21 Απριλίου 2021

Ὁ Μωραϊτίδης αἰσθανόταν ἀλειτούργητος, χωρὶς Θεοῦ εὐλογία! Δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει τὴν παράδοξη ἀπόφαση τοῦ τότε Μητροπολίτου Ἀθηνῶν νὰ μεταφερθεῖ ἡ ἑορτὴ τὶς πρωινὲς ὧρες!


 Τί θὰ ἔλεγε ἄραγε ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, ἂν ζοῦσε σήμερα; 

Πῶς θὰ σχολίαζε τὶς ἀντίστοιχες ἀποφάσεις;

Τὸ 1898 (ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης) ἐξέδωσε τὸ διήγημα Χριστούγεννα στὸν ὕπνο μου, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀπόφαση τοῦ τότε Μητροπολίτου Ἀθηνῶν (Προκοπίου Β΄ Οἰκονομίδου) νὰ μεταφερθεῖ ἡ ὥρα τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες. Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ θεώρησε ἐντελῶς κακόβουλη, ἐμπνεόμενη ἀπὸ πνεῦμα φιλαρέσκειας πρὸς τὸν κόσμο καὶ ἀδιαφορίας πρὸς τὶς παραδόσεις. Λυπήθηκε τόσο ποὺ δὲν εἶχε ὄρεξη οὔτε νὰ γευματίσει.

‘‘Ἤμουν τόσον λυπημένος, εἶπον, ὥστε δὲν εἶχον διόλου ὄρεξιν δι᾿ ἐπισκέψεις, πολὺ περισσότερον... διὰ γεῦμα’’182. Ὅλα τοῦ φαινόταν χωρὶς νόημα τὴν ἡμέρα ἐκείνη. ‘‘Τὸ ὑψηλὸν ἐκεῖνο τῆς Ε΄ ὠδῆς, τὸ ἐκ τοῦ μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμεν σε», τὸ ἔπαιρνε ἀπὸ μπρὸς ἡ ἡμέρα κ᾿ ἔχανεν οὕτως ὅλην τοῦ ὄρθρου τὴν μυστικὴν εὐωδίαν’’183. Ἡ μεγαλόπρεπη ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων ἀποκτοῦσε τὴν αἴσθηση μίας ἁπλῆς Κυριακῆς. Ἀκόμη καὶ ἡ καμπάνα τοῦ γειτονικοῦ του ναοῦ, ‘‘ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τοὺς Ἀέρηδες’’, ἀκουγόταν σὰν νὰ μὴ γιόρταζε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἀλλὰ ‘‘μὲ φωνὴν ὅμως βραγχνήν, ὡς σπασμένης καμπάνας. Ἐσήμαινεν ὥραν πολλὴν πένθιμα καὶ ἄνοστα˙ καὶ μοῦ ἐφαίνετο ὡς νὰ ἔλεγε:

-Τώρα πλιὰ Χριστούγεννα! Τώρα πλιὰ Χριστούγεννα!’’ 184.

Καὶ ὁ λόγος εἶναι ἁπλός. Ἡ κατάργηση τῶν ἐθίμων εἶναι ἱκανὴ νὰ φέρει στὸν ἄνθρωπο μεγάλη θλίψη καὶ ἀκόμη μεγαλύτερη ἀκηδία. ‘‘Μοῦ ἦλθεν ὕπνος. Πρέπει νὰ ἐκοιμήθην ἀρκετά. Διότι εἶδον καὶ ὄνειρα. Ὄνειρα τερπνὰ καὶ ὄνειρα φοβερά, εὐώδη ὄνειρα καὶ ὄνειρα βρωμερά. Εἶδον τὴν ὄρθριον Ἀκολουθίαν ὑπέρλαμπρον, πανευφρόσυνον. Καὶ εἶδον πάλιν τοὺς ναοὺς κλειστούς, σκοτεινοῦς. Εἶδον ἱερεῖς λαμπροφορεμένους ὡς ἀγγέλους, καὶ εἶδον ἱερεῖς μαύρους ὡς κόρακας’’185.

Ἡ ἀπόφαση τοῦ τότε Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, ταλάντευσε ἄσχημα τὶς εὐαίσθητες χορδὲς τοῦ ἀγαθοῦ συγγραφέα θίγοντας τὴν ἀγάπη του γιὰ τὰ πάτρια. ‘‘Τὰ ἔθιμα ριζώνουν, βλέπετε, μέσα εἰς τὴν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅταν καταργῶνται, νεῦρον εὐαίσθητον ξερριζώνεται βιαίως ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν, ἥτις πονεῖ καὶ ὀδυνᾶται, μεταδίδουσα τὸν πόνον εἰς ὅλον τὸ σῶμα’’ καὶ ἐξακολουθεῖ ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἀδιάφορο πρὸς τὶς παραδόσεις ἄνθρωπο: ‘‘Ὁ ἄνθρωπος, ὅστις δὲν ἔχει τὸ νεῦρον τοῦτο, δὲν ἀνήκει εἰς ἔθνος. Εἶναι ἀλλότριος αὐτοῦ. Ἀνήκει εἰς ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ εἰς οὐδέν. Νομίζει πὼς εἶναι εἰς τὸν κόσμον ὅλον, καὶ δὲν εἶναι πουθενά. Εἶναι εἰς τὸν ἀέρα ὅμως. Ἀεροβατεῖ. Εἶναι πολίτης τῆς «Νεφελοκοκκυγίας» τοῦ Ἀριστοφάνους. Ἐὰν οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι εἶναι ἄχρηστοι διὰ πᾶν ἔθνος, εἶναι πολὺ περισσότερον διὰ τὸ Ἑλληνικόν. Εἶναι βλαβεροί. Τὸ Ἑλληνικὸν Ἔθνος βλέπομεν ὅτι φεῦ! ὁλονὲν ἐκλείπει καὶ χάνεται, διότι ἐκλείπουσι καὶ χάνονται οἱ ἔχοντες τὸ πονετικὸν αὐτὸ νεῦρον ἐν τῇ καρδίᾳ των πολῖται, πληθύνονται δὲ οἱ ἄλλοι, οἱ περιφρονοῦντες τὰ πάντα˙ οἱ λέγοντες τί εἶναι τοῦτο καὶ τί εἶναι ἐκεῖνο˙ καὶ τί θὰ πῇ νύκτα, καὶ τί θὰ πῇ ἡμέρα˙ καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα συνοψίζονται εἰς τὸ κατάψυχρον, ὡς μπάλα χιόνος, «δὲν βαριέσαι!»’’186.

Ὅλη τὴν ἡμέρα αἰσθανόταν ἀλειτούργητος, χωρὶς Θεοῦ εὐλογία, λὲς καὶ δὲν εἶχαν ἔρθει Χριστούγεννα. Δὲν μποροῦσε νὰ ἐξηγήσει τὴν παράδοξη αὐτὴ ἀπόφαση. ‘‘–Καὶ εἰς τὴν Πόλιν, ὁποὺ εἶναι Τουρκιά, νύκτα - ὄρθρου βαθέος-σημαίνουν αἱ ἐκκλησίαι!’’187. Ἡ στεναχώρια του ἦταν τέτοια ποὺ λυπήθηκε γιατί δὲν σκέφτηκε νὰ ἐκκλησιαστεῖ στοὺς δυτικούς, οἱ ὁποῖοι παρότι βρίσκονται σὲ ξένη χώρα ‘‘φυλάττουν τὴν διάταξιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔθιμον τῆς πατρίδος των’’188. Μόνη του παρηγοριὰ ὁ ἄλλος Ἀλέκος, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο θὰ γευμάτιζαν στὸ σπίτι τοῦ κυρ-Στρατῆ, ὅπου πιθανῶς νὰ ἔψελναν τὴν ὡραία ἀκολουθία τῶν Χριστουγέννων, τὴν ὁποία γνώριζαν ἀπὸ στήθους189. Πράγματι τὸ ἴδιο ἀπόγευμα μετὰ τὸ χαρμόσυνο γεῦμα ἔψαλαν ὅλη τὴν χριστουγεννιάτικη ἀκολουθία, καὶ ἔφτασαν ‘‘ψάλλοντες εἰς τὸν «Κανόνα», ὅπου ἦτο ἔξοχον θέαμα νὰ βλέπῃ τις τὸν φίλον μου Ἀλεξανδρῆν ψάλλοντα. «Ὅλος ἐξιστάμενος, ἔκδημος ὅλος, ἱερωμένος Θεῷ», ὡς τὸ Σκεῦος τῆς ἐκλογῆς ἐν τῇ Μεταστάσει τῆς Θεομήτορος, διέπρεπεν, ἐνθουσιῶν, γοητεύων, ἡδύνων˙ ἔσειε τοὺς πόδας του σείων μετ᾿ αὐτῶν καὶ τὴν τράπεζαν, ἔσειε τὰς χεῖρας του ρυθμικῶς, μεταδίδων οὕτω τὴν χαρὰν εἰς πάντα ἀκροατὴν καὶ θεατήν. Ὥστε ὁ νοῦς μου ὁ περιδεὴς συνῆλθε πλέον τέλεον. , κατά τό ‘‘ὅπου δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι...’’ τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἐπείσθην ὅτι εὑρισκόμην ἐν τῇ ζωῇ, ἐν ὥρᾳ μάλιστα μεγάλης πανηγύρεως’’190

Τότε, ὁ Μωραϊτίδης ἔγινε θεατὴς ἑνὸς ἐκστατικοῦ ὀνείρου, ἑνὸς ὁράματος. Βρέθηκε μικρὸ παιδὶ στὸ νησί του, τὴν ἀγαπημένη του Σκιάθο, ὅταν ἦταν ἁγνὸ παιδί. Τότε ποὺ ‘‘οὔτε ἐφημερίδας’’ διάβαζε, ‘‘οὔτε ψῆφον’’ εἶχε, καὶ δὲν γνώριζε ‘‘οὔτε ἀπὸ μεταρρυθμίσεις’’…’’οὔτε ἀπὸ ἀνακαινίσεις’’191. Πἀραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἡμέρα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ γνώριζαν τὴν πραγματικὴ χαρὰ τῆς γιορτῆς, καρπὸς τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐν γένει πνευματικῆς προετοιμασίας τους192. Ὁ ἐνθουσιασμός τους γιὰ τὴν ἔλευση τῆς γιορτῆς κορυφώνεται τὴν παραμονὴ μὲ τὴν ἀγορὰ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν μὲ τὰ ὁποία θὰ εὐφρανθοῦν καὶ τὴν προετοιμασία τῶν ἐδεσμάτων γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο γεῦμα, μετὰ τὴ θεία Λειτουργία.

Οἱ πυρετώδεις ἑτοιμασίες ἔφτασαν εἰς πέρας πρὶν τὸ ἀπόγευμα, καὶ τὰ μαγαζειὰ καὶ αὐτὰ ἔκλεισαν. ‘‘Ὅλοι συνάζοντ᾿ ἐνωρίς. Ἐνωρὶς θὰ κοιμηθοῦν, διότι ἐνωρὶς – ὄρθρου βαθέος – θὰ μεταβῶσιν εἰς τὸν ναόν˙ νὰ ἐκκλησιασθῶσι, νὰ ἑορτάσουν, νὰ μεταλάβουν’’.

Εἶδε τὸν ἑαυτὸ τοῦ μικρὸ παιδί, ποὺ ‘‘μὲ τὸ φαναράκι’’, τὴ νύκτα τραγούδησε τὰ Χριστούγεννα ‘‘εἰς τοῦ πάππου’’ του ‘‘τοῦ γέροντος, τοῦ ἀσπρογένη, τοῦ Παπαλέξανδρου’’, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε ‘‘δύο είκοσιπενταράκια’’193.

Στὴ μία τὰ ξημερώματα σήμαναν οἱ καμπάνες. ‘‘Εἰς τὸν πρῶτον ἀκουσθέντα τοῦ κώδωνος τῆς ἐκκλησίας ἦχον ἐπετάχθην. Ὅλοι οἱ κάτοικοι καθαροί, εἰρηνικοί, φαιδροί, ἐσυνάχθησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τί τάξις! τί εὐπρέπεια! τί κοσμιότης!’’Οι ιερείς με τις καλές τους στολές, έμοιαζαν με τους δύο αρχαγγέλους και διεύθυναν με αρμονία και τάξη την ακολουθία. ‘‘Πῶς νὰ μὴ ὑπάρξῃ σεμνότης καὶ εὐπρέπεια, εἰς ἐκεῖνον τὸν ναΐσκον, ἀφοῦ ἡ θρησκευτικὴ πομπὴ διευθύνετο ἀπὸ δύο τοιούτους ἀρχαγγέλους!194

Τὸ ὄνειρο τοῦ ἔδωσε ξανὰ ζωὴ. ‘‘Ἦτο τόσον θερμὸν τὸ ὄνειρόν μου τὸ ἀλησμόνητον, ὥστε μοῦ ἐθέρμανε ψυχὴν καὶ σῶμα. Δὲν ἤμουν πλέον ἐγὼ ὁ ἀνεόρταστος, ὁ ἀλειτούργητος, ὁ ἀφωρισμένος. Ἑώρτασα τὰ τρυφερώτατα Χριστούγεννα μὲ τόσα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχουν πλέον. Χωρὶς ἄλλο ἦτο ὄνειρον ἐξ οὐρανῶν διὰ τὴν εἰς τὰ ὡραῖα ἔθιμα τῆς πατρίδος μου πίστιν ἀτίμητος ἀμοιβή. Συμμετέσχον τότε χαίρων τῆς χαρᾶς τοῦ φιλικοῦ δείπνου. Δείπνου ὄ ντως Χριστουγεννιάτικου, μὲ ὅλην τὴν γοητείαν τὴν καθαυτὸ ἑλληνοπρεπῆ, τὴν ὁποίαν αἰσθάνονται μόνον ὅσοι ἀγαποῦν καὶ λατρεύουν τὰ Πάτρια…’’195

Κωνσταντίνου Κουτούμπα (2021), «Ἡ λειτουργικὴ παράδοση στὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Μωραϊτίδη», Νέον Προκόπιον Εὐβοίας: Ἱερὸν Προσκύνημα Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου.

_______________________ 


182 . Ἀλ. Μωραϊτίδη, Τά Διηγήματα, τόμ. Β’, Χριστούγεννα στὸν ὕπνον μου, ἐκδ. «Γνώση & Στιγμή», Αθήνα 1991, σ. 180.

183 . Ὅπ. π., σ. 175.

184 . Ὅπ. π., σ. 174.

185 . Ὅπ. π.

186 . Ὅπ. π., σ. 180.

187 . Ὅπ. π., σ. 175.

188 . Ὅπ. π., σ. 177.

189 . Ὅπ. π., σ. 176.

190 . Ἀλ. Μωραϊτίδη, ὅπ. π., σ. 189.

191 . Ὅπ. π., σ. 191.

192 . Ὅπ. π.

193 . Ὅπ. π.

194 . Ὅπ. π., σ. 192.

195 . Ὅπ. π., σ. 194

ΡΩΜΑΙΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου