Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου (ἀπόσπασμα)
«Ἰδού νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδού φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα: Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς Μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾯ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ’ 5, Μάρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).
Σὲ τί ἔγκειται ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, ἡ ὁποία περιὲλαμψε ἐκείνη τὴ νύκτα τὸ Ἅγιο Θαβώρ;
Πρὸ ἐτῶν, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ρώτησα κάποιον ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναμφίβολα πιστεύω, ἀξιώθηκε πολλὲς φορὲς νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ Φῶς. Στὴν ἀδιάκριτη παράκλησή μου νὰ μοῦ πεῖ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θαβωρίου Φωτός, δηλαδὴ πῶς αὐτὸ ὁρᾶται καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴ δωρεὰ αὐτή...
αὐτὸς μὲ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀμάθειά μου, μὲ μεγάλη ὑπομονή, μοῦ διευκρίνισε τὸ θέμα αὐτό, ἐγώ δὲ σήμερα θὰ μεταδώσω σὲ σᾶς μόνο τὸ πιὸ οὐσιῶδες ἀπὸ αὐτὸ πού ἄκουσα ἀπὸ τὸ ἀψευδές στόμα του, καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν πιὸ σύντομα....
Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό.
Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες.
Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου.
Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του.
Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα».
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.
Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία…
Τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου.
Πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ἀνεπάρκειά μας· καὶ ἂν ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου νὰ θίξει τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα, θὰ τὸ κάνω ἀκροθιγῶς, γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάτι λίγο ἀπὸ αὐτὸ χωρὶς τολμηρὲς ἀξιώσεις νὰ τὸ ἀποσαφηνίσουμε ἤ καὶ νὰ τὸ κατανοήσουμε πλήρως».
Ὅταν προσηλώσουμε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοῦ μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἥλιο τοῦ Προαιώνιου Εἶναι, γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε καθώς ἐστι, τότε οἱ ὀφθαλμοὶ μας καταφλέγονται καὶ τυφλώνονται ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἐκτυφλωτικὸ Φῶς τῆς Θεότητας, ὅπως τυφλώνονται καὶ καταφλέγονται οἱ φυσικοί μας ὀφθαλμοί, ὅταν γυμνοί, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ μέσο, στραφοῦν κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν ἥλιο.
Στὴ Γραφὴ βρίσκουμε μιὰ θαυμαστὴ εἰκόνα, πού μᾶς διδάσκει τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Ἱστάμενα κύκλῳ τοῦ Θρόνου τοῦ Ὑψίστου τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσὶ πτέρυξι κατακαλύπτοντα τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ἡσ. ς’ 2).
Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδύναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου