴ δεύτερη μεγάλη πόλη στὴ Νέα Ζηλανδία!
Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ ἔχει πνευματικὴ τηλεόραση!
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ συζύγου της, μετέβη στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου βρισκόταν ἤδη ὁ π. Ἰωάννης μὲ τὴν οἰκογένειά του, καὶ τελικὰ ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐγκαταβιώνοντας στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή, τὴ μονή, ποὺ πνευματικό της καθοδηγητὴ εἶχε τὸν ὅσιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη. Ἡ κουρά της σὲ μεγαλόσχημη μοναχὴ ἔγινε στὶς 4 Μαΐου 1973.
Πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο, ποὺ ἐπισκέφτηκα τὴν ἐν λόγῳ μονή, μοῦ ἀνέφερε ἡ ἡγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ Φιλοθέη· «Αὐτὴ ἡ γιαγιὰ (ἡ Εὐλαμπία) καλὰ καλὰ ἑλληνικὰ δὲν ἤξερε, ἀλλὰ ἦταν ἡ πρώτη στὶς Ἀκολουθίες, ἡ πρώτη στὴν ὑπακοή, καὶ εἶχε ἀποκτήσει μεγάλο διορατικὸ χάρισμα. Γιὰ παράδειγμα, ὁ γέρο-Παΐσιος κάποιες νύχτες προσευχόταν γονατιστὸς στὸ κρεββάτι του. Καὶ ἡ γιαγιὰ Εὐλαμπία ἀπὸ τὴ Σουρωτὴ τῆς Θεσσαλονίκης τὸν ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς —κι ὄχι μὲ τὰ μάτια τους σώματός της— μέσα στὸ κελλί του τί ἔκανε. Κι ὅταν συναντήθηκαν ἀργότερα, τοῦ τὸ ἀνέφερε. Καὶ ἔλεγε μὲ θαυμασμὸ ὁ ἅγιος Παΐσιος· ‘‘Κοίτα νὰ δεῖς, αὐτὴ ἡ γιαγιὰ ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴν Τουρκιὰ καὶ τὴν Ἀμερική, νὰ ἔχει καὶ πνευματικὴ τηλεόραση καὶ νὰ μὲ παρακολουθεῖ τί κάνω στὸ Ἅγιον Ὄρος’’! Καὶ ὅλες οἱ καλόγριες ἔμειναν ἔκπληκτες μὲ τὰ χαρίσματα τῆς γιαγιᾶς Εὐλαμπίας».
Ἡ Γερόντισσα Εὐλαμπία ἐκοιμήθη ὁσιακά τὸ 1980, ὅπως ζητοῦσε διαρκῶς ἀπό τὸν Θεό: «Τὸ ὄνομά μου ἐν βίβλω ζωῆς νὰ περάσεις. Εἰρηνικὰ χριστιανικά τὰ τέλη τῆς ζωῆς μου δός μου…» [2] . Ὁ θάνατος δέν τὴ φόβιζε διόλου, διότι τὸν μελετοῦσε ἀπὸ 12 ἐτῶν, «τὸν θάνατο νὰ μὴν βγάλω ἀπό τὸν νοῦ μου Κύριε δός μου»[3] . Δὲν μιλοῦσε ποτὲ γιὰ τὶς πνευματικές της ἐμπειρίες καὶ ὅταν τὴ ρωτοῦσαν ἔλεγε: «Ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βλέπουν. Ἐγὼ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἔβλεπα Ἁγίους. Μοῦ εἶπαν, παιδί μου, νὰ μὴν λέω. Κακὸ καὶ μένα, κακὸ καὶ σένα» [4] . Κατά τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ἔβλεπε τοὺς Ἀγγέλους καὶ κάποτε εἶπε σὲ μιὰ μοναχή: «Ἐσεῖς νομίζετε κοιμᾶμαι. Ἐγὼ βλέπω ἀγγέλους, γεμάτη ἡ Ἐκκλησία» [5]. Καὶ μία ἄλλη φορά, τὴν περίοδο ποὺ ἦταν κατάκοιτη πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μέσα στὸν ναὸ κατά τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ξαφνιάζοντας τὶς ἀδελφές, καὶ ὅταν τὴ ρώτησαν πὼς ἦρθε τοὺς ἀπάντησε μὲ ἁπλότητα: «Ἐμένα, παιδί μου, ὁ Ἅγιος Αρσένιος ἔτσι (δηλαδὴ σηκωτὴ) μὲ ἀνέβασε» [6] .
Ἀντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ποιά ἦταν ἡ καταγωγὴ τοῦ πατρὸς Ἰωάννη Ρωμανίδη, καὶ εἰδικὰ τί πνευματικὰ γονίδια τοῦ κληρονόμησε ἡ ἁγία μάνα του, ποὺ καθόρισαν καίρια τὴ ζωή του. Νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐδῶ καὶ τὴ σχετικὴ θεόπνευστη διδασκαλία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, γιὰ τὸ πόσο τὰ γονίδια, δηλαδὴ ἡ κυτταρικὴ μνήμη τῶν προγόνων μας, ἐπηρεάζουν τὰ παιδιά μας, εἴτε θετικά, εἴτε ἀρνητικά.
*Σημειώσεις: Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου ποὺ πραγματοποιήθηκε τὴν 31η Ἰανουαρίου 2017 στὸ πλαίσιο ἐκδήλωσης πρὸς τιμὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ποὺ διοργάνωσε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Λεμεσοῦ καὶ περιέχεται στὸ βιβλίο Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου, Ὁμιλίες, τόμ. Α´ καὶ Β´. Λόγοι ἐμπειρικῆς θεολογίας ἁγίων Πατέρων καὶ Μητέρων, ἐκδ. Θεομόρφου, Ἀθήνα 2020.
Ἡ φωτογραφία τῆς Γερόντισσας Εὐλαμπίας δόθηκε στὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στὴ Σουρωτή, τὴ μονὴ τῆς μετανοίας τῆς Γερόντισσας, ποὺ πνευματικό της καθοδηγητὴ εἶχε τὸν ὅσιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη.
Παραπομπὲς
[1] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμ. Α´, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Λεβαδειὰ ²2011, σσ. 24-25.
[2] Πρωτοπρεσβυτέρου Λάμπρου Φωτόπουλου, «Ἡ Γερόντισσα Εὐλαμπία Ρωμανίδου», Ἀθήνα 2003
[3] ὅ.π.
[4] ὅ.π.
[5] ὅ.π.
[6] ὅ.π.
ΤΟ ΒΡΗΚΑΜΕ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου