Διηγήθηκε ο Γέροντας Πορφύριος: «Ήταν κάποτε ένα μοναστήρι στο βουνό, όπου οι μοναχοί ζούσαν ειρηνικά.
Μια μέρα έκαναν επιδρομή ληστές, μπήκαν μέσα στο Ναό της Μονής αγριωποί και ο αρχηγός τους ζήτησε τον Ηγούμενο. Ένας μοναχός τον
ειδοποίησε και εκείνος, που βρισκόταν μέσα στο Ιερό, παρακάλεσε τον αρχιληστή να περιμένει λίγο, ώσπου να τελειώσει μια εργασία του. Γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα και άρχισε θερμή προσευχή στο Χριστό, να τους γλιτώσει από αυτόν τον κίνδυνο.
Ο αρχιληστής, στο διάστημα αυτό περιεργαζόταν τις τοιχογραφίες του Ναού. Άγριος όπως ήταν, τράβηξε την προσοχή του η εικόνα της μελλούσης κρίσεως και ιδιαίτερα του φοβερού δράκοντα, που έβγαζε φωτιές από το στόμα του και κατάπινε τους κολασμένους. Εκείνη τη στιγμή βγήκε από το Ιερό ο Ηγούμενος. Ο αρχιληστής, μόλις τον είδε, του είπε απότομα: «Θα μου δώσεις αμέσως όλους τους θησαυρούς του Μοναστηριού, γιατί αλλιώς θα σας σφάξουμε. Αλλά πρώτα θέλω να μου εξηγήσεις τι παριστάνει αυτή η ζωγραφιά».
Ο Ηγούμενος, που εξακολουθούσε να προσεύχεται κρυφά, του εξήγησε, ότι από τη μια μεριά είναι ο Χριστός, που παίρνει μαζί Του στον Παράδεισο τους δικαίους και από την άλλη ο διάβολος-δράκοντας, που καταπίνει στην κόλαση τους αμαρτωλούς». «Ποιοι είναι αυτοί οι αμαρτωλοί;» ξαναρώτησε ο αρχιληστής. Ο Ηγούμενος του απάντησε: «Είναι αυτοί που κλέβουν, που σκοτώνουν, που βρίζουν, που ατιμάζουν, αυτοί που κάνουν κάθε κακό». «Δηλαδή, ρώτησε ανήσυχος, κι εγώ στην κόλαση θα πάω;» «Όπως φαίνεται, του λέει ο Ηγούμενος, για εκεί προορίζεσαι». «Και δεν υπάρχει τρόπος να γλυτώσω την κόλαση;» ρώτησε. «Υπάρχει», του απαντά ο Ηγούμενος. «Αν μετανοήσεις για όλες σου τις αμαρτίες, εξομολογηθείς, κοινωνήσεις και αγωνιστείς να αποφεύγεις το κακό και να κάνεις το καλό».
«Πού μπορώ να το κάνω αυτό;» «Εδώ στο Μοναστήρι». Τότε ο αρχιληστής στρέφεται ξαφνικά στους ληστές που τον ακολουθούσαν και τους λέει: «Εγώ θα μείνω εδώ.» Έφυγαν οι ληστές και ο αρχιληστής εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο, που τον έκανε δόκιμο μοναχό. Του έβαλε και κανόνα, να μην κάνει τίποτα χωρίς να ρωτάει ένα γέροντα μοναχό, κοντά στον οποίο θα έκανε το διακόνημά του.
Μια μέρα τον έστειλε μαζί με τον συνοδό μοναχό, να κόψουν ξύλα από το βουνό και να τα φέρουν στο Μοναστήρι για το χειμώνα. Ξεκίνησαν, με το ζώο τους, έφτασαν στο βουνό, έκοψαν και φόρτωσαν τα ξύλα, αλλά πριν προλάβουν να ξεκινήσουν, εμφανίστηκαν μπροστά τους ληστές, τους πήραν τα ζώα και τους ξυλοκόπησαν. Ο αρχιληστής-μοναχός οργίστηκε, αλλά πριν κάνει οποιαδήποτε κίνηση, ρώτησε τον συνοδό του: «Τι λένε τα βιβλία να κάνουμε τώρα;»
Ο συνοδός του απάντησε: «Τίποτα, ο νόμος του Χριστού λέει, ότι αν κάποιος σε χαστουκίσει, εσύ να γυρίσεις και το άλλο μάγουλο». Έφυγαν οι ληστές με τα κλεμμένα, έφυγαν και οι μοναχοί δαρμένοι και με άδεια χέρια. Όταν τους είδε ο Ηγούμενος λυπήθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. Έπειτα από μερικές μέρες, τους ξαναέστειλε στο βουνό για ξύλα με άλλο ζώο, αλλά επαναλήφθηκαν περίπου τα ίδια.
Ο Ηγούμενος ήταν πολύ σκεπτικός, δεν ήξερε τι να κάνει. Επειδή όμως έκανε πολύ κρύο, με κόπο βρήκε τρίτο ζώο και τους ξαναέστειλε στο βουνό. Τη στιγμή που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν με το φορτωμένο ζώο, παρουσιάζονται πάλι οι ίδιοι ληστές, τους παίρνουν το ζώο και αρχίζουν πάλι να τους δέρνουν. Η αγανάκτηση του αρχιληστή-μοναχού κορυφώθηκε, όμως ρώτησε πάλι το συνοδό του: «Βρες γρήγορα, τι λένε οι Γραφές να κάνουμε». Ο συνοδός του είπε πάλι: «Τίποτα, ο νόμος του Χριστού λέει υπομονή και αγάπη στους εχθρούς».
Ο αρχιληστής-μοναχός δεν ικανοποιήθηκε και του λέει: «Για θυμήσου καλά, δεν υπάρχουν άλλες Γραφές να λένε κάτι άλλο;» Ο συνοδός του του απαντά: «Ε, υπάρχει και η Παλαιά Διαθήκη, με το νόμο του Μωυσή». «Και τι λέει αυτός ο νόμος;» «Λέει οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». «Αυτός είναι καλός νόμος!!», φώναξε ο αρχιληστής-μοναχός και δίνει μια γροθιά σε ένα ληστή και τον ξαπλώνει κάτω. Οι άλλοι ληστές τον κοίταξαν ξαφνιασμένοι.
Τότε αυτός άνοιξε το ράσο του και φάνηκε το δασύτριχο στήθος του. «Ξέρετε ωρέ, ποιος είμαι εγώ;», λέει στους τρομαγμένους ληστές. «Είμαι ο τάδε ξακουστός αρχιληστής, που έγινα καλόγερος. Αν δεν θέλετε να σας λιανίσω όλους, αφήστε αυτό το φορτωμένο ζώο και τσακιστείτε να μας φέρετε φορτωμένα και τα άλλα δύο τα κλεμμένα.» Οι ληστές συμμορφώθηκαν με την εντολή του. Έτσι οι δύο μοναχοί επέστρεψαν θριαμβευτικά στο Μοναστήρι, με τρία φορτωμένα ζώα. Μόλις τους είδε ο Ηγούμενος, σταυροκοπήθηκε απορημένος και δόξασε το Χριστό. Τότε ο αρχιληστής-μοναχός του λέει: «Μη δοξάζεις το Χριστό, άγιε Ηγούμενε, αλλά δόξαζε το Μωυσή. Με το νόμο του Μωυσή τα φέραμε πίσω όλα τα κλεμμένα, γιατί αν πηγαίναμε ακόμα με το νόμο του Χριστού, και αδειανοί θα γυρίζαμε και δαρμένοι».
Μου έκανε εντύπωση αυτή η ιστορία, που μου την διηγήθηκε ο Γέροντας με απαράμιλλη χάρη και προσπαθούσα να την ερμηνεύσω, όταν άρχισε να μου λέει και δεύτερη:
«Ήταν ένα Μοναστήρι, όπου όλοι οι μοναχοί είχαν γεράσει και πεθάνει, εκτός από έναν, που ζούσε εκεί σαν ερημίτης. Ο μοναχός αυτός ήταν τελείως αγράμματος αλλά είχε δυνατή και απλή πίστη. Καθώς έκανε τις ακολουθίες του και τα διακονήματα του, πίστευε ότι ο Χριστός και οι άγιοι είναι ζωντανοί και τον συντροφεύουν, γι' αυτό τους μιλούσε τακτικά, όπως μιλά κανείς σε ζωντανούς ανθρώπους.
Μια μέρα που βγήκε από το Μοναστήρι, μπήκαν σε αυτό ληστές, έκλεψαν ότι βρήκαν, τα φόρτωσαν στα ζώα τους κι' έφυγαν. Όταν επέστρεψε ο μοναχός και είδε γυμνωμένο το Μοναστήρι, ταράχθηκε. Αμέσως έτρεξε στο Ναό, που ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο, στάθηκε μπροστά στον προστάτη του Μοναστηριού άγιο και άρχισε να διαμαρτύρεται: «Άγιε μου Νικόλα, τι έγινε εδώ όταν έλειπα; Ήρθαν κακοί άνθρωποι και έκλεψαν το Μοναστήρι κι εσύ τους κοίταζες και δεν μιλούσες; Τι έκανες για να εμποδίσεις τους κλέφτες; Βλέπω ότι δεν έκανε τίποτα. Αμ' τότε δεν σου αξίζει αυτή η θέση που έχεις, αφού δεν προστάτεψες το Μοναστήρι. Θα σε βγάλω απ' εκεί». Κι' αμέσως ξεκολλά την εικόνα του αγίου από το τέμπλο, την βγάζει έξω από το Μοναστήρι, την ακουμπά σε ένα βράχο, επιστρέφει και κλείνει την πόρτα.
Δεν πέρασε μια ώρα και ακούει δυνατά χτυπήματα στην εξώπορτα. Ανοίγει και τι να δει. Οι ληστές με τα ζώα τους φορτωμένα με όλα τα κλεμμένα και να του λένε: Εμείς κλέψαμε το Μοναστήρι και καθώς φεύγαμε, τα ζώα μας περπατούσαν κανονικά, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησαν και δεν προχωρούσαν. Τα χτυπούσαμε, τα τραβούσαμε, έμεναν ακίνητα, μόλις όμως γύριζαν πίσω έτρεχαν. Είπαμε, ότι όπως φαίνεται, ο Θεός θέλει πίσω τα κλεμμένα και στα φέραμε.
Ο μοναχός πήρε τα πράγματα και καθώς έφευγαν οι ληστές, ευχαρίστησε το Θεό. Τότε θυμήθηκε την εικόνα του αγίου, πήγε στο βράχο που την είχε ακουμπήσει, την προσκύνησε και είπε: «Τώρα σε παραδέχομαι, Άγιε Νικόλα. Είσαι ο προστάτης του Μοναστηριού». Πήρε θριαμβευτικά την εικόνα του αγίου και την τοποθέτησε στη θέση της.
ΠΗΓΗ: Κ. Γιαννιτσιώτη, "Κοντά στο Γέροντα Πορφύριο"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου