Σελίδες

18 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ιερέας και το αλκοτέστ!

Ιερέας  ο  ένας  λαϊκός  ο  άλλος  ( φίλοι και κουμπάροι )  επέστρεφαν  από  το  Άγιο  Όρος.
Δάφνη,  Σταυρονικήτα,  Διονυσίου  η  σύντομη  διαδρομή ...για  να  γεμίσουν  οι  μπαταρίες.

Στο  λεωφορείο  της  επιστροφής  ανάμεσα  στα  σχόλια  των  ημερών  για το  όρος...
Ιερέας: Να  σου  πω  κάτι, δεν  θα  το  πιστέψεις.
Λαϊκός: Πες μου,  τι  είναι;
Ιερέας: Μια  φορά  είχα  πάει  σε  μια  αγρυπνία  σ' ένα  γνωστό  μου  στη  Θήβα.  Ήμαστε  πολλοί  παπάδες  γιατί  γιόρταζε  η  Εκκλησία,  αλλά  και  ο  κόσμος  έφθανε  μέχρι  το  δρόμο. Στην  ώρα  της  Θείας  κοινωνίας  ετοιμάσαμε  τέσσερα  Άγια  ποτήρια  για  να  μην  καθυστερούμε  τον  κόσμο, άλλωστε είχε  περάσει    η  ώρα.

Εγώ  κάπως  καθυστέρησα, με  φώναξε  ο  Δεσπότης  κάτι  να  μου  πει  και  άργησα  να  βγω  στον  κόσμο για να τους κοινωνήσω.

Βγαίνοντας  τελικά  ίσα  που  πρόλαβα  και  κοινώνησα  πέντε- έξι.

Το  ποτήρι  ήταν  γεμάτο  μέχρι  πάνω  και  έτσι το κατέλυσα  μόνος. Χαιρέτισα  τους  πατέρες και  έφυγα  γρήγορα, είχα  άλλωστε  και  διαδρομή  μέχρι  την  Αθήνα.

Ιερέας: Ακούς  ή  κοιμήθηκες;

Λαϊκός: Έλα,  συνέχισε.

Ιερέας: Βγαίνοντας  από  την  Θήβα  να  σου  κι' ένα  περιπολικό  της  τροχαίας  να  μου  κάνει  σήμα  να  σταματήσω.

Αστυνομικοί: Καλησπέρα  πάτερ,  πως  κι΄από  δω;

Ιερέας:  Επιστρέφω  στην Αθήνα.

Αστυνομικοί: Γυρνάνε  και  οι  παπάδες  την  νύχτα;

Ιερέας:  Βρε  ευλογημένε  σε  αγρυπνία  ήμουν  με  τον  π. Ν  στην  Εκκλησία  σας  που  γιορτάζει.

Αστυνομικοί: Μια  και  σε  σταματήσαμε,  να  κάνουμε  ένα  αλκοτέστ.

Ιερέας:  Οπως  νομίζετε  παιδιά.

Ετοίμαζαν  οι  Αστυνομικοί  το  αλκοτέστ, σβούρα  το  μυαλό  του  παπά  - γεμάτο  το  Άγιο  ποτήρι,  το  κατέλυσα  μόνος  μου ...λες ;  μπα  όχι...  έχει  ο  Θεός.

Αστυνομικοί: Φύσα  παπά.

Ιερέας : Ορίστε  φύσηξα,  πάρτο.

Αστυνομικοί: Αρνητικό, δεν  μου  λες  παπά  δεν  πίνεις  καθόλου  κρασί, ο  δείκτης  είναι  κάτω  από  τα  φυσιολογικά, άντε  στο  καλό.

Ιερέας: Καληνύχτα  παιδιά.

Ξεμάκρυνε  ο  παπάς, σαν  άνθρωπος  ίσως  κάποιο  δευτερόλεπτο  παλαντζάρισε  η  ψυχή  του, μα  σαν  ιερεύς   χάιδεψε  λίγο  το  στήθος  του, ένα  χαμόγελο  φάνηκε   στα  χείλη  του  και  ένα  "Δόξα Σοι  ο Θεός"  έσκισε  τον  Ουρανό  και  έφτασε  στο  θρόνο του  Θεού.

Ιερέας:  Κατάλαβες ή  κοιμάσαι  τόση  ώρα;
Λαϊκός: Κατάλαβα  πάτερ...κατάλαβα!

Είχε  γυρίσει ο  λαϊκός    προς  το  παράθυρο,  και  ένα  δάκρυ  χαράς και  ευγνωμοσύνης  για τον Θεό γλίστρησε  απ' τα μάτια,  ένοιωθε  τώρα  μες  τα  κατάβαθα  της  ψυχής  η  πίστη  μέσα του  να  μην  είχε  κολληθεί απλώς, αλλά  πακτώθηκε, έγινε...ένα!  

χ.

Υ.Γ: Το  πιο  πάνω  είναι  αληθινό  γεγονός. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου