10 Δεκεμβρίου 2016

11 Δεκεμβρίου Συναξαριστής

Δανιήλ Στυλίτη, Λουκά Στυλίτη, Αειθάλα και Ακεψέη, Μείραξ, Βαρσαβά, των Αγίων Τερεντίου, Βικεντίου, Αιμιλιανού και Βεβαίας, Πέτρου Ασκητή, Νικηφόρου Φωκά, Λεοντίου οσίου, Νίκωνος Ξηρού, Δαμασκηνού Οσίου, Νόμων


Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ Στυλίτης
Γεννήθηκε τὸ 410 μ.Χ., στὸ χωριὸ Μαρουθὰ τῆς περιφερείας Σαμοσάτων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἠλίας καὶ Μάρθα. Ὁ Δανιὴλ γεννήθηκε ἐνῶ ἡ μητέρα του ἦταν στείρα. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ γονεῖς του ὑποσχέθηκαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, καὶ οἱ κόποι τους δὲν πῆγαν χαμένοι. Ὁ Δανιὴλ ἀπέδωσε καρπούς. Νεαρὸς ἀκόμα, πήγαινε στὶς γειτονικὲς πόλεις καὶ ἐξηγοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔπειτα πῆγε σὲ κοινόβια Μονή, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις, θεολογικὲς μελέτες καὶ καλλιέργεια τῆς ταπεινοφροσύνης. Κάποτε, σ’ ἕνα ταξίδι μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς, συνάντησε τὸ Συμεὼν τὸν Στυλίτη καὶ πῆρε τὴν εὐλογία του. Ὅταν πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ Δανιὴλ ξαναπῆγε στὸν Συμεὼν καὶ ζήτησε τὴν συμβουλή του ποῦ νὰ πάει. Ὁ Συμεὼν τὸν συμβούλευσε νὰ πάει στὴν Κωνσταντινούπολη, πράγμα ποὺ ὁ Δανιὴλ ἔπραξε. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε στὸν περίβολο τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαὴλ στὴν Προποντίδα.
Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, εἶδε ὅραμα τὸν Συμεὼν νὰ τὸν καλεῖ. Ὁ Δανιήλ, ἐρμηνεύοντας αὐτὸ τὸ ὅραμα, ἔκτισε ὑψηλὸ στύλο καὶ ἐγκαταστάθηκε πάνω σ’ αὐτόν. Σκοπὸς τῆς ἐγκατάστασής του πάνω στὸν στύλο, ἦταν ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῶν παθῶν καὶ ἡ ἀπόκτηση περισσότερων ἀρετῶν. Ἔλαβε τὸ προορατικὸ χάρισμα, ἔκανε πολλὰ θαύματα καὶ ἦταν σημαντικὴ ἡ συμμετοχή του στὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας. Πέθανε 80 χρονῶν, πλήρης «καρπῶν δικαιοσύνης τῶν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Δηλαδὴ γεμάτος ἀπὸ καρπούς, ποὺ παράγει ἡ ἀρετὴ καὶ ποὺ κατορθώνονται διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε. Ὑψώσας τὸ σῶμά σου, ἐπὶ τοῦ στύλου σοφέ, τὸν νοῦν σου ἐπτέρωσας, πρὸς τὸν Θεὸν ἀκλινῶς, βιώσας ὡς ἄγγελος· ὅθεν σε στήλην ζῶσαν, εὐσεβείας εἰδότες, κράζοντές σοι βοῶμεν, Δανιὴλ θεοφόρε· παντοίων ἡμᾶς κινδύνων, πρέσβευε ῥύεσθαι. Κοντάκιον  Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως. Ὥσπερ ἀστὴρ πολύφωτoς, σὺ ἀναβὰς μακάριε, ἐπὶ τοῦ στύλου τὸν κόσμον ἐφώτισας, ἐν τοῖς ὁσίοις ἔργοις σου, καὶ τὸ σκότος τῆς πλάνης, ἀπεδιώξας Πάτερ· διὸ δεόμεθα, καὶ νῦν, ἐπίλαμψον, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν δούλων σου, τὸ ἄδυτον φῶς τῆς γνώσεως.   Μεγαλυνάριον. Ἔλαμψας ἐν στύλῳ οἷα πυρσός, ταῖς φωτοβολίαις, τῶν ὁσίων σου ἀρετῶν, καὶ καταπυρσεύεις, μαρμαρυγαῖς ἀΰλοις, ὦ Δανιὴλ θεόφρον, τοὺς σὲ γεραίροντες. Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Νέος Στυλίτης Ἔζησε στὰ μέσα του 10ου αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία. Οἱ γονεῖς του, Χριστόφορος καὶ Καλή, τὸν ἀνέθρεψαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὑπηρέτησε σὰν στρατιώτης καὶ ὄχι μόνο διατήρησε τὴν ἁγνότητά του, ἀλλὰ καὶ ἐπηρέαζε πρὸς τὸ καλὸ νεαροὺς συστρατιῶτες του, ποὺ εἶχαν ροπὴ στὴ διαφθορά. Ἀργότερα ὁ Λουκᾶς ἔγινε ἱερέας καὶ ἀφιερώθηκε στὸν φωτισμὸ τῶν ψυχῶν τῆς ἐνορίας του. Κατόπιν ἀνέβηκε ἀσκούμενος στὸν Ὄλυμπο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔπειτα στὴν Χαλκηδόνα, ὅπου ἔστησε τὴν καλύβα του πάνω σ’ ἕναν στύλο. Ἀπὸ τὸ νέο του ἀσκητικὸ ὁρμητήριο, πήγαινε σὲ διάφορα μέρη καὶ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Πάνω στὸν στύλο αὐτὸ ὁ Λουκᾶς, πέρασε 45 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε μὲ θαυμαστὴ πνευματικὴ λαμπρότητα. Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης οἱ Μάρτυρες Οἱ Ἅγιοι Ἀειθαλᾶς καὶ Ἀκεψέης ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρβήλ. Πιστεύοντας καὶ οἱ δυὸ στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ἔγιναν ὁ μὲν Ἀειθαλᾶς ἐπίσκοπος, ὁ δὲ Ἀκεψέης Ἡ θερμή τους πίστη, τοὺς ὠθοῦσε νὰ κηρύττουν καθημερινὰ σὲ μία προσπάθεια νὰ ἑλκύσουν ψυχὲς στὸ Σωτήριο δίκτυο τοῦ Εὐαγγελίου. Τοὺς κατάγγειλαν στὸν Πέρση βασιλιά. Παρ’ ὅλες τὶς ἀπειλὲς ἔμμειναν πιστοὶ στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ στέφθηκαν μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ. Ὁ Ἅγιος Μείραξ Ἡ ζωή του ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Ἀσώτου τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἅγιος Μείραξ γεννήθηκε στὸ Τενεσὴ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του μὲ χριστιανικὴ εὐσέβεια. Ἀλλὰ τὰ θέλγητρα τῆς νεότητας τὸν παρέσυραν στὴν ἀσωτία καὶ ἀκόμα πιὸ χειρότερα οἱ γνωριμίες του μὲ Ἀγαρηνούς, τὸν ἔκαναν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Οἱ γονεῖς του τὸ ἔμαθαν καὶ ἔκλαψαν πικρά.  Ἀλλὰ δὲν ἀπελπίστηκαν καὶ στήριξαν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεὸ προσευχόμενοι. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε τὸ ἔλεός του, χάριν τῶν εὐσεβῶν γονέων. Ὁ ἀρνησίθρησκος γιός, μπούχτισε τὴν ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅπως ὁ φοίνικας προβάλλει μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, ἔτσι καὶ ἡ προηγούμενη πίστη τοῦ Μείρακα, πρόβαλλε μέσα ἀπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ψυχῆς του. Ἦλθε μετάνοια στὴν καρδιά του, καὶ κάποια μέρα ἐμφανίστηκε στοὺς γονεῖς του, ἔπεσε στὰ πόδια τους, ζήτησε συγνώμη καὶ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐπανέλθει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἐκεῖνοι τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, τὸν φίλησαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Ἀλλὰ ἡ ψυχὴ τοῦ Μείρακα δὲν ἀρκέστηκε σ’ αὐτὴν τὴν ἀποκατάσταση. Πῆγε λοιπὸν στὸν Ἀμηρᾶ, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ φώναζε ὅτι ἐπανῆλθε στὴν ἀληθινὴ πίστη. Ὁ Ἀμηρᾶς ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν μαστίγωσαν σκληρὰ μὲ βούνευρα, μέχρι ποὺ σχίστηκαν οἱ σάρκες του. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ μὲν κεφάλι του τὸ ἀγόρασαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸν ἔθαψαν μὲ τιμή, τὸ δὲ σῶμά του, οἱ Ἀγαρηνοὶ τὸ ἔβαλαν μέσα σὲ μιὰ βάρκα καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ὁ Ἅγιος Βαρσαβάς ὁ Μάρτυρας Ἦταν Πέρσης καὶ ὁμολόγησε μὲ θάρρος τὴ χριστιανικὴ πίστη στὸν Πέρση ἄρχοντα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Βικέντιος, Αἰμιλιανὸς καὶ Βεβαία οἱ Μάρτυρες Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καὶ Ἀκεψιμάς οἱ Μάρτυρες Ἀναφέρονται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ὅτι μαρτύρησαν στὴν Περσία. Ὁ Ἅγιος Πέτρος ἀναφέρεται ὡς ἀσκητής. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος Φωκᾶς αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 4φ. 133, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρη Ἀκολουθία του μὲ Κανόνες. Δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὸν L. Petit στὸ Byz. Zeitschrift τ. ΙΓ’ (1904) σελ. 398 – 420 καὶ ἀπὸ τὸν Δημητριεύσκη στὸ Κίεβο τὸ 1911. Ὁ Ὅσιος Λεόντιος Γεννήθηκε στὴν Μονεμβασία τῆς Πελοποννήσου ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα καὶ τὴν Θεοδώρα. Ὁ πατέρας του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιος καὶ ἐπίσημος ἄνδρας. Ὁ βασιλιὰς Ἀνδρόνικος Β’, ὁ Παλαιολόγος (1283 – 1328) ἀνέθεσε σ’ αὐτὸν σπουδαία θέση στὴν κεντρικὴ διοίκηση τοῦ Μοριᾶ. Ὁ Λέων λοιπόν, ἔτσι ὀνομαζόταν πρίν, ἔτυχε μεγάλης φροντίδας ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καὶ σπούδασε στὴν Κωνσταντινούπολη ξένες γλῶσσες, φιλοσοφία καὶ θεολογία. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ἐπέστρεψε στὴν Μονεμβασία καὶ φρόντισε τὴν μητέρα του. Κατόπιν ἡ μητέρα του ἀποσύρθηκε σὲ μοναστήρι καὶ ὁ Λέων μὲ τὴν εὐχή της παντρεύτηκε. Ὑπῆρξε πρότυπο συζύγου, οἰκογενειάρχη καὶ κοινωνικοῦ εὐεργέτη. Ἔπειτα ὅμως ἦλθαν καὶ οἱ μεγάλες δοκιμασίες. Πέθανε ἡ γυναίκα του, κατόπιν τὰ παιδιά του καὶ ἔτσι ὁ ἴδιος ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Ἔγινε λοιπὸν μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Λεόντιος καὶ πῆγε κοντὰ σ’ ἕναν ἔμπειρο ἀσκητή, τὸν Μενίδη, ὅπου ἔμεινε κοντά του γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Στὴν συνέχεια πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔλαβε ἀρκετὰ μεγάλη ἀσκητικὴ ἐμπειρία καὶ ἐπέστρεψε πάλι στὴν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ διάλεξε τόπο διαμονῆς του τὸ βουνὸ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸ Αἴγιο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε σὲ πόλεις τῆς Ἀχαΐας καὶ κήρυττε τὸν Θεῖο λόγο. Κοντά του πῆγαν καὶ ἄλλοι ζηλωτὲς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς, ποὺ ἀργότερα, πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς διέπρεψαν στὸν ἱερὸ κλῆρο. Ὁ Λεόντιος ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του παρέμεινε καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Οἱ δὲ ἀδελφοὶ Παλαιολόγοι, Θωμᾶς καὶ Θεόδωρος, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἔκτισαν Μονὴ στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, στὸ ὄνομα τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ.   Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ. Ἀσκήσει λαμπρυνθείς, ὡς χρυσὸς ἐν χωνείᾳ, λαμπρύνεις Μοναστῶν, τοὺς χοροὺς ἑπομένους, τοῖς θείοις σου διδάγμασι, θεοφόρε Λεόντιε· ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὑπὲρ ἡμῶν σε πρεσβεύειν, αἰτοῦμεν πρὸς Κύριoν.   Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχω. Τῷ τῆς σοφίας προσελθὼν κρατῆρι πάνσοφε Καὶ ἀπολαύσας μυστικῶς τοῦ θείου νέκταρος Ἀνεξάντλητον γεγένησαι θεῖον ῥεῖθρον, Πελαγίζον ἀμβροσίας νᾶμα ἥδιστον Τοῖς πιστῶς σου ἐκτελοῦσι τὰ μνημόσυνα Καὶ βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ Λεόντιε.   Μεγαλυνάριον. Φρόνημα ἀνδρεῖον ἀναλαβών, τὸν λέοντος δίκην, ὠρυόμενον καθ’ ἡμῶν, ὅπλοις ἐγκρατείας, Λεόντιε καθεῖλες· ἐξ οὗ τῆς ἐπηρείας, κἀμὲ ἀπάλλαξον. Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁ Ξηρὸς ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος) Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου. Ὁ Ὅσιος Δαμασκηνός Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου. Ὁ Ἅγιος Νόμων ὁ Θαυματουργός Οἱ ἄνθρωποι συνήθισαν νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ ἐπευφημοῦν τοὺς ἀθλητὲς μὲ τὶς καλὲς ἐπιδόσεις καὶ τὰ μεγάλα ρεκόρ. Καλὰ κάμνουν. Ἀξίζει σ’ αὐτοὺς κάθε ἔπαινος καὶ τιμή. Εἶναι ὅμως καὶ κάποιοι ἄλλοι ἀθλητὲς πιὸ τρανοὶ καὶ πιὸ ἄξιοι ἀπ’ αὐτούς. Οἱ ἀθλητὲς τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Οἱ ἀθλητὲς τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ πάλεψαν καὶ ἀγωνίστηκαν, ὄχι γιὰ ἕνα προσωρινὸ καὶ φθαρτὸ στεφάνι, ἀλλὰ γιὰ τὸ στεφάνι «τῆς ἄνω κλήσεως», τὸ ἔπαθλο τοῦ Θεοῦ. Καὶ εἶναι αὐτοὶ πιὸ μεγάλοι καὶ θαυμαστοί. Γιατί στὸν ἀγῶνά τους δὲν ἀντιμετώπισαν ἀνθρώπους μὲ δυνάμεις ἀνθρώπινες. Αὐτοὶ ἀντιμετώπισαν καὶ νίκησαν τὸν διάβολο καὶ τὴν συνοδεία του. Ἡ πάλη τους ὑπῆρξε πάλη, ὅπως τονίζει ὁ θεῖος Ἀπόστολος «πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Ἐφεσίους στ’ 12). Δηλαδὴ ὁ ἀγῶνάς τους ὑπῆρξε ἀγώνας ἐνάντια στὶς πονηρὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, πρὸς τὰ πλήθη τῶν πονηρῶν πνευμάτων, πρὸς τοὺς καταχθόνιους κοσμοκράτορες, ποὺ κυριαρχοῦν πάνω στοὺς ἀνθρώπους, ποὺ βρίσκονται στὸ βαθὺ σκοτάδι τοῦ ἁμαρτωλοῦ τούτου αἰώνα.Ὁ ἀγῶνάς τους ἔγινε ἐνάντια στὰ πνευματικὰ καὶ πονηρὰ ἐκεῖνα ὄντα μὲ σκοπὸ τὴν κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀθλητὲς καὶ ἀγωνιστὲς τῆς ἀρετῆς ποὺ διακρίθηκε γιὰ τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ κατορθώματά του, εἶναι καὶ ὁ Ὅσιος Νόμων ὁ Θαυματουργὸς ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ Κύπρο μας. Πότε ἔζησε ὁ Ἅγιός μας αὐτὸς δὲν γνωρίζουμε. Οὔτε καὶ ποὶοι ἤσαν οἱ γονεῖς του καὶ ἡ ἰδιαιτέρα του πατρίδα. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζουμε εἶναι, πὼς ἀπ’ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ὅσιος πόθησε τὸν Χριστό, πράγμα ποὺ φανερώνει πὼς οἱ γονεῖς του πρέπει νὰ ἦσαν καλοὶ χριστιανοί. Κάτι περισσότερο. Σὰν τέτοιοι, μὲ ζῆλο φρόντισαν καὶ ἀπὸ βρέφους ἐνστάλαξαν στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ τους «τὰ ἱερὰ γράμματα», ποὺ «σοφίζουν τὸν ἄνθρωπον εἰς σωτηρίαν». Ἔτσι τὸ παιδὶ μεγαλώνοντας, ἕναν σκοπὸ ἔβαλε στὴν ζωή του. Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Χριστὸ καὶ πῶς νὰ ζήσει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Κάποια μέρα γιὰ νὰ πραγματοποιήσει τὸν ἱερὸ αὐτὸ πόθο του, ἀφῆκε τὸ σπίτι του καὶ τοὺς γονεῖς του καὶ τράβηξε στὴν ἐρημιά. Ἀσκήτεψε σὲ διάφορους τόπους. Ἀνυπόδητος μ’ ἕνα καὶ μόνο χιτώνα χειμώνα καλοκαίρι διέμενε μέσα σὲ σπηλιές. Πρόγραμμα ἐπίσης ἕνα: «Πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ» (Α’ Κορ. ζ’ 32). Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Κύριο. Τί εὐγενικός, τί θεῖος, τί οὐράνιος σκοπός! Μὲ τὴν ζωὴ ποὺ ἔκαμνε δὲν εἶχε ἀνάγκη ἄλλοι νὰ φροντίζουν γι’ αὐτόν. Ὁ ἴδιος μὲ τὴν ἐργασία του, τὰ διάφορα πλεχτὰ ποὺ ἔφτιαχνε, κατόρθωνε νὰ ἐξασφαλίζει τὰ λίγα ποὺ ἀπαιτοῦντο γιὰ τὴ συντήρησή του. Ὅταν δὲν ἔπλεκε, προσευχόταν. Προσευχόταν «ἀδιαλείπτως» γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ φήμη του ἄρχισε νὰ γίνεται μεγάλη. Πολὺ μεγάλη. Ὅπου πήγαινε πολλοὶ τὸν κυνηγοῦσαν καὶ τὸν ἔβρισκαν, γιὰ νὰ τὸν δοῦν καὶ τὸν ἀκούσουν. Οἱ συχνὲς ἐπισκέψεις τὸν ἀνάγκαζαν νὰ μετακινεῖται συνεχῶς, μέχρι ποὺ στὸ τέλος πῆγε καὶ ἐγκατεστάθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ κοντὰ στὸ μικρὸ χωριὸ Ἀνάγυϊα. Ἡ λέξη εἶναι σύνθετη ἀπὸ τὸ ἐπίρρημα ἄνω καὶ τὸ οὐσιαστικὸ ἀγυϊὰ δηλ. ὕψωμα. Ἡ ὀνομασία εἶναι δικαιολογημένη, γιατί τὸ χωρίο εἶναι κτισμένο σ’ ἕνα ὕψωμα, 10 μίλια περίπου ΝΔ τῆς Λευκωσίας, τῆς περιφέρειας τῆς Ταμασοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξυμνεῖται ὡς «Τῶν Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα». Στὴν σπηλιὰ αὐτὴ ντυμένος τὸ τιμημένο ἔνδυμα τοῦ μοναχοῦ συνεχίζει, καθημερινὰ τὸν ἀγῶνά του. Κάτω ἀπ’ τὸ ἁπλὸ ἔνδυμα, κρύβεται μία ἔνθεη ψυχή. Μιὰ ψυχὴ ποὺ σύνθημά της ἔχει τὰ παραγγέλματα τοῦ θείου Ἀποστόλου Παύλου. «Ἀδελφοὶ τὰ ἄνω ζητεῖτε... τὰ ἄνω φρονεῖτε, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολοσ. γ’ 1 – 2). Καὶ αὐτὸς τὰ ἄνω ζητεῖ. Τὰ ἄνω φρονεῖ. Ἐμπόδιο στὸ παράγγελμα αὐτὸ προβάλλει συνεχῶς ὁ ἐαυτός του, ὅπως καὶ ὁ δικός μας ἐαυτός. Ὁ Ἅγιός μας ὅμως ἀγωνίζεται σκληρὰ ἐνάντια στὸν ἑαυτό του. Γνωρίζει πώς, ὅταν νικήσει τὸν ἑαυτὸ του, κέρδισε τὸν μισὸ ἀγώνα. Τοῦτο τονίζει καὶ ὁ ἀρχαῖος σοφὸς Πλάτων. Τί λέγει; «Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη». Καὶ τὸ ἀντίθετο. «Τὸ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ’ ἑαυτοῦ πάντων αἰσχιστὸν τε ἅμα καὶ κάκιστον». Δηλαδὴ τὸ νὰ κατορθώσει ἕνας νὰ νικήσει καὶ χαλιναγωγήσει τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς πετυχαίνει τὴν πρώτη καὶ πιὸ μεγάλη νίκη. Μὰ καὶ τὸ ἄλλο. Τὸ νὰ νικηθεῖ ἕνας ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς παθαίνει τὴν πιὸ ἐξευτελιστικὴ καὶ σκληρὴ ἥττα. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν γνωρίζουν οἱ Ἅγιοι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται σκληρὰ ἐνάντια στὰ θελήματα τῆς σάρκας τους. Ἀγωνίζονται σκληρὰ μέρα καὶ νύχτα. Μαζὶ μὲ τὸν ἀγῶνά τους αὐτὸν ἐνάντια στὸν ἑαυτὸ τους οἱ Ἅγιοι εἶχαν νὰ ἐπιβληθοῦν καὶ νὰ νικήσουν καὶ τὸ κακὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ τόπου τους, τὸν κόσμο. Ὦ αὐτὸς ὁ κόσμος! Τῆς ἁμαρτίας ὁ κόσμος! Τί δύναμη ἔχει καὶ αὐτός! Ἀδελφοί, φωνάζει ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης, ὁ θεῖος Ἰωάννης. «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κοσμῷ!». Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο οὔτε τὶς μάταιες ἀπολαύσεις καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς τέρψεις, ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο καὶ ποὺ χωρίζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὸν Θεό. Μὴν τὸν ἀγαπᾶτε. Διότι «ἐὰν τὶς ἀγαπᾶ τὸν κόσμον, οὐκ ἐστὶν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς ἐν αὐτῷ» (Α’ Ἰωάν. β’ 15). Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει μέσα του. Γνωρίζει τὴν πραγματικότητα αὐτὴ ὁ Ἅγιος. Γι’ αὐτὸ σύνθημά του ἔχει τοῦτο, ποὺ πρέπει νὰ ἔχει καὶ κάθε ἀληθινὸς χριστιανός: Κόντρα στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. «Κόντρα στὸ ρεῦμα». Πόσους νέους καὶ νέες, πόσους ἀνθρώπους δὲν κατέστρεψε ὁ φόβος τοῦ κόσμου! Νά μὴν πᾶνε ἐνάντια στὸν κόσμο. Νὰ μὴν θεωρηθοῦν σὰν καθυστερημένοι. Πρὸς Θεοῦ! Νὰ μὴν παρεξηγηθοῦν! Δυστυχισμένα πλάσματα! Τὸν Θεὸ δὲν τὸν φοβοῦνται. Φοβοῦνται τὸν κόσμο. Φοβοῦνται νὰ μὴν χαρακτηρισθοῦν ἀπόκοσμοι. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Αὐτό, ποὺ βλέπουμε καὶ ἀκοῦμε νὰ συμβαίνει γύρω μας. Ὁ ἄνθρωπος ἀντὶ νὰ εἶναι καὶ νὰ μένει ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας, ὑποβιβάζει μόνος του τὸν ἑαυτό του στὴν κατάσταση τοῦ ἀλόγου κτήνους, ὥστε δίκαια τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ λέγει: «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκε. Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς» (ψαλμ. μη’ 13). Ταλαίπωρος ὁ ἄνθρωπος! Ἐνῶ ἔχει τιμὴ καὶ ἀξία, μίας καὶ ἔχει δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δὲν ἀντιλαμβάνεται καὶ δὲν τὸ κατανοεῖ αὐτὸ, κατέρριψε καὶ ἐξίσωσε τὸν ἑαυτὸ του πρὸς τὰ κτήνη τὰ ἀνόητα, ποὺ δὲν ἔχουν μυαλὸ καὶ λογικό, ὅπως αὐτός, καὶ ἐξομοιώνεται πρὸς αὐτὰ ζῶντας σὰν κτῆνος καὶ ἀποθνήσκοντας σὰν κτῆνος. Ποὶο στ’ ἀλήθεια κατάντημα! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ καὶ ν’ ἀκούσει τὴν ὕβρη «κτῆνος», θυμώνει καὶ ἐκνευρίζεται, αὐτὸς ζητεῖ νὰ κάμει τὴ ζωὴ τοῦ κτήνους. Ἀγωνίζεται νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸ ἄλογο κτῆνος. Στὸ πνεῦμα καὶ τὴ νοοτροπία αὐτὴ ἀντιτίθεται ὁ θεῖος Νόμωνας. Αὐτὸς ἀκολουθεῖ πιστὰ τὸ προσκλητήριο διάγγελμα τοῦ Κυρίου. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθείν, ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. η’ 34). Ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό. Περιφρονεῖ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο καὶ τὶς κλήσεις του. Σηκώνει μὲ ὑπομονὴ τὸν σταυρό του, τὸν σταυρὸ τῶν δοκιμασιῶν καὶ τῶν θλίψεων ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ζωὴ τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ἀκολουθεῖ μὲ ζῆλο καὶ πίστη τὸν Χριστό. Ἡ προσευχὴ ἡ ἐκτενὴς καὶ συχνὴ μελέτη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὸν βοηθάει πολὺ στὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἀγώνα του. Ἡ νηστεία πάλι στὴν ὁποία μὲ αὐστηρότητα καὶ ὑπομονὴ ὑποβάλλει τὸν ἑαυτὸ του εἶναι τέτοια, πού, ὅπως καὶ ὁ Κύριος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Γραφῆς ὑπέβαλαν τὸν ἑαυτό τους, τὸν βοήθησε νὰ φτάσει σὲ θαυμαστό, στ’ ἀλήθεια, σημεῖο. Τὸ μέτριο καὶ ἰσχνό του κορμί, ἰσχνὸ σὰν τοῦ Μ. Βασιλείου, μὲ τὴν μακριά του ἄσπρη γενειάδα του, δίνει μία μεγαλοπρέπεια ποὺ καταπλήσσει καὶ συγκινεῖ. Κάτω ἀπὸ τὸ ξεθωριασμένο ἔνδυμα ποὺ φορεῖ, κρύβεται μία ψυχὴ θεωμένη. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅτι φορεῖ, ἀλλὰ ὅτι ἔχει μέσα του. Μέσα στὴν ψυχή του. Γι' αὐτὸ καὶ καθημερινὰ πλήθη πιστῶν ἀπὸ διάφορα μέρη προσέρχονται στὸ κατάλυμά του γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια του. Καὶ ὁ ἀσκητής τους δέχεται μὲ καλοσύνη καὶ ψυχικὴ εὐγένεια καὶ τοὺς διδάσκει. Τοὺς νουθετεῖ στοργικά. - Ἀδέλφια μου, τοὺς λέγει: Ἂς μετανοήσουμε. Ἂς μετανοήσουμε καὶ ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ ἔχουμε μεταξύ μας εἰρήνη καὶ ἀγάπη. Ἂς φροντίσουμε μὲ πνεῦμα ταπεινοφροσύνης νὰ πετύχουμε ὅλοι μας τὸν ἁγιασμὸ τῆς ψυχής μας. Χωρὶς τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴν καθαρότητα τὴν ἐσωτερική, κανένας δὲν θὰ μπορέσει ποτὲς νὰ ἰδεῖ τὸν Κύριο. Μέσα μας ἂς ἐργασθοῦμε νὰ ὑπάρχει μονάχα ἕνα θέλημα. Τοῦ Χριστοῦ τὸ θέλημα. Ἂς προσπαθήσουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ μας, νὰ μποροῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ θεία λόγια του: «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός» (Γαλάτ. β’ 20). Δὲν ζῶ πιὰ ἐγὼ μέσα μου, ζεῖ μόνο ὁ Χριστός. Μιὰ τέτοια ζωὴ δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸν Κύριο. Καὶ δοξάστηκε. Δοξάστηκε στὴ γῆ μὲ τὰ πλήθη τῶν θαυμάτων ποὺ τελοῦσε καθημερινὰ σὲ ὅσους μὲ εὐλάβεια καὶ πίστη κατέφευγαν στὸν Χριστὸ καὶ μὲ εἰλικρίνεια μπροστὰ στὸν Ἅγιο ἐξομολογοῦντο τὶς ἁμαρτίες τους. Κοντά του βρίσκανε οἱ δυστυχισμένοι τὴν παρηγοριά, οἱ ἄρρωστοι τὴν θεραπεία, οἱ πονεμένοι καὶ καταδιωγμένοι τὴν προστασία. Μέχρι τὰ βαθιά του γηρατειὰ ὁ Ἅγιος ποὺ ἔζησε καὶ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Κύριο, ὑπῆρξε παράδειγμα ἐγκράτειας καὶ ἀρετῆς καὶ ἁγιότητας. Θριαμβευτικὰ μπῆκε καὶ αὐτὸς «εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Ἐκεῖ ζεῖ τώρα μὲ λαμπρότητα καὶ μακαριότητα μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους. Μαζὶ μ’ αὐτοὺς συγκαταλέχθηκε καὶ ὁ ἴδιος στὴν χορεία τῶν Ὁσίων. Ἡ δόξα τοῦ Ὁσίου Νόμωνα φανερώνεται καὶ σ’ ἐμᾶς σήμερα μὲ τὰ πολλαπλά του θαύματα. Πιὸ πολὺ κατέχει τὴν θαυματουργική του χάρη τώρα ποὺ βρίσκεται στὸν οὐρανὸ παρὰ ὅταν ζοῦσε στὴ γῆ. Σ’ ἐκείνους ποὺ μ’ εὐλάβεια ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομά του καὶ τρέχουν στὴν χάρη του μὲ πίστη στὸν Χριστό, ὁ Ἅγιος προσφέρει καὶ στὴν ἐποχή μας τὶς δωρεές του. Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Γεννάδιο ἢ Βηχιανό, ὅπως ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Ὅσιο καὶ θαυματουργὸ Νεόφυτο τὸν Ἔγκλειστο, μὲ τὸν ὁποῖο συνεορτάζεται, προσφέρουν τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων τους σὲ ὅλους, ὅσους ἐκζητοῦν μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματός τους τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Πιὸ πολὺ ὅμως καλοῦν καὶ ἐμᾶς νὰ τοὺς μιμηθοῦμε. Νὰ τοὺς μιμηθοῦμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε. Στὰ χωριά μας ἢ στὶς πολυάνθρωπες πολιτεῖες στὶς ὁποῖες ζοῦμε. Σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους δίνεται σήμερα ἡ μάχη τοῦ χριστιανισμοῦ. Καὶ ἡ μάχη αὐτὴ βρίσκεται τοῦτο τὸν καιρὸ στὴν πιὸ κρίσιμη φάση τῆς προόδου καὶ τῆς ἐξελίξεώς της. Ὅσοι συμμετέχουμε καὶ μαχόμαστε στὴ μάχη αὐτή, ἂς ἔχουμε πάντα μπροστὰ στὰ μάτια μας τὸ παράδειγμα τῶν ἁγίων μας καὶ ἂς ἐμπνεόμαστε ἀπὸ τὸ μαχητικὸ πνεῦμα τους. Οἱ «ροὲς τῶν δακρύων» ποὺ τότε «ἐγεώργησαν τὸ ἄγονον τῆς ἐρήμου», ἂς εἶναι καὶ ἂς γίνουν καὶ στὴν ἐποχή μας καὶ πηγὲς τῆς ἰδικῆς μας δυνάμεως. Οἱ ὁλονύκτιες προσευχὲς καὶ ἡ ἐγκράτειά τους ἂς μᾶς ξυπνοῦν καὶ ἐμᾶς ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ραθυμίας, στὸν ὁποῖο μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ζωὴ τῆς ἀδιαφορίας στὰ πνευματικὰ καὶ ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας. Καὶ οἱ «τύλοι» τῶν γονάτων τους, οἱ ρόζοι, ὅπως λέμε ἁπλά, ἂς εἶναι καὶ γιὰ μᾶς μιὰ συνεχὴς ὑπόμνηση πὼς ὁ ἀγώνας τῆς ἀρετῆς, ὁ ἀγώνας τῆς ἁγιότητας καὶ πόλεμος τοῦ Θεοῦ γίνεται καὶ κερδίζεται μὲ τὰ γόνατα. Νὰ τὸ ξαναποῦμε; Γίνεται καὶ κερδίζεται μὲ τὴ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν προσευχή. Μὲ τὰ γόνατα. Ὅσιοι καὶ πατέρες ἡμῶν, ποιμένες καὶ διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης πρεσβεύσατε ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν.   Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Ταμασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, θαυματουργοὶ ὤφθητε ὄντως, Βηχιανὲ καὶ Νόμων ὅσιοι. Νηστεία, κατετήξατε σαρκός, ἀλόγους ἐνθυμήσεις πανσθενῶς. Ὅθεν χάριν ἰαμάτων, ἐξ οὐρανοῦ ἐδέξασθε, θεόπνευστοι. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, τῷ καὶ ὑμᾶς στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν πᾶσιν ἰάματα. Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr) anavaseis.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου