Σελίδες

20 Ιουλίου 2024

Γέροντος Δωροθέου:«οὐκ εἰμί ἱκανός ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθεις»Μελέτη στό εὐαγγελικό ανάγνωσμα

 

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

μελέτη στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα

Τό θαῦμα εἶναι φανέρωση τῆς θείας δόξας. Τό θαῦμα δέν γίνεται γιά νά πιστεύσουν οἱ ἄνθρωποι. Ἐπειδή ὑπάρχει ἡ πίστη γίνεται τό θαῦμα. Ἐπί πλέον τό θαῦμα εἶναι ἱστορικό γεγονός καί ἐντάσεται στήν ὅλη πορεία τῆς ἱστορίας τῆς θείας οἰκονομίας. Τό θαῦμα, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ἑκατοντάρχου,  φανερώνοντας τήν θεία δόξα στόν κόσμο δέν ἀφορᾶ μόνο ἕνα πρόσωπο ἀλλά ἀνήκει στήν κοινότητα καί τήν ἱστορία. 

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βλέπουν στήν κτιστή πραγματικότητα

τούς «λόγους τῶν πραγμάτων». Δέν ὀμιλοῦν γιά φυσικούς νόμους ὅπως ἡ Ἐπιστήμη. Ἐπί πλέον, ὁ λεγόμενος φυσικός καί ὁ μεταφυσικός κόσμος εἶναι δύο πράγματα ἑνωμένα. Ἡ ἑνότητα Θεοῦ καί κόσμου συγκροτεῖται μέ τίς ἄμεσες θεῖες ἐνέργειες. Ὁ ἄκτιστος Θεός καί ἡ κτιστή δημιουργία εἶναι ἕνα ἑνιαῖο ἱεραρχικό σῶμα ὅπου ἡ τάξη εἶναι χαρισματική καί ὄχι ἐξουσιαστική καί ὅλα φωτίζονται, οὐσιώνονται καί ζωοποιοῦνται ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν οὐσίωση τῶν ὄντων ὁ Θεός εἶναι διαρκῶς παρών στήν κτίση. Ἔτσι τό θαῦμα δέν εἶναι ἄρση κάποιου φυσικοῦ νόμου, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ δράση τῆς τελειωτικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη ἐνῶ οἱ φυσικοί νόμοι εἶναι κτιστοί. Παντοῦ ὑπάρχουν οἱ ἀπειράριθμες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» ( Ψαλμ. 23,1).

«Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς...Ὕπαγε καί ὡς ἐπίστευσας, γεννηθήτω σοι» (Ματθ. 8,13). Παρατηροῦμε ἐδῶ ὅτι γιά τήν δράση τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας εἶναι ἀπαραίτητη σάν συνέργια, ἡ πίστη. Καί σέ ἄλλες περιπτώσεις ὁ Χριστός ἐρώτησε: «πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Ἡ πίστη κατά τόν Παῦλο εἶναι «ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἐβρ. 11,1). Ἐπί πλέον ἡ σωτηρία διά τῆς πίστεως εἶναι «Θεοῦ τό δῶρον» (Ἐφ. 2,8). Ὁ Κύριος ζητᾶ τήν πίστη προτοῦ ἐπιτελέσει ἕνα θαῦμα ἐπειδή ἡ πίστη εἶναι στήν οὐσία ἀποδοχή τῶν μή ὀρωμένων πραγμάτων. Ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτό μόνο συνεργεῖ: στήν ἀποδοχή τῆς θείας ἐνέργειας, τῆς σωτηρίας. Ἡ σωτηρία εἶναι ἀποκλειστικό ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅμως ἡ ἀποδοχή αὐτοῦ τοῦ ἔργου ἀνήκει στόν ἄνθρωπο. Μέ αὐτόν τόν τρόπο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ἀνήκει σέ αὐτούς πού τό θέλουν καί τό ἀποδέχονται ἐλεύθερα, ὄχι σέ τυραννουμένους. 

 Ἡ πίστη, ἐπί πλέον, σημαίνει τήν μή ἀποδοχή τοῦ λογικού μέρους τῆς ψυχῆς ὡς κυρίαρχου καί τήν ἀποδοχή τῆς Παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι μία πράξη ταπείνωσης ἀλλά ὁ Θεός «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν». Σύμφωνα μέ τήν λεγόμενη «ἀνθρωπική ἀρχή» ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατασκευασμένος μέ τρόπο ὥστε νά κατανοεῖ τά πράγματα καί τήν δομή τοῦ σύμπαντος ἐπειδή εἶναι τό κέντρο τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεός, ὅμως, εἶναι ἀκατάληπτος καί προσεγγίζεται μέ τήν πίστη πού σημαίνει τήν ἀποδοχή τοῦ ὑπερβατικοῦ. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπονοεῖ ἡ ἐρώτηση τοῦ Κυρίου «πιστεύεις ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι». Πιατεύοντάς το παύεις νά εἶσαι ἐγωκεντρικός καί νά λατρεύεις τό ἐγώ σου ἤ τά ἔργα σου ἤ νά θαυμάζεις τόν νοῦ σου καί καλοδέχεσαι τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν πρόνοιά του καί στήν οὐσία τήν ἀγάπη του. Ὁ Θεός κατά τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀγάπη καί ἔρως ἐκ–στατικός, πού βγαίνει δηλαδή ἀπό τήν στατικότητά του. Αὐτό νοεῖται ὄχι σάν συναισθηματισμός ἀλλά σάν κίνηση. Ὅταν δέν ἀποδέχεσαι τόν Θεό καί τή ἀγάπη του γίνεσαι ἀνέραστος καί καταστροφικός. Καταστρέφεις τόν ἑαυτό σου καί τήν δημιουργία. Μέ αὐτόν τόν τρόπο εἰσέρχεται τό κακό στόν κόσμο σάν διάβρωση τοῦ ἀγαθοῦ: ὅταν οἱ ἄνθρωποι κλείνονται ἐγωκεντρικά στόν ἑαυτό τους καί ἀρνοῦνται τά χαρίσματα καί τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ. Ἄρα, κάθε σου κίνηση πρός τόν ἐγωκεντρισμό προξενεῖ ζημία σέ ὅλο τόν κόσμο ἐνῶ, ἀντιθέτως, κάθε κίνηση πρός τήν ταπείνωση καί τήν κοινωνικότητα ὀφελεῖ ὅλο τόν κόσμο. Ἀπό αὐτή τή ἄποψη κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τό κακό στόν κόσμο ἐφόσον κλείνεται ἐγωιστικά στό ἐγώ του. Οἱ Ἅγιοι θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὑπεύθυνους γιά ὅτι κακό ὑπάρχει στόν κόσμο ἀκόμη καί γιά τίς πράξεις τῶν ἄλλων. Αὐτό τό νόημα ἔχει ἡ ἐρώτηση τοῦ Θεοῦ στόν ἀδελφοκτόνο Κάϊν «ποῦ ἔστιν Ἄβελ ὁ ἀδελφός σου» καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Κάϊν «μή φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμί ἐγώ;» (Γεν. 4,9). Ὁ Θεός μᾶς θεωρεῖ συνυπεύθυνους τόν ἕνα γιά τόν ἄλλο. 

Ἡ φράση τοῦ ἑκατόνταρχου «οὐκ εἰμί ἄξιος ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθεις» ἔγινε ἱστορική καί πολλοί Πατέρες τήν ἀντέγραψαν ἤ τήν σχολίασαν. Εὐχόμεθα νά ὑπάρξουν καί σήμερα ἄνθρωποι νά τήν πιστεύουν βαθέως καί νά τήν κάνουν πράξη.

Ἀρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα


”ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ”

ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στά κυριακάτικα Εὐαγγέλια

Θεσσαλονίκη, 2015



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου