Γέρων Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτης
Τὸν νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἴνα εἰσέλθω ἐν αὐτῶ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσον μέ», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἡ ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ, ἡ μετανοημένη ψυχή, αὐτὴ ποὺ ἔχει συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ τῆς εὐθύνης, στρέφει τὰ μάτια της πρὸς τὸν Νυμφίον τῆς Ἐκκλησίας καὶ γοερῶς ἀναφωνεῖ: «Σωτήρα μου, Εὐεργέτα μου, Σὺ ποὺ σταυρώθηκες γιὰ μένα τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή· δὲν ἔχω χιτώνα καθαρό, χιτώνα λελαμπρυσμένο ἀπὸ τὰ δάκρυα καὶ τὴν μετάνοια· ἔνδυμα δὲν ἔχω ἁγνό. Πῶς θὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιόν Σου, Οὐράνιε Νυμφίε κάθε μετανοημένης καὶ καθαρᾶς ψυχῆς! Ὁ νυμφώνας Σου εἶναι κεκοσμημένος, εἶναι θαυμάσια στολισμένος καὶ ὄμορφος. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔχω ἔνδυμα, ἴνα εἰσέλθω καὶ κατοικήσω αἰωνίως ἐν αὐτῶ. Σὲ παρακαλῶ, Σὲ ἱκετεύω, Οὐράνιε Νυμφίε τῆς ψυχῆς μου, λάμπρυνον μέ· καθάρισε τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μου, δῶσε μου τὰ ἀπαιτούμενα μέσα καθάρσεως γιὰ νὰ λαμπρυνθῆ τὸ ἔνδυμα αὐτὸ καὶ νὰ ἀξιωθῶ νὰ γίνω μέτοχος, νὰ γίνω ἄξιος νὰ κατοικήσω μέσα...
σ' αὐτὸν τὸν οὐράνιο καὶ αἰώνιο νυμφῶνά Σου».