Aδελφοί, ἐν ᾧ δ' ἄν τις τολμᾷ, ἐν ἀφροσύνῃ λέγω, τολμῶ κἀγώ. Ἑβραῖοί εἰσι; κἀγώ· Ἰσραηλῖταί εἰσι; κἀγώ· σπέρμα Ἀβραάμ εἰσι; κἀγώ· διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; παραφρονῶν λαλῶ, ὑπὲρ ἐγώ· ἐν κόποις περισσοτέρως, ἐν πληγαῖς ὑπερβαλλόντως, ἐν φυλακαῖς περισσοτέρως, ἐν θανάτοις πολλάκις· ὑπὸ Ἰουδαίων πεντάκις
Μετάφραση
Aδελφοί, για ὁτιδήποτε τολμᾶ κάποιος να καυχηθεῖ-σαν ἀνόητος μιλῶ-τολμῶ κι ἐγώ. Ἑβραῖοι εἶναι αὐτοί; κι ἐγώ. Εἶναι Ἰσραηλίτες; κι ἐγώ. Εἶναι ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ; κι ἐγώ. Εἶναι ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ; -θά μιλήσω σαν τρελός- ἐγώ εἶμαι μέ τό παραπάνω. Μόχθησα πιό πολύ ἀπό αὐτούς, μέ χτύπησαν μέ ἀφάνταστη ἀγριότητα, φυλακίστηκα περισσότερες φορές, κινδύνεψα πολλές φορές νά θανατωθῶ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα ἀπό Ἰουδαίους μέ τά τριάντα ἐννιά μαστιγώματα. Τρεῖς φορές μέ τιμώρησαν μέ ραβδισμούς, μιά φορά μέ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορές ναυάγησα, ἓνα μερόνυχτο ἒμεινα ναυαγός στό πέλαγος. Ἒκανα πολλές κοπιαστικές ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπό ληστές, κινδύνεψα ἀπό τούς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπό τους ἐθνικούς. Πέρασα κινδύνους σέ πόλεις, κινδύνους σέ ἐρημιές, κινδύνους στή θάλασσα, κινδύνεψα ἀπό ἀνθρώπους πού ὑποκρίνονταν τούς άδελφούς. Κόπιασα καί μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μοῦ ἒλειψε ἐντελῶς τό φαγητό, ξεπάγιαζα καί δέν εἶχα ροῦχα νά φορέσω. Ἐκτός ἀπό τά ἂλλα εἶχα καί τήν καθημερινή πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καί τή φροντίδα γιά ὃλες τίς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καί δέν ἀσθενῶ κι ἐγῶ; Ποιός ὑποκύπτει στόν πειρασμό καί δέν ὑποφέρω κι ἐγῶ; Ἂν πρέπει νά καυχηθῶ, θά καυχηθῶ γιά τά παθήματά μου. Ὁ Θεός καί Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ - ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά του στούς αἰῶνες - ξέρει ὅτι δέ λέω ψέματα. Στή Δαμασκό, ὁ διοικητής-ἐκπρόσωπος τοῦ βασιλιᾶ Ἀρέτα ἔβαλε φρουρούς σέ ὅλη τήν πόλη γιά νά μέ συλλάβει. Μέσα ὅμως ἀπό ἕνα ἄνοιγμα τοῦ τείχους μέ κατέβασαν μέ καλάθι καί ξέφυγα ἀπό τά χέρια του. Δέ μέ συμφέρει βέβαια νά καυχηθῶ· θά τό κάνω ὅμως γιατί πρόκειται γιά ὁράματα κι ἀποκαλύψεις πού μοῦ χάρισε ὁ Κύριος. Ξέρω ἕναν ἄνθρωπο πιστό, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό δεκατέσσερα χρόνια ἀνυψώθηκε μέχρι καί τόν τρίτο οὐρανό - δέν ξέρω ἄν ἦταν μέ τό σῶμα του ἤ χωρίς τό σῶμα, αὐτό ὁ Θεός τό ξέρει. Ξέρω ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος - ἤ ἦταν μέ τό σῶμα ἤ χωρίς τό σῶμα δέν τό ξέρω, ὁ Θεός τό ξέρει - μεταφέρθηκε ξαφνικά στόν παράδεισο καί ἄκουσε λόγια πού δέν μπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται νά τά πεῖ ἄνθρωπος. Γι΄ αὐτό τόν ἄνθρωπο θά καυχηθῶ· γιά τόν ἑαυτό μου ὅμως δέ θά καυχηθῶ, παρά μόνο γιά τίς ταλαιπωρίες μου. Ἅμα θελήσω, λοιπόν, νά καυχηθῶ, δέ θά φανῶ ἀνόητος, γιατί θά πῶ τήν ἀλήθεια. Τό ἀποφεύγω ὅμως, μήπως ἐξαιτίας τοῦ μεγαλείου τῶν ἀποκαλύψεων, μέ θεωρήσει κανείς παραπάνω ἀπ΄ αὐτό πού βλέπει ἤ ἀκούει ἀπό μένα. Γιά νά μήν περηφανεύομαι ὅμως, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν περηφανεύομαι. Γι΄ αὐτό τό ἀγκάθι τρεῖς φορές παρακάλεσα τόν Κύριο νά τό διώξει ἀπό πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σού ἀρκεῖ ἡ χάρη μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στήν πληρότητά της μέσα σ΄ αὐτή τήν ἀδυναμία σου». Μέ περισσότερη εὐχαρίστηση, λοιπόν, θά καυχηθῶ, γιά τίς ταλαιπωρίες μου, γιά νά κατοικήσει μέσα μου ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ.
Εὐαγγέλιο (Ματθ. ιστ΄ 13-19)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; Οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. Λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; Ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ' ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
Μετάφραση
Eκεῖνο τον καιρό, ὃταν ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στά μέρη τῆς Καισάρειας τοῦ Φιλίππου, ρώτησε τούς μαθητές του: «Ποιός λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου;» Αὐτοί ἀπάντησαν: «Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες». «Ἐσεῖς, ποιός λέτε πώς εἶμαι;» τούς λέει. Ὁ Σίμων Πέτρος ἀπάντησε: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Μακάριος εἶσαι, Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνά, γιατί αὐτό δέ σοῦ τό ἀποκάλυψε ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ οὐράνιος Πατέρας μου. Κι ἐγώ λέω σ΄ ἐσένα πώς ἐσύ εἶσαι ὁ Πέτρος, καί πάνω σ΄ αὐτή τήν πέτρα θά οἰκοδομήσω τήν ἐκκλησία μου, καί δέ θά τήν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη. Θά σοῦ δώσω τά κλειδιά πού ἀνοίγουν τήν πόρτα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅτι κρατήσεις ἀσυγχώρητο στή γῆ θά εἶναι ἀσυγχώρητο καί στούς οὐρανούς· καί ὅτι συγχωρήσεις στή γῆ θά εἶναι συγχωρημένο καί στούς οὐρανούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου