«Ταβιθά, ἀνάστηθι»
Ὁ Χριστός ἐτέλεσε θαύματα στήν διάρκεια τῆς διδασκαλίας του. Οἱ Ἀπόστολοι καί ὅλη ἡ πρώιμη Ἐκκλησία ζοῦσαν θαυμαστά γεγονότα. Τό θαῦμα προέρχεται ἀπό τήν πίστη στόν Τριαδικό Θεό. Τά θαύματα φανερώνουν τήν θεία δόξα στόν κόσμο. Ἡ πίστη τελεῖ τό θαῦμα καί δέν γίνεται τό θαῦμα, ὡς ἕνα ἀποκομμένο γεγονός, πρός ἀπόκτηση πίστης. Ἡ φανέρωση τῆς θείας δόξας, ὅμως, διά τοῦ θαύματος ὁδηγεῖ στήν πίστη.
Δέν ὑπάρχει σύγκρουση φυσικῶν νόμων καί θαύματος (σχολαστική θεολογία) ἤ διάσταση ἐπιστήμης καί χριστιανικῆς διδασκαλίας (προτεσταντική ἀντίληψη). Δέν αἴρονται οἱ φυσικοί νόμοι στό θαῦμα γιατί ἡ δράση τῆς τελειωτικῆς θείας ἐνέργειας εἶναι ἄκτιστη ἐνῶ οἱ φυσικοί νόμοι εἶναι κτιστοί. Ἕνας σύγχρονος γέροντας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ πατήρ Ἰάκωβος Τσαλίκης, ζοῦσε τό θαῦμα σέ καθημερινή βάση ἀλλά τίποτε δέν τόν παραξένευε, ἀφοῦ θεωροῦσε τό θαῦμα ἕνα φυσιολογικό γεγονός τῆς δράσης τῆς θεϊκῆς ἐνέργειας. Πράγματι, αὐτός πού ζεῖ στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ διαρκῶς, δέν ἑρμηνεύει τά τελούμενα μέ βάση τούς φυσικούς νόμους, πού παρέχουν μετρήσιμα σημεῖα καί μεγέθη, ἀλλά μέ βάση τήν βούληση τοῦ Θεοῦ καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειές του, μέσω τῶν ὁποίων κοινωνεῖ μέ τόν κόσμο.
Ἡ δυτικοθρεμμένη σκέψη πού θεοποιεῖ τήν λόγική ἀναγνωρίζει μόνο τούς φυσικούς νόμους καί μέ αὐτούς πορεύεται. Γι’ αὐτούς ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό εἶναι ἀδύνατη μετά τό Προπατορικό ἁμάρτημα, ἄρα χρειάζεται κάποιος ἀντιπρόσωπος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Πάπας. Ὁ Ὀρθόδοξος ἄνθρωπος, ὅμως, γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός κοινωνεῖ μέ τήν κτίση μέσω τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν του. Ἡ σχέση Θεοῦ καί κόσμου εἶναι ἐνεργειακή, δηλαδή ἡ γεφύρωση τοῦ χάσματος κτιστοῦ-ἀκτίστου γίνεται διά τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, ὁ Ὀρθόδοξος ἄνθρωπος δέν μένει στήν θεώρηση τῶν νόμων τῆς φύσεως σάν κάτι ἀπροσπέλαστο, ἀλλά ὁμιλεί γιά «τούς λόγους τῶν πραγμάτων (τῶν ὄντων)» πού ἔθεσε ὁ Θεός. Ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια συντηρεῖ τόν κόσμο καί δρᾶ πρός τήν διαρκή οὐσίωση καί προαγωγή τῆς κτίσης στήν τελειωτική της πορεία. Κατά τήν ὑμνολογία: «Θεός ὅπου βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις». Ὁ Θεός μπορεῖ νά ἀντιστρέψει ἤ νά καταργήσει φυσικούς νόμους, ὅπως γιά παράδειγμα τήν βαρύτητα, ἀλλά καί καταστάσεις τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπως ὁ θάνατος τοῦ σώματος. Κατά τήν σύγχρονη θεολογία «ὅλη ἡ κτιστή πραγματικότητα, ὡς ἕνα ἐνεργειακό πλέγμα, συνδεδεμένη μέ τό ἐνεργειακό οἰκοδόμημα τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, πορεύεται σέ μία ἐξέλιξη καί τελείωση». Ὁ νοῦς τοῦ Ὀρθοδόξου ἀνθρώπου δέχεται τό ὑπερβατικό σάν μία κατάσταση ζωῆς, προσεύχεται γιά τό θαῦμα καί τό δέχεται ὡς ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ κτίση εἶναι κατάσπαρτη ἀπό θεοφάνειες. Ἀκόμη καί ἡ ὕπαρξη Ἁγίων σέ κάθε ἐποχή, ἀνθρώπων, δηλαδή, πού ζοῦν στήν διαρκῆ παρουσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι μία θεοφάνεια. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ο χῶρος ὅπου ἐπιτελεῖται ἡ λεγόμενη «μεταστοιχείωση» τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά μία ὀντολογική μεταμόρφωση μέσα στήν Ἐκκλησία. Κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία δεύτερη εὐκαιρία κοινωνίας μέ τόν Θεό, μετά τήν ζωή τῶν Πρωτοπλάστων. Τό μέγιστο θαῦμα στήν ἱστορία τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἡ Ἀνάστασή του. Γιά ἐμᾶς τούς γηγενεῖς ἡ δυνατότητα τῆς θέωσης, ἡ ὀντολογική κατάργηση τοῦ θανάτου, τό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἕνα θαῦμα, ἕνα δώρημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό μέγιστο θαῦμα ὅπως καί κάθε ἀλλο συμβαίνει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν σημερινή ἀποστολική περικοπή ἀναφέρεται ἡ ἴαση τοῦ παραλύτου Αἰνέα καί ἡ ἀνάσταση τῆς κοιμηθείσης Ταβιθᾶ ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο. Δύο θαυμαστά γεγονότα πού ἀνήκουν σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά δοξάζεται τό ὁνομα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός πού ζεῖ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας γνωρίζει ὅτι, ἐκτός τῶν ἄλλων, τό καθημερινό θαῦμα πού συντελεῖται στήν Ἐκκλησία εἶναι τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὅπου ὁ προσφερόμενος ἄρτος καί οἶνος μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Εἶναι ἡ καθημερινή ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης του καί τῆς ὑπόσχεσής του «πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν» (Ἰωαν. 14,1). Τό θαῦμα εἶναι νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός κατά χάρη καί ἤδη τό ἐλάβομε. Ἅς μή τό ἀπωλέσουμε γιά κανένα λόγο.
Αρχιμ. Δωροθέου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου