Έτσι, το έργο του Θεού που γινόταν οδηγούνταν στην απώλεια. Διότι και ο θάνατος, όπως προείπα, είχε ισχύ νόμου σε βάρος μας. Και δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει το νόμο που τον είχε θεσπίσει ο Θεός εξαιτίας της παραβάσεως (των πρωτοπλάστων). Θα ήταν μάλιστα ανακόλουθο και ανάξιο στο Θεό να συμβεί κάτι τέτοιο.
Θα ήταν πρώτα ανακόλουθο· διότι, ενώ το είπε ο Θεός, στη συνέχεια αποδείχνεται ψεύτης· δηλαδή, ενώ νομοθέτησε ότι θα πεθάνει ο άνθρωπος αν παραβεί την εντολή του, στη συνέχεια, μετά την παράβαση, να μην πεθαίνει· έτσι, καταπατείται ο λόγος του Θεού. Δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αν έλεγε ότι θα πεθαίνουμε, και δεν πεθαίναμε.
Έπειτα, θα ήταν και ανάξιο του Θεού· (...) Δεν θα ήταν άξιο στην αγαθότητα του Θεού, να πεθαίνουν τα πλάσματά του, εξαιτίας της δόλιας απάτης του διαβόλου σε βάρος των ανθρώπων.
Αφού λοιπόν φθείρονταν τα λογικά πλάσματα καί χάνονταν τέτοια δημιουργήματα, τί έπρεπε να κάνει ο πανάγαθος Θεός;