Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
Προς Γαλάτας επιστολή Παύλου (β΄16–20)
Αδελφοί, ειδότες ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ.
Ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο. Ει γάρ ά κατέλυσα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην εμαυτόν συνίστημι. Εγώ γάρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω.
Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζώ δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός· ό δε νύν ζώ εν σαρκί, εν πίστει ζώ τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Αδελφοί, επειδή γνωρίζομεν ότι ο άνθρωπος δεν δικαιώνεται από τα έργα του νόμου αλλά διά της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν, επιστέψαμε και εμείς εις τον Χριστόν Ιησούν, διά να δικαιωθούμε διά της πίστεως εις τον Χριστόν και όχι από τα έργα του νόμου, διότι από τα έργα του νόμου κανείς άνθρωπος δεν θα δικαιωθή.
Αλλ’ εάν εμείς που εζητήσαμε να δικαιωθούμε διά του Χριστού, ευρεθήκαμε και εμείς αμαρτωλοί, άραγε ο Χριστός εξυπηρετεί την αμαρτίαν; Μη γένοιτο! Εάν όμως οικοδομώ πάλιν, εκείνα που εγκρέμισα, αποδεικνύω τον εαυτόν μου παραβάτην. Διότι εγώ διά του νόμου επέθανα ως πρός τον νόμον, διά να ζήσω ως πρός τον Θεόν.
Έχω σταυρωθή μαζί με τον Χριστόν. Δεν ζώ πλέον εγώ, αλλά ζή μέσα μου ο Χριστός, την ζωήν δε την οποίαν τώρα ζώ εις το σώμα, την ζώ με πίστιν εις τον Υιόν του Θεού, ο οποίος με αγάπησε και παρέδωκε τον εαυτόν του πρός χάριν μου.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Κατά Λουκάν (η΄ 26–39)
Τώ καιρώ εκείνω, ελθόντι τώ ᾿Ιησού εις την χώραν των Γαδαρηνών, υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως, ός είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών, και ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο και εν οικία ουκ έμενεν, αλλ᾿ εν τοίς μνήμασιν. Ιδών δε τον Ιησούν και ανακράξας προσέπεσεν αυτώ και φωνή μεγάλη είπε· τι εμοί και σοί, Ιησού, υιέ του Θεού του υψίστου; δέομαί σου, μη με βασανίσης. Παρήγγειλε γάρ τώ πνεύματι τώ ακαθάρτω εξελθείν από του ανθρώπου. Πολλοίς γάρ χρόνοις συνηρπάκει αυτόν, και εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τάς ερήμους. Επηρώτησε δε αυτόν ο ᾿Ιησούς λέγων· τι σοί εστιν όνομα; Ο δε είπε· λεγεών· ότι δαιμόνια πολλά εισήλθεν εις αυτόν· Και παρεκάλει αυτόν ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν. Ήν δε εκεί αγέλη χοίρων ικανών βοσκομένων εν τώ όρει· και παρεκάλουν αυτόν ίνα επιτρέψη αυτοίς εις εκείνους εισελθείν· και επέτρεψεν αυτοίς. Εξελθόντα δε τα δαιμόνια από του ανθρώπου εισήλθον εις τους χοίρους, και ώρμησεν η αγέλη κατά του κρημνού εις την λίμνην και απεπνίγη.
Ιδόντες δε οι βόσκοντες το γεγενημένον έφυγον, και απήγγειλαν εις την πόλιν και εις τους αγρούς. Εξήλθον δε ιδείν το γεγονός, και ήλθον πρός τον Ιησούν και εύρον καθήμενον τον άνθρωπον, αφ᾿ ού τα δαιμόνια εξεληλύθει, ιματισμένον και σωφρονούντα παρά τους πόδας του Ιησού, και εφοβήθησαν. Απήγγειλαν δε αυτοίς οι ιδόντες πως εσώθη ο δαιμονισθείς. Και ηρώτησαν αυτόν άπαν το πλήθος της περιχώρου των Γαδαρηνών απελθείν απ᾿ αυτών, ότι φόβω μεγάλω συνείχοντο· αυτός δε εμβάς εις το πλοίον υπέστρεψεν.
Εδέετο δε αυτού ο ανήρ, αφ᾿ ού εξεληλύθει τα δαιμόνια, είναι σύν αυτώ· απέλυσε δε αυτόν ο Ιησούς λέγων· υπόστρεφε εις τον οίκόν σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ᾿ όλην την πόλιν κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς.
Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, κατέπλευσε ο ᾿Ιησούς εις την χώραν των Γαδαρηνών, τον συνήντησε κάποιος από την πόλιν, ο οποίος είχε δαιμόνια από πολλά χρόνια· δεν ήτανε ντυμένος και δεν έμενε σε σπίτι αλλά εις τα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησούν, έκραξε και έπεσε εις τα πόδια του και με δυνατήν φωνήν είπε, «Τί επεμβαίνεις σ’ εμέ, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ μη με βασανίσης». Διότι ο Ιησούς είχε διατάξει το πνεύμα το ακάθαρτον να βγή από τον άνθρωπον. Πολλές φορές τον έπιανε και τότε τον έδεναν με αλυσίδες και χειροπέδες και τον εφύλαγαν. Αυτός όμως έσπαζε τα δεσμά και εφέρετο από το δαιμόνιον εις τάς ερήμους. Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, «Ποιό είναι το όνομά σου;» Εκείνος δε είπε, «Λεγεών», διότι είχαν μπή πολλά δαιμόνια μέσα του, και τον παρακαλούσαν να μη τα διατάξη να πάνε εις την άβυσσον. Υπήρχε δε εκεί μία αγέλη από χοίρους που έβοσκε εις το βουνό. Και τον παρεκάλεσαν να τους επιτρέψη να μπούν εις εκείνους. Και τους το επέτρεψε. Εβγήκαν τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν εις τους χοίρους και ώρμησε η αγέλη πρός τον κρημνόν και έπεσε εις την λίμνην και επνίγηκε.
Όταν οι βοσκοί είδαν τι συνέβη, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις την ύπαιθρον. Εβγήκαν δε μερικοί να ιδούν το γεγονός και ήλθαν εις τον Ιησούν και ευρήκαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγή τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά στα πόδια του Ιησού, ντυμένος και σωφρονισμένος, και εφοβήθηκαν. Αυτόπται μάρτυρες επίσης τους είπαν πως εθεραπεύθηκε ο δαιμονισμένος. Τότε όλος ο πληθυσμός της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσε να φύγη απ’ αυτούς, διότι κατείχοντο από φόβον μεγάλον. Αυτός τότε εμπήκε εις το πλοιάριον και επέστρεψε.
Ο άνθρωπος από τον οποίον είχαν βγή τα δαιμόνια, παρεκάλεσε να μείνη μαζί του, αλλ’ ο Ιησούς του είπε να φύγη με τα εξής λόγια, «Γύρισε εις το σπίτι σου και διηγού όσα σου έκαμε ο Θεός». Και έφυγε και έλεγε εις όλην την πόλιν όσα του έκαμε ο Ιησούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου