Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς, δάσκαλος-Κιλκὶς
Πλησιάζει ἡ ἐθνικὴ ἐπέτειος, τὸ ἀθάνατο Εἰκοσιένα. Οἱ ἀπόγονοί τῶν γενοκτόνων μας Τούρκων, ὀνειροφαντάζονται μεγαλεία. Καλὸ εἶναι νὰ θυμόμαστε τὰ πάθη τῶν προγόνων μας, γιὰ νὰ ξέρουμε μὲ ποιοὺς γειτονεύουμε καὶ γιατί οἱ ἡρωικοὶ ραγιάδες τραγουδοῦσαν τὸ ἑξῆς...ρατσιστικὸ ὅπως θὰ ἔλεγε ἕνας ὑμνητὴς τοῦ πολύχρωμου-παρδαλοῦ σχολείου:" Τοῦρκος μὴ μείνει στὸ Μοριά, μηδὲ στὸν κόσμο ὅλο".
διασώσει λέξεις, τοπικὰ ἰδιώματα, ὥστε νὰ πλουτίσει μ’ αὐτὲς τὸ Λεξικό.
Ὅπως γράφει: «Τὰ καλοκαίρια τοῦ 1952, ’52, ’53 καὶ ’55 εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ τύχη καὶ τιμὴ νὰ μοῦ ἀνατεθεῖ ἀπὸ ἕνα σωματεῖο μὲ λαμπρὴ ἐπιστημονικὴ δράση, τὴν ἐν Ἀθήναις Γλωσσικὴν Ἑταιρείαν, ἡ μελέτη τοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος τῆς περιοχῆς Γράμμου, μὲ ἐπιτόπιο μετάβασή μου. Μὲ βασικὸ μεταφορικὸ μέσο το μουλάρι, γύρισα πενῆντα χωριά, κωμοπόλεις καὶ πόλεις τοῦ δυτικοῦ μέρους τῶν νομῶν Καστοριᾶς καὶ Κοζάνης σκαρφαλωμένα πάνω στὶς κορφὲς καὶ τὶς πλαγιὲς τοῦ Γράμμου καὶ τῆς Πίνδου. Έτσι, εἶχα τὴν εὐκαιρία καὶ τὴν ἄνεση νὰ γνωρίσω τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴ ζωή τους μὲ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες, τὶς ἀγωνίες καὶ τὶς ἐλπίδες τους».
Σεργιανάει τὰ χωριὰ ὁ γλωσσολόγος καὶ συζητᾶ κυρίως μὲ ὑπερήλικους ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ζήσει τὴν Τουρκοκρατία στὰ μέρη ἐκεῖνα. (Μόλις 40 χρόνια εἶχαν περάσει ἀπὸ τὸ 1912-13, ποὺ ὁ στρατὸς μας ἀπελευθέρωσε τὴν Μακεδονία). Οἱ μαρτυρίες (καὶ τὰ μαρτύρια) τῶν γερόντων Μακεδόνων εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀποκαλυπτικές.
Διαβάζω: «Ὁ σεβασμὸς στὴν ἐκκλησία ἔχει παλαιὰ παράδοση σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους κι εἶναι σὰν μιὰ πράξη εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν συμπαράστασή τους στὸν ἀγώνα. “Εδώ διαβασα”, μοῦ δήλωσε μὲ περηφάνια ὁ ὀγδοντάρης πρόεδρος τοῦ χωριοῦ Ἁγιὰ – Σωτήρα, Δημήτρης Ζηκόπουλος, δείχνοντάς μου τὸν νάρθηκα τῆς Ἁγιὰ – Παρασκευῆς, μιᾶς ἐκκλησιᾶς διακοσίων χρόνων, θέλοντας νὰ μοῦ πεῖ ὅτι ἐκεῖ ἔμαθε τὰ γράμματα ποὺ ξέρει. Καὶ συνέχισε: “Οἱ Τοῦρκοι δὲν μᾶς ἄφηναν νὰ μαθαίνωμε γράμματα κι ἐρχόμασταν σὲ τοῦτο τὸ κρυφὸ σχολειό. Τὸ μόνο ποὺ δὲν τοὺς πολυενοίαζε ἦταν νὰ διαβάζωμε τὸ χτωήχι καὶ τὸ ψαλτήρι, γιὰ νὰ μὴν παίρνουν τὰ μυαλὰ μας ἀέρα μὲ τ’ ἄλλα διαβάσματα. Θυμᾶμαι μὲ τί χαρὰ καὶ μὲ τί τρομάρα οἰκονόμησε τῷ καιρῶ ἐκείνω ὁ παππούλης ποὺ μᾶς διάβαζε – ἅγιό το χῶμα ποὺ τὸν σκεπάζει- μιὰ Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου. Σὰν τελειώναμε τὴν ἀνάγνωση, τὴν παράχωνε κάτω ἀπὸ τὴν πλάκα ποὺ βλέπεις ἐδωγιά».
Νομίζω ὅτι τὸ κείμενο, ἡ διήγηση τοῦ ὀγδοντάρη γεροπροέδρου εἶναι ἀπὸ τὶς λίγες μαρτυρίες, ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ ποὺ ἀρνεῖται ἡ ἀφελληνισμένη διανόησις καὶ τὰ ἀπολειφάδια τῆς ἱστοριογραφικῆς τσαρλατανιᾶς ποὺ λυμαίνονται τὰ πανεπιστήμια: τὸ Κρυφὸ Σχολειό.
Ἕτερη διήγηση, ἡλικιωμένου ἀγροφύλακα ἀπὸ τὸ χωριὸ Νόστιμο. Ἐξιστορεῖ ἐπιγραμματικὰ τὴ ζωὴ τῆς σκλαβιᾶς, τὴν «θαυμαστὴ τάξη», ὅπως ἔλεγε ἡ "συνωστισμένη", τῆς Τουρκοκρατίας: «Τί τρόμους καὶ τί καρδιοχτύπια περάσαμε μὲ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Ἀρβανιτάδες, ποὺ διαφέντευαν τὰ μέρη ἐτοῦτα κάναν καιρό. Οἱ πρῶτοι μὲ τὸ χαράτσι καὶ τὸ γιαταγάνι τους, οἱ δεύτεροι μὲ τὰ κούρσα καὶ τὸ πλιάτσικο. Ἀνέβαινε ὁ Ἀγάς, κατέβαινε ὁ λιάπης ἀπ’ τὰ βουνά του, ἔμπαιναν στὰ σπίτια μας:
– Βάλε μου νὰ φάω, γκιαούρ!
Τί νὰ κάνεις, τούψηνες ὅ,τι καλύτερο εἶχες, γιὰ νὰ τὸν μαλακώσεις: καμμιὰ κότα, αὐγά, ἔσφαζες κανένα ἀρνί, τούδινες παχὺ τυρί, τούφτιανες καὶ τὴν καλύτερη πίτα στὴ γάστρα νὰ περιδρομιάσει. Δῶσε μου κι ἄσπρα (= χρήματα) γιὰ τὸν κόπο πούκαμα νάρθω στὸ ρημάδι σου καὶ γιὰ τὰ δόντια μου ποὺ χάλασα μὲ τὰ παλιόφαγά σου, μούγκριζε στὸ τέλος μουδιασμένος ἀπὸ τὸ φαΐ ὁ ληστής. Μποροῦσες νὰ τοῦ πεῖς ὄχι; Τούδινες κι ἄσπρα… Τί νὰ πρωτοθυμηθεῖς! Ἂν τὸν ἀπαντοῦσες στὸ δρόμο, ἔπρεπε νὰ τοῦ κάνεις μετάνοια τοῦ Τούρκου, νὰ κατέβης ἀπ’ τὸ ζῶο ν’ ἀνέβη αὐτός. Τὰ ροῦχα σου νὰ μὴν εἶναι καινούργια καὶ τὸ φέσι σου νάναι τρύπιο καὶ πλαγιαστό. Ἂν τόβλεπε ὀρθό, σήκωσες κεφάλι, Γιουνᾶν, σούλεγε, καὶ στὸ ἔκοβε! Οἱ κοπέλες ἔβαζαν τὰ πιὸ παλιά τους φουστάνια καὶ κουκουλώνονταν καὶ καταχώνουνταν νὰ μὴν τὶς δεῖ τὸ μάτι τὸ πόρνο… πῶς ζήσαμεν ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει, ὥσπου νάρθει τὸ ἑλληνικό».
(Ἀναφέρει ἡ Πηνελόπη Δέλτα στὰ «Μυστικά του Βάλτου» πὼς ὅταν ὁ ἥρωας καπετὰν Ἄγρας πῆγε σὲ τουρκοσκλαβωμένο χωριὸ τῆς Μακεδονίας, οἱ κάτοικοι τὸν ἐκλιπαροῦσαν νὰ μὴν βαδίζει καμαρωτός, γιατί θὰ προδοθεῖ ἀπὸ τὴν περπατησιά του. Ἔπρεπε νὰ βαδίζει σκυφτός).
Παρενθέτω στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ μιὰ ἄλλη μαρτυρία, ποὺ περιγράφει τὰ ἀνήκουστα δεινὰ ποὺ βίωσε ὁ λαὸς μᾶς κατὰ τὴν περίοδο τῆς αἰχμαλωσίας στοὺς Ἀγαρηνούς. Περιέχεται στὸ βιβλίο «τὸ Εἰκοσιένα», ἔκδοση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν. Στὸ βιβλίο καταγράφονται οἱ πανηγυρικοὶ λόγοι τῶν Ἀκαδημαϊκῶν. Τὸν Μάρτιο τοῦ 1967, ὁμιλητής εἶναι ὁ Σπ. Μαρινάτος. Παραθέτει ἄδεια ταφῆς χριστιανοῦ, τὴν ὁποία ἔδιναν οἱ Τοῦρκοι:
«Σὺ ὁ παπάς, τοῦ ὁποίου τὸ μὲν ἔνδυμα εἶναι μαῦρον ὡς πίσσα, τὸ δὲ πρόσωπον ὡς τοῦ σατανᾶ, σὺ ὁ ἱερεὺς τῶν μιαρῶν, σὺ ὁ ἕλκων τὴν καταγωγὴν ἀπὸ τὸν ἄπιστον Ἰησοῦν, διατάσσεσαι: Τὸν εἰς τὸ ἔθνος σου ἀνήκοντα ἄπιστον Γρηγόριον, ὁ ὁποῖος ἐψόφησε σήμερον ἂν καὶ τὴν μὲν ψυχὴν τοῦ παρέδωκεν εἰς τὸν σατανᾶν, τὸ δὲ βρωμερὸν πτῶμα του δὲν τὸ δέχεται τὸ χῶμα, ἔξω καὶ μακράν τῆς πόλεως ἀνοίξατε λάκκον καὶ διὰ λακτισμάτων ρίψατε αὐτὸν ἐντὸς τούτου». (σέλ. 774).
Τὸ κείμενο ἀποτελεῖ μνημεῖο καὶ ἀδιαφιλονίκητη ἀπόδειξη τῆς ἁρμονικῆς, ἕως ἔρωτος, συνοίκησης σκλάβων καὶ δυναστῶν. Ἀκόμη καὶ οἱ νεκροὶ διαπομπεύονταν. Ἐπανέρχομαι στὰ ἱερὰ χώματα τῆς Μακεδονίας, στὴν ὁποία, πρὶν αὐτοεφευρηθοῦν οἱ Σκοπιανοί, δοκίμασαν οἱ Ἕλληνες τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Γράφει ὁ Φιλήμων στὸ «Δοκίμιον τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως».
«Ὅπου ἡ βαρβαρότης τῶν Τούρκων ἦτο παχυτέρα, ἐκεῖ ἡ κατὰ τῶν χριστιανῶν τυραννία ἦτο τραχυτέρα. Τοιοῦτοι ἤσαν οἱ χονδροὶ καὶ ἡμιάγριοι Τοῦρκοι τῆς Μακεδονίας. Ἐνώπιον δὲ αὐτῶν καὶ αὐτοὶ ἔτι οἱ Τοῦρκοι τῆς Κρήτης, οἱ τόσον διαβόητοι ἐπὶ φυσικὴ κακουργία καὶ κακεντρεχεία, ἐθεωροῦντο ἐξηυγενισμένοι…Οὕτω τὰ παθήματα τῶν Ἑλλήνων τῆς Μακεδονίας καταντῶσιν ἀπερίγραπτα καὶ δύσληπτα, ὡς ὑπερβαίνοντα πάσαν ἀνθρωπίνην κακίαν καὶ πάσαν ὑπομονὴν ἀνθρώπου. Ἐν τῷ τόπω αὐτῷ αἱ πολυειδεῖς καταδυναστεύσεις καὶ αἱ ἀτελεύτητοι ἀπαιτήσεις, αἱ αὐθαίρετοι ἰδιοποιήσεις τῶν κτημάτων, οἱ φόνοι καὶ ἐπὶ πάσιν αἱ ἁρπαγαὶ καὶ αἱ βίαι ἀπαγωγαὶ νεανίδων καὶ νέων, ὑπερεῖχον ἀπολύτως». (τόμ. 3, σέλ. 144).
Καὶ κλείνω μὲ τὸν ἐπίλογο τοῦ κειμένου τοῦ Στ. Μάνεση, ποὺ ἴσως, συνεχίζει τὸ κείμενο τοῦ Φιλήμονα: «Πόσο ἀκλόνητη ἦταν ἡ πεποίθηση τῶν Μακεδόνων πὼς κάποια μέρα θάρθει τὸ ἑλληνικό, φαίνεται κι ἀπὸ τὴν ἀφελῆ διαβεβαίωση ἑνὸς γέρου ἑκατοχρονίτη, τοῦ Δημήτρη Σιμόπουλου, ἀπὸ τὸ Τσοτύλι: Δὲν μπορούσαμεν, μοῦ εἶπε, νὰ ζήσωμε σκλάβοι σὲ ξένα χέρια ἀπ’ ἄπειρον, τὸ γραφτὸ ἔλεγε πὼς θὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὴν Ἑλλάδα, γιατί Ἑλλὰς θὰ πεῖ…ἔλα».
Δὲν βρῆκα ὡραιότερη ἐτυμολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ ἐθνικοῦ μας ὀνόματος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου