12 Φεβρουαρίου 2017

«Τήν Τετάρτη καί τήν Παρασκευή, ἀγόρασε θυμίαμα καί κεριά καί δῶστα στήν ἐκκλησία γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς σου, γιατί τόχεις ρίξει μόνο στίς δουλειές καί πουλᾶς ψάρια». Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ.

Ένας ναυτικός, από τήν πόλη του Κέρτς ο Αντρέϊ Γκαπτσένσκο, ήρθε μέ τήν γυναίκα, τήν κόρη καί μιά αδελφή του γιά προσκύνημα στό Κίεβο, τό 1851.
Οι προσκυνητές πέρασαν αρκετές μέρες στό Κίεβο. Έχοντας επισκεφθή τά άξιόλογα μέρη, κατέληξαν στο Κιτάγιεφ γιά νά συναντήσουν τόν Στάρετς Θεόφιλο.
Ο μακάριος βγήκε απ’ τό κελί του καί στράφηκε αμέσως στήν σύζυγο του Γκαπτσένσκο, την Ευδοκία Τριφόνοβνα, ρωτώντας την:
«Ζεις κοντά στήν θάλασσα;».
«Ναι, κοντά στή θάλασσα, Μπάτουσκα».
«Καί είναι ο κολπίσκος που ζεις βαθύς;».
«Δεν ξέρω, Μπάτουσκα, δέν τόν μέτρησα ποτέ, απάντησε γεμάτη έκπληξη η Ευδοκία, ρίχνοντας φοβισμένες ματιές πρός τούς συγγενείς της».
«Την Τετάρτη καί την Παρασκευή, αγόρασε θυμίαμα καί κεριά καί δώστα στην εκκλησία γιά τήν σωτηρία της ψυχής σου, γιατί τόχεις ρίξει μόνο στις δουλειές καί πουλάς ψάρια».
Μ’ αυτά τά λόγια, τους εύλόγησε όλους και έφυγε. Οι προσκυνητές αναχώρησαν καί σταθμεύοντας γιά λίγο στό Ποτσαέφ νά προσευχηθούν, επέστρεψαν πάλι στό Κίεβο. Αφού άφησαν την κόρη τους στό Μοναστήρι Φλορόφσκυ, κάτω από τήν φροντίδα της Μοναχής Αγγελίνας, ξεκίνησαν γιά τό Κέρτς μόνοι τους.
Πέρασε λίγος καιρός. Στις 28 Ιουνίου, την παραμονή της γιορτής των Αγίων Αποστόλων Πέτρου καί Παύλου, ο Αντρέϊ Γκαπέντσκο έπρεπε να λείψη από τό σπίτι του γιά κάποια επείγουσα δουλειά. Έπεσε όμως άρρωστος κι αναγκάστηκε νά στείλει την γυναίκα του στήν θέση του, ενώ εκείνος παρέμεινε στό σπίτι τους στο Μιτροντάτ.
  Η Ευδοκία Τριφόνοβνα ξεκίνησε γιά το ταξίδι παίρνοντας μαζί της καί την ενός έτους κόρη της Παρασκευή. Ηταν απαραίτητο νά διασχίσουν τόν μικρό κόλπο μέ βάρκα, αλλά όλες οι βάρκες πού μετέφεραν τον κόσμο ήταν γεμάτες κι έτσι η νεαρή γυναίκα αναγκάστηκε νά επιβιβαστή σέ μιά λέμβο φορτωμένη μέ ασβέστη. Σύντομα η λέμβος άνοιξε πανιά κι έπλευσε στό ανοιχτό πέλαγος.
Εκείνη την νύχτα ακούστηκε ξαφνικά μιά απεγνωσμένη φωνή:
«Σώστε τον εαυτό σας, βυθιζόμαστε!»
Αυτό πούχε συμβή ήταν, ότι ένας μεγάλος ύφαλος είχε ανοίξει το κάτω μέρος της λέμβου κι εκείνη σιγά, σιγά άρχισε νά βυθίζεται. Στήν κατάσταση πανικού πού επικρατούσε, πολλοί έπεσαν στην θάλασσα, άλλοι πήδηξαν σέ μικρές σωσίβιες βάρκες ενώ άλλοι, αφήνονταν στό έλεος του Θεού.
Η Ευδοκία δεν έχασε την ψυχραιμία της καί στράφηκε στόν Θεό με θερμές προσευχές γιά βοήθεια.
Μισή ώρα είχε περάση. Τό σκάφος βυθίζονταν ολοένα καί περισσότερο. Τώρα καί τό κατάστρωμα είχε γεμίσει μέ νερό, καί η Εύδοκία βρισκόταν γονατιστή μέσα, σ’ αυτό. Ο θάνατος πλησίαζε συνεχώς περισσότερο.
«Έλεος Κύριε». Μ’ αυτά τά λόγια η Εύδοκία έκανε τό Σταυρό της, έδεσε τό παιδί της πίσω στήν πλάτη της κι άρχισε μ’ όλη της τή δύναμη νά κολυμπάη. Πάλευε απεγνωσμένα μέ τό νερό η νεαρή γυναίκα, κάνοντας απελπισμένες κινήσεις καί δεκαπλασιάζοντας την δύναμη πού έβαζε στά χέρια, διέσχιζε τά μεγάλα κύματα τής βαθιάς θάλασσας κι όλα γύρω της ήταν σκοτάδι κι ατέλειωτο νερό.
Πουθενά δέν φαινόταν βοήθεια. Τά χέρια της άρχισαν να μουδιάζουν καί γύρισε ανάσκελα. Έχοντας γυρίσει την πλάτη της, μετακίνησε τό παιδί της στό στήθος της καί κρατώντας το μέ τά δόντια της άρχισε πάλι νά κολυμπάη μακρύτερα, όλο καί μακρύτερα, μή ξέροντας πρός τά που. Καί η ακρογιαλιά ήταν μακριά- πολύ- πολύ μακριά.
Της φάνηκε πώς είδε την οικογένειά της νά περιμένη μέ αγωνία τον γυρισμό της.
  «Έχετε γειά, αγαπημένοι μου! Εχετε γειά!».
Οι δυνάμεις της εξαντλήθηκαν καί τά χέρια της πιά δέν μπορούσαν νά κουνηθούν. 
Ένοιωσε οτι γλιστρούσε κάπου μέσα σέ μιά παγωνιά, μέσα στά βάθη κι ένα τρομακτικό σκοτάδι σκέπαζε τά μάτια της.
Ο Αντρέϊ έχοντας λυώσει ολόκληρος απ’ την λύπη, έψαξε πολύ γιά την πνιγμένη γυναίκα του.
Καί ο Θεός τον λυπήθηκε. Την τρίτη ημέρα τά κύματα έβγαλαν τό πτώμα της στην ακτή κοντά στο Ταμάν, μέ την έκφραση του τρόμου αποτυπωμένη στό πρόσωπό της. Η άμοιρη σύντροφος της ζωής του, κείτονταν σιωπηλά στήν ακρογιαλιά κρατώντας στα ξυλιασμένα της χέρια την μικρή νεκρή κόρη της, σφιχτά πάνω στο μητρικό στήθος. Έχοντας θάψει την άτυχη σύζυγο κοντά στο μέρος πού την βρήκε, ο Άντρέϊ Γκαπτσένσκο, ξεκίνησε γιά την Λαύρα του Κιέβου.
Εκεί, εκάρη μοναχός μέ τ’ όνομα Μαλαχίας. Πέθανε σέ ήλικία 82 έτών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Ο ΣΤΑΡΕΤΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΤΟΥ ΚΙΕΒΟΥ. (1788-1853Μ.Χ)ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ.

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/01/blog-post_389.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου