Σοφονίου Προφήτου, Θεοδώρου Ἱερομονάχου, Θεοδούλου τοῦ Σαλοῦ, Θεοδούλου Ὁσίου, Ἰωάννου τοῦ Ἠσυχαστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀγαπίου, Σελεύκου, Μάμα, Ἴνδη, Δόμνας Γλυκερίου καὶ τῶν σὺν αὐτῶν 40 Μαρτύρων, Γαβριὴλ Ἱερομάρτυρα, Ἀγγελὴ Νεομάρτυρα, Μωυσῆ Οἰκονόμου, Birinus
Ὁ Προφήτης Σοφονίας
Ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα π.Χ., ἐπὶ βασιλέως Ἰωσίου. Εἶναι ὁ ἔνατος ἀπὸ τοὺς μικροὺς λεγόμενους προφῆτες καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεὼν ἢ κατ’ ἄλλους τοῦ Λευΐ. Τὸ ὄνομά του σημαίνει «ὁ Γιάχβε κρύπτει», δηλαδὴ περιφρουρεῖ, προστατεύει. Τὸ προφητικό του βιβλίο διαιρεῖται σὲ τρία μικρὰ κεφάλαια. Στὸ πρῶτο ἀπειλεῖ τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὸν Κύριο στὴν εἰδωλολατρία. Στὸ δεύτερο προλέγει τὴν καταστροφὴ τῆς Γάζας, τῆς Ἀσκαλῶνος, τῆς Ἀζώτου, τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Αἰθιοπίας, τῆς Ἀσσυρίας καὶ ἄλλων ἀκόμα χωρῶν. Στὸ τρίτο ἐλέγχει τὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ διαφθορά της, ἀλλὰ καὶ τὴν ὀνομάζει ἐπιφανή, σὰν κοιτίδα λυτρώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τέλος, χαιρετίζει μὲ ἀγαλλίαση τὴν μέλλουσα ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου στὴ Σιῶν. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς μίλησε μὲ τὸ Στόμα τοῦ προφήτη καὶ νὰ τί εἶπε γιὰ τοὺς ἄνομους ἀνθρώπους: «Ἐξάρω τοὺς ἀνόμους ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, λέγει Κύριος... Καὶ τοὺς ἐκκλίνοντας ἀπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς μὴ ζητοῦντας τὸν Κύριον καὶ τοὺς μὴ ἀντεχομένους τοῦ Κυρίου. Θὰ ξεριζώσω, λέει ὁ Κύριος, τους ἀνόμους ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς.
Καὶ θὰ τιμωρήσω αὐτοὺς ποὺ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, αὐτοὺς ποὺ δὲν ζητοῦν μὲ τὴν προσευχή τους τὸν Κύριο καὶ δὲν κρατοῦν Αὐτὸν σὰν στήριγμά τους». Ὁ προφήτης Σοφονίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του. Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης. Συνιεὶς φερωνύμως τῶν μελλόντων τὴν πρόγνωσιν, ἐκφαντορικῶς προεκφαίνεις, τὴν αἰώνιον λύτρωσιν. Σιὼν γὰρ βασιλέα τὸν Χριστόν, κηρύττεις Σοφονία ἐμφανῶς· παρ’ αὐτοῦ γὰρ ἐλυτρώθημεν τῆς ἀρᾶς, Προφῆτα οἱ βοῶντές σοι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρουμένῳ διὰ σοῦ, πᾶσι συγχώρησιν. Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον. Ἐπαξίως σύνεσιν, προφητικὴν γεωργήσας, τὴν τοῦ Λόγου σάρκωσιν, προανεφώνησας κράζων· τέρφθητι, Σιὼν ἡ πόλις ἡ πανολβία, ἄνακτα, Χριστὸν ἐν πώλῳ εἰσδεχομένη· Ὃν δυσώπει Σοφονία, ὑπὲρ τῶν πίστει μακαριζόντων σε. Μεγαλυνάριον. Χαίροις τῶν ἐν Νόμῳ ἐκπληρωτά, καὶ τῶν ἐν τῇ Νέᾳ Διαθήκῃ προμηνυτά· χαίροις οὐρανίων, χαρίτων μυστηπόλε, Προφῆτα Σοφονία, ἀξιοθαύμαστε.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἱερομόναχος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ἦταν Αρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας κατά τα ἔτη 607 – 609. Τὰ θερμά του κηρύγματα, ἡ ζωντανή του πίστη, ἡ ἀκούραστη φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς ἐγκαταλελειμμένους, τραβοῦσαν σὰν δίχτυα μεγάλο πλῆθος εἰδωλολατρῶν καὶ τοὺς ἔφερναν στοὺς κόλπους τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ κινήθηκαν μὲ θανάσιμο μίσος ἐναντίον του οἱ ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρίας, μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντές τους. Καὶ κάποια μέρα, ὑποκίνησαν πλῆθος εἰδωλολατρῶν, μεταξὺ δὲ αὐτῶν μέθυσους καὶ ἐγκληματίες, καὶ ἐπετέθηκαν κατὰ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Θεοδώρου, τὴν στιγμὴ ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ συνοικία, ποὺ εἶχε πάει μὲ δύο ἱερεῖς γιὰ νὰ παρηγορήσει ψυχὲς καὶ νὰ μοιράσει ἐλεημοσύνη. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔδειραν, τὸν ἔφτυσαν, τοῦ φόρεσαν ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι καὶ τὸν τριγυρνοῦσαν στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκαν οἱ ἀρχές, ἔστειλαν στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Αὐθημερόν, μετὰ τὴν τυπικὴ διαδικασία, ἐπειδὴ ὁ Θεόδωρος ἔμενε ἀμετακίνητος στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Καὶ βεβαίωσε τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη του, ἀφοῦ ὑπέστη καρτερικὰ καὶ γενναία, ὄχι μόνο τὰ προηγούμενα μαρτύρια, ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ. Τὸ δὲ τίμιο λείψανό του, τάφηκε στὴ δική του πόλη τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος ὁ Κύπριος Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος ὁ Κύπριος ἔζησε μὲ αὐταπάρνηση καὶ φιλαδέλφια, δείχνοντας ἀπεριόριστη καλοσύνη πρὸς τοὺς ἀνθρώπους. Ἦταν ἄνθρωπος πράος, ἐπιεικὴς καὶ διατελοῦσε μεγάλο φιλανθρωπικὸ ἔργο, δίνοντας στοὺς ἔχοντες ἀνάγκη, ἀπὸ τὰ ὑστερήματά του. Ὁ Θεοδόσιος ὁ Κύπριος ἔγινε μοναχός, διατήρησε ὅμως τὴν ἀγάπη του πρὸς τοὺς ἀδύναμους στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα. Ἐπειδὴ ἡ ὑπόληψή του σὰν Ἅγιος ἄνδρας διαδίδοταν μὲ μεγάλη ταχύτητα, πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ πήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Ὅταν οἱ πιὸ εὔποροι τὸν ρωτοῦσαν τί θὰ ἤθελε νὰ κάνουν γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουν, ὁ Ὅσιος τοὺς παρότρυνε γιὰ δύο πράγματα: νὰ προσέχουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτήσουν καὶ νὰ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τους. Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος ὁ Κύπριος, ἀναπαύθηκε ἐν εἰρήνῃ. Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος ὁ ἀπὸ Ἐπάρχων Ὑπῆρξε πατρίκιος στὰ χρόνια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379 – 395) καὶ ἦταν ἄνδρας διάσημος γιὰ τὴν σύνεση, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν σεμνότητα τῆς ζωῆς του. Ἔτσι προήχθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ Ἐπάρχου ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Θεοδόσιο. Βλέποντας ὅμως τὶς ἀδικίες τῶν ἰσχυρῶν, ἀηδίασε καὶ ἀφοῦ παραιτήθηκε τοῦ ἀξιώματός του, ἰδιώτευε. Μετὰ δύο χρόνια ἀπὸ τὸν γάμο του, πέθανε ἡ σύζυγός του καὶ αὐτὸς πῆγε στὴν Ἔδεσσα, ἀφοῦ μοίρασε τὴν μεγάλη του περιουσία στοὺς φτωχοὺς καὶ εὐαγὴ ἱδρύματα. Ἐκεῖ καὶ ἐνῶ ἦταν στὸ 42ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἀνέβηκε πάνω σ’ ἕνα στύλο καὶ μὲ τὶς πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες ἔκανε σκληρὴ ἄσκηση. Ἔτσι, μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή, ἀφοῦ ἔζησε γιὰ ἄλλα 40 χρόνια πάνω στὸ στύλο, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής, Ἐπίσκοπος Κολωνίας
Γεννήθηκε στὴ Νικόπολη τῆς Ἀρμενίας τὸ 454 ἀπὸ τὸν Ἐγκράτιο καὶ τὴν Εὐφημία καὶ ἐπὶ βασιλέως Μαρκιανοῦ (450 – 457). Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του, οἰκοδόμησε ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ μόναζε ἐκεῖ, μαζὶ μὲ 10 μοναχούς. Λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς, 28 χρονῶν, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Κολωνίας. Γιὰ ἐννιὰ χρόνια ἀφοῦ διευθέτησε τὰ ἐκεῖ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ κατέλαβε τὴν Μονὴ τοῦ Ἅγιου Σάββα. Ἐκεῖ ἀπέκρυψε τὸ ἀληθινό του ἀξίωμα καὶ ὁρίστηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σάββα σὰν ὑπηρέτης στὸν ξενώνα καὶ στὸ μαγειρεῖο, ὑπακούοντας μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη. Βλέποντας ὁ Ἅγιος Σάββας τὴν μεγάλη του ἀρετή, σύστησε στὸν ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων Ἠλία, νὰ χειροτονήσει τὸν Ἰωάννη Διάκονο καὶ Πρεσβύτερο. Τότε ὁ Ἰωάννης, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ κάνει ἀλλιῶς, φανέρωσε τὸ ἀξίωμά του καὶ ἔμεινε στὴ Λαύρα 12 χρόνια καὶ στὴ Ρουθὰ ἕξι χρόνια. Κατόπιν πέρασε ἀσκητικὰ τὰ χρόνια του σὲ διάφορες ἔρημους γιὰ 48 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 104 χρονῶν. Οἱ Ἅγιοι Ἀγάπιος, Σελεῦκος, Μάμας, Ἰνδῆς, Δόμνα, Γλυκέριος καὶ 40 Μάρτυρες ἐν Σοφιαναῖς Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἡ μνήμη μερικῶν ἐξ αὐτῶν ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 28η Δεκεμβρίου). Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ Ἱερομάρτυρας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ὁ Γαβριὴλ ἦταν ἐπίσκοπος Γάνου καὶ Χώρας. Βρέθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1657 καὶ διαδέχτηκε ἀντικανονικὰ στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τὸν ἀπαγχονισθέντα, ἀπὸ τοὺς Τούρκους, Πατριάρχη Παρθένιο τὸν Γ’. Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἀγράμματος, μετὰ 12 ἡμέρες, ἔφυγε ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο καὶ ἦλθε στὴν Προῦσα, ὅπου ἔγινε προεδρικὸς Μητροπολίτης Προύσας καὶ παρέμεινε γιὰ 10 χρόνια. Ἐκεῖ κατηγορήθηκε ὅτι ἔφερε στὴν Χριστιανικὴ πίστη κάποιον Μουσουλμάνο καὶ ὁδηγήθηκε στὸ Σουλτάνο καὶ Βεζύρη. Αὐτοὶ ἀξίωσαν ἀπὸ τὸν Μάρτυρα ν’ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ δεχτεῖ τὸν Ἰσλαμισμό. Μὲ γενναιότητα ὁ Γαβριὴλ ἀπέρριψε τὴν πρόταση αὐτή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βασανιστεῖ σκληρά. Τελικὰ τὸν ἀπαγχόνισαν στὴν Προῦσα στὶς 3 Δεκεμβρίου 1659.
Ὁ Ἅγιος Ἀγγελὴς ὁ Νεομάρτυρας γιατρὸς ἀπὸ τὸ Ἄργος
Εὐλαβής, φιλήσυχος, φιλακόλουθος καὶ εὐσεβῆς ὁ Ἀγγελής, ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ στὸ Ἄργος. Σὲ κάποια θρησκευτικὴ συζήτηση μὲ ἕναν Γάλλο, ὑπεραμύνθηκε τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ δέχτηκε νὰ μονομαχήσει χωρὶς ὅπλο μὲ τὸν Γάλλο, ποὺ ἦταν ὁπλισμένος. Ὁ Γάλλος μπροστὰ στὴν πίστη τοῦ Ἀγγελῆ δείλιασε καὶ ὁ Ἀγγελὴς ἀναδείχτηκε καὶ ἐπίσημα νικητής. Μετὰ τὴ νίκη αὐτὴ ὁ Ἀγγελής, ἀποφάσισε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ἐγκατέλειψε λοιπὸν τὴν ἰατρικὴ καὶ κλείστηκε στὸ ὑπερῶο τοῦ σπιτιοῦ του. Ξαφνικὰ ὅμως, ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου τοῦ ἔτους 1813, ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ἔγινε Μουσουλμάνος! Ἐπειδὴ δημιούργησε ἐπεισόδιο σὲ καφενεῖο τοῦ Ναυπλίου, ἐνῶ βρισκόταν μεθυσμένος, οἱ ἀρχὲς τὸν ἐξόρισαν στὴ Χίο. Ἐκεῖ μετανοημένος, ἔβρεχε κάθε μέρα μὲ δάκρυα μετανοίας τοὺς ναοὺς καὶ προσευχόταν. Ἐπίσης ἔδινε ἀφορμὲς στοὺς Τούρκους, ἐπιζητώντας τὸ μαρτύριο. Κάποτε μπῆκε σὲ κάποιο τελωνεῖο καὶ ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανός. Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ τὸν ἔκλεισαν σιδηροδέσμιο στὴ φυλακὴ τοῦ Κάστρου τῆς Χίου. Ἀλλ’ ἐπειδὴ παρέμεινε σταθερὸς στὴν Χριστιανικὴ ὁμολογία του, ἀποκεφαλίστηκε στὶς 3 Δεκεμβρίου 1813. Ὁ Ἅγιος Birinus (Ἄγγλος) Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985. Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr) anavaseis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου