Ἡ πρώτη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποὺ ἀντικρίζει κανεὶς ἀπὸ ψηλά, εἶναι αὐτὴ τῆς γυμνῆς κορυφῆς τοῦ ὅρους Ἄθω, στὴ μέση
του Αἰγαίου, νὰ πετιέται πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ τρυπᾶ τὰ σύννεφα, «πέτρινη λόγχη, ποὺ φρουρεῖ τὸν μυστικισμό», ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ συγγραφέας Ζαχαρίας Παπαντωνίου.
Οἱ ἀρχαῖοι γεωγράφοι καὶ ἱστορικοὶ πίστευαν πὼς ἡ κορυφὴ τοῦ Ἄθω ποτὲ δὲν βρεχόταν γιατί τὰ νέφη σχηματίζονταν πιὸ χαμηλά, καὶ ἦταν τόσο ψηλή, ὥστε ἡ σκιὰ τῆς ἔφθανε ὡς τὴ Λῆμνο. Ὁ Σοφοκλῆς ἔχει γράψει: «Ἡ σκιὰ ποὺ ρίχνει ὁ Ἄθως στὴ δύση τοῦ ἥλιου ἔφθανε στὴν ἀγορὰ τῆς πόλεως Μυρήνης τῆς Λήμνου, ὅπου καὶ σκέπαζε χάλκινο ἄγαλμα».
Τὸ ἄγαλμα αὐτὸ παρίστανε ἕνα βόδι. Ἀπὸ αὐτὸ ἔμεινε καὶ ὁ παροιμιώδης στίχος: «Ἄθως καλύψει πλευρᾶς Λημνίας βοός». Ἡ ἐμπειρία του νὰ πετᾶς φωτογραφίζοντας πάνω ἀπὸ αὐτὴ τὴν κωνικὴ κορυφή, 2,5 χιλιόμετρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, μὲ τὰ χέρια παγωμένα ἀπὸ τὸ κρύο (ἂν καὶ καλοκαίρι εἶχε μόλις 9 βαθμοὺς ἐκεῖ ψηλά), διακρίνοντας τριγύρω ὅλη τὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες χερσονήσους τῆς Χαλκιδικῆς, εἶναι μοναδική!
Ὅρος καὶ χερσόνησος στὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς Χαλκιδικῆς στὰ ἀρχαῖα χρόνια λεγόταν Ἀκτή.
Στὴν ἄκρη τοῦ βράχου ἕνας μοναχὸς ἀνεμίζει μιὰ μεγάλη κίτρινη σημαία μὲ τὸν δικέφαλο ἀετό.
Πλησιάζοντας στὴν ἄκρη τῆς χερσονήσου, δεξιὰ ἀπὸ τὸν Ἄθω μὲ κατεύθυνση πρὸς τὶς Καρυές, στὴν ἄκρη τοῦ κατακόρυφου βράχου καὶ σὲ πολὺ μεγάλο ὑψόμετρο αἰωρεῖται ἕνα κελὶ καὶ στὴν ἄκρη τοῦ ἕνας μοναχὸς ἀνεμίζει μιὰ μεγάλη κίτρινη σημαία μὲ τὸν δικέφαλο ἀετό.
Ἄγρυπνος φρουρὸς τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ. Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι κάθε φορᾶ ποὺ κάποιο πολεμικὸ ἀεροπλάνο, πολλὲς φορὲς τουρκικό, περνᾶ κοντά, ἀνεμίζει τὴ βυζαντινὴ σημαία.
Ὁ ἀρσανὰς τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας.
Στὰ κτίσματα αὐτὰ ἐπικρατεῖ κατὰ κανόνα τὸ ἀσύμμετρο καὶ ἀκανόνιστό της βυζαντινῆς σύλληψης καὶ κατασκευῆς. Ὁ ἀμυντικὸς πύργος ἐνίσχυε ἀκόμη περισσότερο τὸν ὀχυρωματικὸ χαρακτήρα τῶν μοναστηριῶν καὶ χρησίμευε ὡς παρατηρητήριο καὶ τελευταῖο καταφύγιο τῶν πατέρων σὲ περίπτωση πολιορκίας τους.
Οἱ πύργοι αὐτοί, ποὺ δίνουν μιὰ ξεχωριστὴ ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ἀθωνικὰ μοναστήρια, εἶναι συνήθως πολὺ ψηλοὶ καὶ πολυώροφοι, μὲ ξύλινα πατώματα, μὲ παρεκκλήσι στὸν τελευταῖο ὄροφο καὶ στέρνα γιὰ νερὸ στὸ ἰσόγειο. Ἔχουν ὀρθογωνικὴ κάτοψη μὲ μιὰ εἴσοδο στὸν πρῶτο ὄροφο καὶ ἀποτελοῦν πραγματικὰ ἀριστουργήματα τῆς οἰκοδομικῆς ἀρχιτεκτονικῆς του Μεσαίωνα.
Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω ἔχει πλούσιο γεωγραφικὸ ἀνάγλυφο.
Ἡ γαλάζια θάλασσα περιλούζει τὸν πανέμορφο αὐτὸ τόπο.
Τὰ ἱστορικὰ μοναστήρια καὶ τὰ χωμένα σὲ ἀπόκρημνους βράχους κελιὰ χαρακτηρίζουν τὸ Ἅγιο Ὅρος ὡς τὸ μεγαλύτερο ζωντανὸ μουσεῖο τέχνης, ἐθνολογίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας.
Ἡ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Πετώντας ἀπὸ τὰ δεξιά, προβάλλει μπροστὰ μας ἕνα οἰκοδομικὸ συγκρότημα μὲ τετράπλευρο σχῆμα, κτισμένο πάνω σ’ ἕναν λοφίσκο κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι ἡ Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Δίπλα σχεδόν, κτισμένο πάνω στὸ πλάτωμα ἑνὸς βράχου, ἐκεῖ ποὺ τελειώνει ἡ χερσόνησος καὶ ὁ Ἄθως κατεβαίνει ἤρεμα πρὸς τὴ θάλασσα σχηματίζοντας πολλοὺς καταπράσινους λοφίσκους, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν παραλία βρίσκεται τὸ πρῶτο καὶ μεγαλύτερο μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἡ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ἱδρύθηκε τὸ 963, ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τοῦ Ἀθανασίου, στὴν ὁποία ἀνήκουν ἡ κοινόβια Σκήτη τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ἡ ἰδιόρρυθμη Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ ἡ ἰδιόρρυθμη Σκήτη τῆς Ἁγίας Τριάδας-Καυσοκαλυβίων. Τὸ μοναστήρι εἶναι ἕνα συγκρότημα ἀπὸ πολυώροφα κτίρια τοποθετημένα ὁλόγυρά σε τετράπλευρο σχῆμα, μὲ μιὰ μεγάλη αὐλὴ στὸ κέντρο.
Ἀνάμεσά τους, στὴ νοτιοδυτικὴ γωνία, δεσπόζει ὁ τετράγωνος, ἐπιβλητικὸς καὶ ἀρχαιοπρεπὴς πύργος τοῦ Τσιμισκῆ. Στὴ γύρω περιοχὴ διασώζονται σπαράγµατα µνηµείων ποὺ µἃς πᾶνε πίσω στὰ προχριστιανικὰ χρόνια.
Ἡ Μονὴ Καρακάλου.
Συνεχίζοντας, συναντᾶμε τὴ Μονὴ Καρακάλου, ποὺ ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰώνα, ἀφιερωμένη στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Εἶναι ἕνα κτιριακὸ συγκρότημα μὲ τετράπλευρο περίβολο, κτισμένη πάνω σε μιὰ πλαγιά, ἀπ’ ὅπου ἀγναντεύει περήφανα τὴ θάλασσα. Στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ ὑψώνεται ὁ ἐπιβλητικὸς πύργος της, τονίζοντας τὸν φρουριακὸ τῆς χαρακτήρα.
Λίγο πιὸ ψηλά, βρίσκεται ἡ Μονὴ τοῦ Φιλοθέου, ἀφιερωμένη στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἱδρύθηκε γύρω στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα. Εἶναι ἕνα τετράπλευρο κτιριακὸ συγκρότημα, κτισμένο πάνω σ’ ἕνα καστανόφυτο ὀροπέδιο, κοντὰ στὸ ἀρχαῖο Ἀσκληπιεῖο.
Ἡ Μονὴ Ἰβήρων.
Συνεχίζοντας τὴ διαδρομή μας, στὴ βορειοανατολικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου, πάνω σ’ ἕναν γραφικὸ ὁρμίσκο καὶ πλάι στὶς ἐκβολὲς ἑνὸς μεγάλου χειμάρρου, προβάλλει μπροστὰ μας ἡ Μονὴ Ἰβήρων, ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 976 καὶ στὴν ὁποία ἀνήκει καὶ ἡ ἰδιόρρυθμη Σκήτη τοῦ Τιµίου Προδρόµου.
Τὸ μοναστήρι εἶναι ἕνα κτιριακὸ συγκρότημα πολυώροφων κτισμάτων μὲ φρουριακῆ διάταξη, ποὺ λούζονται ἀπὸ τὸ κύμα τῆς γαλάζιας θάλασσας.
Ἡ Μονὴ Κουτλουμουσίου.
Στὴν πορεία μας πρὸς τὶς Καρυές, συναντᾶμε τὴ Μονὴ Κουτλουμουσίου, ἀφιερωμένη στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 12ο αἰώνα καὶ στὴν ὁποία ἀνήκει ἡ ἰδιόρρυθμη Σκήτη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἡ Μονὴ εἶναι κτισμένη πάνω σε μιὰ θαυμάσια πλαγιὰ γεμάτη ἀπὸ δένδρα καὶ πυκνοὺς θάμνους.
Οἱ Καρυές, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο χωριὰ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, εἶναι χτισμένες σὲ μιὰ μαγευτικὴ τοποθεσία μὲ ἄφθονα νερά, σὲ ὑψόμετρο 370 μέτρων. Εἶναι ἡ πρωτεύουσα τῆς μοναστικῆς πολιτείας, ὅπου ἑδρεύουν τόσο οἱ μοναχικές, ὅσο καὶ οἱ κοσμικὲς ἐξουσίες (ὁ Πολιτικὸς ?ἰοικητής, ἡ Ἀστυνοµικὴ ?ἰοίκηση, τὰ ΕΛΤΑ, ὁ ΟΤΕ καὶ τὸ Κοινοτικὸ Ἰατρεῖο).
Στὶς Καρυὲς εἶναι ἐγκατεστηµένη ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ «κονάκι» (ἀντιπροσωπεία) ποὺ διατηρεῖ κάθε μονή, ὑπάρχουν κελιὰ καὶ ἐργαστήρια ἢ καταστήματα ποὺ ἀνήκουν σὲ διάφορες ἀπὸ τὶς 20 μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Στὴ μοναδικὴ πλατεία τοῦ χωριοῦ, στὴν ὁποία ἀπαγορεύεται τὸ κάπνισμα καὶ ἡ διέλευση ἐφίππων, βρίσκεται ὁ θαυμάσιος ναὸς τοῦ Πρωτάτου, τὸν ὁποῖο κοσμοῦν ἐκπληκτικὲς ἁγιογραφίες καὶ ἡ ἱστορικὴ φορητὴ εἰκόνα «Ἄξιόν Ἐστι». Στὸ χῶρο τῶν Καρυῶν βρίσκεται καὶ ἡ γνωστὴ ἐκκλησιαστικὴ σχολὴ Ἀθωνιάδα.
Ἡ Μονὴ Σταυρονικήτα.
Ἀφήνοντας τὶς Καρυὲς καὶ πετώντας πάντα βορειοανατολικά, περνᾶμε πάνω ἀπὸ τὴ Μονὴ Σταυρονικήτα, ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο ἀπὸ τὸ 1541, ἡ ὁποία εἶναι κτισμένη πάνω στὸ πλάτωμα ἑνὸς βράχου δίπλα στὴ θάλασσα.
Ἀπὸ ἄποψη κτιριακῶν ἐγκαταστάσεων, εἶναι τὸ μικρότερο σὲ ἔκταση ἀπὸ τὰ 20 μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Χαρακτηριστικὸς εἶναι ὁ ψηλὸς ὀδοντωτὸς πύργος του, ποὺ φαίνεται ἀπὸ μακριὰ καὶ πού, θαρρεῖς, ἔχει φυτρώσει στὴν εἴσοδό της παραμένοντας ἐκεῖ μόνιμος φρουρός της καὶ παρατηρητής.
Ἡ Μονὴ Παντοκράτορος.
Πιὸ πέρα, πάνω σ’ ἕνα βράχο ποὺ τὸν χτυπᾶ ἀκατάπαυστά το κύμα τῆς τρικυμισμένης θάλασσας εἶναι κτισμένη ἡ Μονὴ Παντοκράτορος, ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος καὶ ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1363.
Τὸ σχῆμα τῶν κτιριακῶν ἐγκαταστάσεων τοῦ μοναστηριοῦ εἶναι ἀκανόνιστο πολύπλευρο, μὲ τεῖχος γύρω γύρω καὶ τὸν ὀχυρωματικὸ πύργο στὴ δυτικὴ πλευρά του. Πλησίον της µὀνῆς ὑπῆρχε ἡ ἀρχαία πόλη Θύσσος. Ἀπέναντι, πάνω σ’ ἕνα ὕψωμα στέκει ἡ Σκήτη τοῦ Προφήτη Ἠλία, ποὺ ἀνήκει στὴ Μονὴ Παντοκράτορος
Τὸ μοναστήρι τοῦ Βατοπεδίου.
Σὲ μικρὴ ἀπόσταση, στὴν ἀμμουδιὰ ἑνὸς μακάριου μυχοῦ τῆς θάλασσας, ζωγραφίζεται τὸ τεράστιο πέταλο τῶν ἀφρῶν της, καὶ στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας πάνω σε μιὰ κατάφυτη πλαγιά, προβάλλει ἕνα μεγάλο πυκνὸ δάσος ἀπὸ θόλους, πύργους, τζάκια, καμπαναριά: τὸ μοναστήρι τοῦ Βατοπεδίου, ἀφιερωμένο στὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 972 καὶ στὸ ὁποῖο ἀνήκουν ἡ κοινόβια Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου καὶ ἡ ἰδιόρρυθμη Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου.
Ἡ Σκήτη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου.
Δίπλα σχεδόν, πάνω στὸ κύμα, μέσα σ’ ἕναν γαλήνιο ὁρμίσκο εἶναι κτισμένο τὸ μοναστήρι τοῦ Ἐσφιγμένου, μὲ τὰ μεγαλοπρεπῆ του κτίρια, ποὺ ἱδρύθηκε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα, καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου.
Τὰ προσθαλάσσια θεµέλια τῆς µὀνῆς βρέχονται ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Στρυµονικοῦ κόλπου, ἐνῶ στὴ γύρω περιοχὴ ἐρείπια καὶ ἀποµεινάρια ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ φτάνουν ἀπὸ τὰ ρωµαϊκὰ χρόνια ὡς τοὺς πρώτους ἐρηµίτες ποὺ κατοίκησαν τὸν Ἄθω, µἀρτυροῦν γιὰ τὴ µἐγάλη ἱστορικὴ πορεία ποὺ ἔζησε ὁ τόπος.
Στὴ διαδρομή μας πρὸς τὴν Ἱερισσό, συναντοῦμε τὸν πύργο Μιλούτιν καὶ τὴ σερβικὴ Μονὴ Χελανδαρίου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1197 καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὰ Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου. Εἶναι τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ μοναστήρια ποὺ κτίστηκαν στὴ βορειοανατολικὴ πλευρὰ τοῦ Ὅρους καὶ χάνεται ἀθέατο καὶ κρυμμένο μέσα στὴν πλούσια βλάστηση τοῦ τοπίου, μὲ περιορισμένο ὁρίζοντα, ἂν καὶ ἀπέχει ἐλάχιστα ἀπὸ τὴ θάλασσα ὅπου βρίσκεται καὶ ὁ ἀρσανάς του.
Περνώντας πάνω ἀπὸ τὴν Οὐρανούπολη καὶ πετώντας νοτιοδυτικά του ὅρους Ἄθω, πάνω στὸ βουνό, χωμένη σὲ μιὰ δασωμένη πλαγιά, ξεπροβάλλει ἡ βουλγαρικὴ Μονὴ Ζωγράφου, ποὺ ἱδρύθηκε γύρω στὸ 1270 καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Γεώργιο. Λίγο πιὸ κάτω, πάνω στὴν ἀμμουδιὰ βρίσκεται ὁ ἀρσανὰς τοῦ μοναστηριοῦ..
Ἡ Μονὴ Ἐσφιγμένου.
Ἡ Μονὴ Κωνσταμονίτου ἢ Κασταμονίτου.
Συνεχίζοντας τὴν πορεία μᾶς συναντᾶμε τὴ Μονὴ Κωνσταμονίτου ἢ Κασταμονίτου, ποὺ βρίσκεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ γραφικὲς τοποθεσίες τοῦ Ὅρους, ἀγκαλιασµένη ἀπὸ δάσος, κατὰ τὸ μέρος τοῦ Σιγγιτικοῦ κόλπου, ἀθέατη, κτισμένη μέσα σ’ ἕνα καταπράσινο δάσος καὶ σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ θάλασσα.
Ἔχει ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὴ Μονὴ Ζωγράφου καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐκείνη τοῦ Δοχειαρίου.
Ἡ Μονὴ ἱδρύθηκε τὸν 11ο αἰώνα καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Στέφανο.
Ἡ Μονὴ Δοχειαρίου.
Ἡ Μονὴ Δοχειαρίου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸν 11ο αἰώνα, ἀφιερωμένη στοὺς Ἀρχαγγέλους Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, εἶναι τὸ πρῶτο μοναστήρι κτισμένο στὴν πλαγιὰ ἑνὸς βουνοῦ ποὺ κατηφορίζει ἀπότομα πρὸς τὴ θάλασσα, πάνω στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τοῦ Ἄθω, μετὰ τοὺς ἀρσανάδες τῶν Μονῶν Ζωγράφου καὶ Κωνσταμονίτου.
Πιὸ κάτω, πάνω σ’ ἕνα ὁμαλὸ ὕψωμα, πλάι στὴν ἀκτή, ἀνάμεσα στὶς Μονὲς Δοχειαρίου καὶ Ἁγίου Παντελεήμονος, εἶναι κτισμένη ἡ Μονὴ Ξενοφῶντος, ποὺ ἱδρύθηκε στὰ τέλη τοῦ 10ου αἰώνα καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Γεώργιο. Στὴ Μονὴ Ξενοφῶντος ὑπάγεται ἡ ἰδιόρρυθμη Σκήτη τοῦ Εὐαγγελισµοῦ, ποὺ βρίσκεται πάνω σε μιὰ καταπράσινη βουνοπλαγιὰ μὲ ὡραία θέα πρὸς τὴ θάλασσα τοῦ Σιγγιτικοῦ κόλπου.
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος.
Ἡ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος ἢ «τῶν Ρώσων» ἢ «Κοινόβιον τῶν Καλλιμάχηδων» ἢ ἁπλῶς «Ρούσικο», ποὺ ἱδρύθηκε τὸν 10ο αἰώνα, εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα. Εἶναι κτισμένη σ’ ἕναν ὁρμίσκο, μετὰ τὴ Μονὴ Ξενοφῶντος καὶ λίγο προτοῦ φθάσουμε στὴ Δάφνη, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Σιγγιτικοῦ κόλπου.
Ἡ Μονή, ὡς οἰκοδομικὸ συγκρότημα, δίνει τὴν ἐντύπωση μιᾶς μικρῆς πολιτείας μὲ τὶς πολλὲς πολυώροφες οἰκοδομές της, τὰ μεγαλοπρεπῆ κτίρια καὶ τοὺς ὑψηλοὺς τρούλους τῶν ἐκκλησιῶν.
Στὸ μοναστήρι ἀνήκει ἡ κοινόβια Σκήτη τῆς Κοιµήσεως τῆς Θεοτόκου (Βογορόδιτσα).
Ἡ Μονὴ Ξενοφῶντος.
Πιὸ κάτω ἡ Μονὴ Ξηροποτάμου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸν 11ο αἰώνα καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς Σαράντα Μάρτυρες, κλασικὸ δείγµα ἁγιορειτικῆς ἀρχιτεκτονικῆς, στέκει σὲ μιὰ μαγευτικὴ καὶ περίβλεπτη θέση στὸ μέσο της χερσονήσου, σὲ ὕψος 200 µἔτρων ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας καὶ πάνω στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δάφνη. Ὄμορφο καὶ ἐπιβλητικὸ μοναστήρι, βλέπει κάτω στὸ Σιγγιτικὸ κόλπο, ποὺ ἁπλώνεται συνήθως ἥσυχος καὶ γαλανός.
Ἡ Δάφνη βρίσκεται στὴ νοτιοδυτικὴ ἀκτὴ καὶ ἀποτελεῖ τὴ μία ἀπὸ τὶς δύο πύλες εἰσόδου στὴ χερσόνησο τοῦ Ἁγίου Ὅρους. Ἡ ἄλλη βρίσκεται στὴν Οὐρανούπολη. Ἐδῶ ὑπάρχουν 20 περίπου παλιὰ κτίσματα, λίγα καταστήματα, καθὼς καὶ μερικὰ κρατικὰ κτίρια, ὅπως τελωνεῖο, ΟΤΕ, Σταθμὸς Ἀστυνομίας κ.α.
Ἡ Μονὴ Σίμωνος Πέτρας.
Τὸ ἑπταώροφο μοναστήρι τῆς Σιμωνόπετρας ἢ ἡ Μονὴ Σίμωνος Πέτρας, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ πρῶτο µἰσό του 14ου αἰώνα καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι τὸ τολμηρότερο οἰκοδόμημα τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ ἕνα θαῦμα τῆς μοναστηριακῆς ἀρχιτεκτονικῆς.
Στέκει ἀγέρωχα, κυριολεκτικὰ σκαρφαλωμένο πάνω σ’ ἕναν ἀπότομο πύργινο βράχο σὲ ὕψος 330 µἔτρων, στὴν ἄκρη µἰας βραχώδους βουνοσειρᾶς καὶ ἀγναντεύει μὲ ὅλη τὴν ἐπιβλητικότητά του τὴ γαλάζια θάλασσα τῆς νοτιοδυτικῆς πλευρᾶς τῆς χερσονήσου.
Ἡ Μονὴ Γρηγορίου.
Ἡ Μονὴ Γρηγορίου, ποὺ ἱδρύθηκε πρὶν ἀπὸ τὰ µἔσα τοῦ 14ου αἰώνα καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο, εἶναι κτισμένη πάνω σε θαλασσόβραχους στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς ἀθωνικῆς χερσονήσου. Βρίσκεται ἀνάμεσα στὶς Μονὲς Σιμωνόπετρας καὶ Διονυσίου.
Ἡ Μονὴ Διονυσίου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ 1375 καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου, εἶναι κτισμένη σ’ ἕναν στενὸ καὶ ἀπόκρημνο βράχο, 80 μέτρα πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου, μεταξύ των Μονῶν Γρηγορίου καὶ Ἁγίου Παύλου. Τὸ «ἀγριωπὸ μοναστήρι», σὲ παλαιὰ ἔγγραφα ἀναφέρεται καὶ μὲ ἄλλα ὀνόματα, ὅπως «Νέα Πέτρα», «Μονὴ τοῦ Μεγάλου Κομνηνοῦ», «τοῦ κὺρ Διονυσίου».
Ἡ Μονὴ Ἁγίου Παύλου, ποὺ ἱδρύθηκε τὸ δεύτερο µἰσό του 10ου αἰώνα καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, βρίσκεται πλάι σ’ ἕναν μεγάλο χείμαρρο τῆς δυτικῆς ποδιᾶς τοῦ Ἄθω καὶ ἀπέχει ἐλάχιστα ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὅπου καὶ ὁ ἀρσανάς της.
Ἀφήνοντας πίσω μας τὴ χερσόνησο τοῦ «Κρυσταλλωμένου Ἄθωνα», στὴν πορεία μας μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸν Νότο, περνᾶμε πάνω ἀπὸ τὴν ἰδιόρρυθμη Σκήτη τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου (Νέα Σκήτη) καὶ τὴν ἰδιόρρυθμη Σκήτη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (Λάκκου), ποὺ ἀνήκουν στὴ Μονὴ Ἁγίου Παύλου, τὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὰ Καρούλια καὶ τὰ Καυσοκαλύβια, ποὺ ἀνήκουν στὴ Μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Ἡ ἰδέα τῆς φωτογράφισης τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀπὸ ψηλά, στὴ χερσόνησο τοῦ Ἄθω τῆς Χαλκιδικῆς στὴ Μακεδονία, ποὺ θεωρεῖται κέντρο τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ λόγω τῆς μεγάλης ἐθνικῆς, ἱστορικῆς, θρησκευτικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἀξίας αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ κέντρο διατήρησης καὶ συντήρησης πλούσιου ὑλικοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ χαρακτηρίζεται «καταφύγιο» καὶ «μουσεῖο» μοναδικοῦ θησαυροῦ ἑλληνικῆς τέχνης καὶ γραμμάτων, καθὼς ἐπίσης καὶ τόπος ἀσύγκριτης φυσικῆς ὀμορφιᾶς, ἦταν πολὺ παλιά.
Ἄρχισε ὅμως νὰ παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ ἀπὸ τὸν Νοέμβριο τοῦ 2005, ὅταν ἀποφασίσαμε μαζὶ μὲ τὸν ἀγαπητὸ φίλο, λάτρη τῆς φωτογραφίας καὶ ἐρασιτέχνη φωτογράφο κ. Νικόλαο Σαράφη, ἀντιπρόεδρο τῆς Ἑταιρείας «Ἔλ. Δ. Μουζάκης Α.Ε.Β.Ε.Μ.Ε. Κλωστοβιομηχανίαι», νὰ προβοῦμε στὶς ἀπαραίτητες ἐνέργειες ὥστε νὰ ἐξασφαλίσουμε τὶς ἀπαιτούμενες ἄδειες. Ἔτσι τὸν Ἰούνιο τοῦ 2006, μὲ ἑλικόπτερο ποὺ παραχώρησε δωρεὰν ὁ Ἔλ. Μουζάκης, πρόεδρος τῆς παραπάνω ἑταιρείας, ἀρχίσαμε τὴν ἀεροφωτογράφιση τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Σχεδὸν ἕνα χρόνο ἀργότερα καὶ ὕστερα ἀπὸ πάμπολλες ὧρες πτήσεων, τὸν Μαρτίου τοῦ 2007, παραδόθηκε ὅλο το φωτογραφικὸ ὑλικό, ἀποτελούμενο ἀπὸ περίπου 5.000 ἀεροφωτογραφίες, στὸν ἐξουσιοδοτημένο ἐκπρόσωπο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους μοναχὸ Ἐπιφάνιο τῆς Μονῆς Παντοκράτορος, ὅπως εἴχαμε προτείνει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς ἀφιλοκερδῆ προσφορά μας πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὅρους.
Οἱ φωτογραφίες ποὺ συμπεριλαμβάνονται στὸ ἄρθρο ἔχουν τραβηχτεῖ ἀπὸ ἐμένα τὴ συγκεκριμένη περίοδο καὶ δείχνουν τὴ μοναδικότητα τοῦ φυσικοῦ τοπίου καὶ τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὅρους ὅπως ἀποτυπώθηκε στὴ φωτογραφική μου μηχανὴ ἀλλὰ καὶ στὴ μνήμη μου.
Δρ Ἀριστείδης Χαραλ. Κοντογεώργης – Ἐπίκουρος Καθηγητὴς Τμήματος Φωτογραφίας καὶ Ὀπτικοακουστικῶν Τεχνῶν, Σχολῆς Γραφικῶν Τεχνῶν καὶ Καλλιτεχνικῶν Σπουδῶν, ΤΕΙ Ἀθήνας, Πρόεδρος Διεθνοῦς Ὁμοσπονδίας Φωτογραφικῶν Φεστιβὰλ (IPFF), τ. Πρόεδρος Ἑλληνικῆς Φωτογραφικῆς Ἑταιρείας (ΕΦΕ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου