Νεοελληνικὴ ἀπόδοση – Ἐπιμέλεια: Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος, Κιλκίς, 7-1-2020
Τώρα, ποὺ τελείωσαν οἱ διακοπὲς καὶ ξαναρχίζουν τὰ σχολεῖα καὶ μαζὶ ὁ ἀγώνας τῶν παιδιῶν στὸ ἔργο τῆς μαθητείας καὶ τῆς ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ στοὺς δασκάλους, δημοσιεύουμε, μὲ ἀγάπη καὶ ἀγωνία, ἕνα μικρὸ πόνημα, ὥστε νὰ στηριχτοῦν ἀπὸ τὸν φωτισμένο λόγο τοῦ ἁγίου. Ἕνα ἀπόσπασμα διδακτικὸ καὶ ψυχωφελές, ἀπὸ τὴν ΚΓ΄ Μελέτη τοῦ βιβλίου «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ», τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.
1. Πρῶτα λοιπόν, κράτησε μὲ ὑπερβολὴ τὴν ὑπακοὴ ὁ Κύριος στὰ πρόσωπα, στὰ ὁποῖα τὴν ἔκανε, διότι θὰ ἦταν ἀρκετὸ καὶ μόνο, ἂν ἔκανε ὑπακοὴ στὴν ἁγιότατη μητέρα του, καθὼς αὐτὴ ἦταν ἡ κατὰ φύση μητέρα του, ἡ ὁποία τὸν συνέλαβε μὲ τὸ ἄχραντο αἷμα της καὶ τὸν κράτησε ἐννιὰ μῆνες στὴν κοιλιά της καὶ τὸν ἔθρεψε μὲ τὸ γάλα της. Γι` αὐτὸ εἶχε χρέος ἀπαραίτητο νὰ κάνει ὑπακοὴ σ` αὐτήν, καθότι εἶναι γνήσιος καὶ ἀληθινὸς γιός της καὶ μάλιστα ὁ νομοθέτης τῆς Ἐ΄ ἐντολῆς τοῦ Δεκαλόγου, ποὺ λέει: «τίμα τὴν μητέρα σου, ἴνα εὖ σοὶ γένηται» (Ἐξοδ. 20,12) καί του : «υἱέ, μὴ ἀπώση θεσμοὺς μητρός σου» (Παρ. 1,8) καί του : «ὁ εἰσακούων Κυρίου ἀναπαύσει μητέρα αὐτοῦ» (Σειρὰχ 3,6).
Τώρα, τὸ ὅτι κρατοῦσε ἀμείωτη τὴν ὑπακοὴ ὁ Κύριος ἀκόμη καὶ στὸν δίκαιο Ἰωσήφ, αὐτὸ δὲν ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸ κάνει ἀπαραίτητα, ἀφοῦ οὔτε ὁ Ἰωσὴφ ἦταν καὶ....
κατὰ φύση ἀληθινὸς πατέρας του οὔτε ὁ Κύριος ἦταν γνήσιος καὶ κατὰ φύση γιός του, ἀλλὰ καὶ ἡ πατρότητα ἐκείνου καὶ ἡ υἱότητα αὐτοῦ ἦταν προσχηματικὴ καὶ δὲν ἦταν ἀληθινή. Ἦταν νομιζόμενη καὶ λεγόμενη καὶ ὄχι γεγονὸς καὶ πραγματική. Παρ` ὅλα αὐτά, ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐπέδειξε ὑπερβολικὴ καὶ ὠφέλιμη ὑπακοή, ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοὴ καὶ στοὺς δύο, καὶ στὴν ἀληθινὴ μητέρα του καὶ στὸν νομιζόμενο πατέρα του, σὰν νὰ ἦταν ἀληθινός του πατέρας. Ἀκριβῶς γὶ` αὐτὸ εἶπε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς: «καὶ ἢν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς» (Λουκ. 2,51).
2. Δεύτερον δέ, παρέμεινε ὑπερβολικὰ μεγάλη ἡ ὑπακοὴ τοῦ Κυρίου ὡς πρὸς τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου. Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὸν 42ο (ἢ 38ο) κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένη ἁγίας Συνόδου ἢ καλύτερα νὰ ποῦμε σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς μαζὶ καὶ τοὺς βασιλικοὺς νόμους, τὰ παιδιὰ πρέπει νὰ ὑποτάσσονται στοὺς γονεῖς τους καὶ νὰ εἶναι ὑπὸ τὴν φροντίδα καὶ εὐθύνη αὐτῶν, μέχρι νὰ ἔλθουν σὲ ἡλικία ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ἀντιλαμβάνονται καὶ νὰ δέχονται τὸν λόγο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν φρονιμάδα καὶ στὴν διάκριση τοῦ καλοῦ ἀπὸ τὸ κακό, δηλαδή, μέχρι νὰ γίνουν δεκαπέντε χρονῶν ἢ τὸ πολὺ πολὺ μέχρι εἴκοσι χρονῶν, κατὰ τὸ 32ο κεφάλαιο τῶν Ἀριθμῶν καὶ πιὸ ἁπλά, ἀνάλογα μὲ τὴν εὐστροφία ἢ τὴν δυσκινησία τοῦ μυαλοῦ ποὺ ἔχει καθένας. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ χρονικὰ ὅρια τελειώνει ἡ εὐθύνη τῶν γονέων καὶ ἡ ὑποχρέωση τῆς ὑπακοῆς τῶν παιδιῶν σ` αὐτοὺς καὶ καθίστανται αὐτεξούσια καὶ ἐλεύθερα.
Ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἀναπαύτηκε νὰ κάνει μόνο τόσο χρόνο ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ στὸν μὲν θεωρούμενο πατέρα του, δηλαδὴ στὸν μνήστορα Ἰωσήφ, ἦταν ὑποταγμένος ὅσο χρόνο ἦταν ἐν ζωή, στὴν δὲ ἀληθινὴ μητέρα τοῦ σχεδὸν διπλασίασε τὸν ἀριθμὸ τῶν χρόνων ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς τους καὶ ἔμεινε ὑπακούοντας σ` αὐτὴν τριάντα ὁλόκληρα χρόνια. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ θεῖος φωστήρας, Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἑρμηνεύοντας ἐκεῖνον τὸ λόγο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στὴν μητέρα τοῦ μετὰ τὴν βάπτισή του, στὸν γάμο τῆς Κανά: «τί ἐμοὶ καὶ σοί, γύναι; οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου» (Ἰω. 2,4), λέει ὅτι ὁ Κύριος σὰν νὰ παραπονέθηκε μὲ αὐτὸ πρὸς τὴν μητέρα του. Πῶς δὲν τῆς ἔφτασαν τὰ τόσα χρόνια ποὺ τῆς ἔκανε ὑπακοή, ἀλλὰ ζητοῦσε νὰ συνεχίσει ἀκόμη νὰ τὴν ὑπακούει καὶ τότε καὶ νὰ κάνει ὅ,τι τοῦ λέει. «οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου;», δηλαδή, δὲν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ γίνω κι ἐγὼ ἐλεύθερος καὶ ὑπεύθυνός του ἑαυτοῦ μου; Παρ` ὅλα αὐτὰ καὶ τότε τὴν ὑπάκουσε καὶ ἔκανε ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ζήτησε, δηλαδή, μετέβαλε τὸ νερὸ σὲ κρασί.
3. Τρίτον, ἡ ὑπακοὴ τοῦ Κυρίου στάθηκε σὲ ὑπερβολικὰ ὑψηλὸ ἐπίπεδο. Διότι, ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια ἀκόμη, ὅσοι γιοὶ ἔδειξαν ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς τους καὶ ὅσοι ὑποτακτικοὶ ὑποτάχτηκαν στοὺς πνευματικούς τους πατέρες καὶ στοὺς γέροντές τους, ὅλοι, ὅλοι, χωρὶς καμία ἐξαίρεση, ἐπειδὴ ἦταν ἀπόγονοί του παλαιοῦ Ἀδὰμ καὶ ἐπειδὴ ἦταν δηλητηριασμένοι ἀπὸ τὴν παρακοή του καὶ ἀπὸ τὴν ἰδιορρυθμία τοῦ θελήματός τους, μὲ πολλὴ ἢ λίγη βία, ἔκοψαν αὐτὸ τὸ θέλημα καὶ ἔμειναν στὴν ὑπακοή. Ὁ Κύριος ὅμως, ἐπειδὴ εἶχε πάντοτε ὑποταγμένο τὸ ἀνθρώπινο θέλημά του στὸ θέλημα τῆς θεότητας, κατὰ συνέπεια δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ ἐκβιάσει τίποτε, γιὰ νὰ κόψει τὸ θέλημά του. Ἔτσι ὑποτάσσονταν καὶ ὑπάκουέ τους γονεῖς του μὲ ὅλη τὴν προθυμία του, μὲ ὅλη του τὴν θέληση, μὲ ὅλη του τὴν χαρά, μὲ ὅλη του τὴν ἀγάπη, μὲ ὅλη τὴν ταπείνωση, χωρὶς κανέναν γογγυσμό, χωρὶς κανέναν ἀντίλογο εἴτε ἐσωτερικὸ εἴτε ἐξωτερικό, εἴτε λόγου εἴτε λογισμοῦ. Καὶ ἔκανε ὑπακοὴ μὲ μεγάλη ἑτοιμότητα, ὄχι μόνο σὲ ἐλαφρὲς ἐργασίες ἀλλὰ καὶ σὲ βαριὲς καὶ κοπιαστικές. Ὄχι μόνο σὲ ἔργα ὅπου φαινόταν ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα του, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ στὰ πλέον εὐτελῆ καὶ τιποτένια.
Ώ, τῆς ἀνεκφράστου συγκαταβάσεως! Ἐκεῖνος ποὺ καλεῖ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ τὰ σύννεφα καὶ ἀμέσως μὲ τρόμο κάνουν ὑπακοὴ καὶ ρίχνουν ραγδαία τὴν βροχή, ὅπως λέει στὸν Ἰώβ: «καλέσεις δὲ νέφος φωνή, καὶ τρόμω ὕδατος λάβρου ὑπακούσεταί σου;». (Ἰώβ, 38, 34), αὐτὸν τὸν καλοῦσε ὁ Ἰωσήφ, νὰ τοῦ φέρει νερὸ νὰ πιεῖ καὶ ἀμέσως ὑπάκουε. Ἐκεῖνος ποὺ στέλνει τοὺς κεραυνοὺς καὶ ἀμέσως πηγαίνουν καὶ τὸν ρωτοῦν, τί διατάζεις; «ἀποστελεῖς δὲ κεραυνοὺς καὶ πορεύσονται; ἐρούσι δὲ σοί• τί ἐστι;» (Ἰώβ, 38, 35), αὐτὸν τὸν ἔστελνε ἡ μητέρα του νὰ φέρει ξύλα ἢ φωτιὰ καὶ ἀμέσως πήγαινε, ἀφοῦ πρῶτα τὴν ρωτοῦσε: «Τί θέλεις, μητέρα; Νά, ἐδῶ εἶμαι. Στεῖλε ἐμένα». Ἐκεῖνος πού, κατὰ τὸν Παῦλο, ὀνομάζει ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν ἔλαβαν ἀκόμη ὕπαρξη, σὰν ὑπάρχουν ἤδη στὴν πραγματικότητα (Ρωμ. 4,17) καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὅσα σκέφτεται, γίνονται ἀμέσως καὶ ὅσα θέλει νὰ ἔρθουν, ἔρχονται καὶ στέκονται ἀμέσως μπροστά του καὶ τοῦ λένε, κατὰ τὴν σοφὴ Ἰουδήθ, ἰδοὺ ἤρθαμε παρόντες: «διενοήθης, καὶ ἐγενήθησαν ἃ ἐνενοήθης, καὶ παρέστησαν ἃ ἐβουλεύσω καὶ εἶπαν• ἰδοὺ παρεσμεν» (9,5), αὐτὸς ἦταν ἕτοιμος νὰ ἐκτελέσει ἀμέσως ὅλα τὰ νεύματα καὶ ὅλα τὰ θελήματα τῶν γονέων του. Τέλος, ἐν συντομία, ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν λόγο τοῦ εἶπε καὶ ἔγιναν ὅλα τὰ κτίσματα: «αὐτὸς εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν» (Ψάλμ. 148, 5) καὶ ἐκεῖνος, τὴν προσταγὴ τοῦ ὁποίου δὲν μπορεῖ νὰ παραβεῖ κανένα κτίσμα: «πρόσταγμα ἔθετο, καὶ οὐ παρελεύσεται» (αὐτοθ. 6), αὐτὸς ὑπάκουσε σὲ ὅλα τὰ λόγια του πατέρα του καὶ τῆς μητέρας του καὶ ἔπαιρνε ἐντολὲς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ φωτιὰ νὰ ἀνάβει καὶ τὸ σπίτι νὰ σκουπίζει καὶ τραπέζι νὰ στρώνει καὶ τὰ πιάτα νὰ πλένει καὶ κάθε ἄλλη εὐτελῆ ἐργασία νὰ φέρει σὲ πέρας.
Τί λὲς ἐσὺ τώρα, ποῦ τὰ διαβάζεις ὅλα αὐτά; Ἂν ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀγγέλων ἔκανε ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς του, δηλαδή, στὴ λάσπη καὶ στὸν πηλό, τὸν ὁποῖο αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔπλασε μὲ τὰ χέρια του, ποῦ ἔμεινες πιὰ ἐσύ; Ἐσύ, ποῦ εἶσαι πιὸ τιποτένιος ἀπὸ τὸ τίποτε, ἀφοῦ εἶσαι ἁμαρτωλός; Πόση ὑπακοὴ πρέπει νὰ δείχνεις στοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς σου; Πόση τιμὴ πρέπει νὰ τοὺς προσφέρεις; Πόση ἀγάπη νὰ τοὺς ἔχεις; Καὶ πόση εὐχαριστία νὰ τοὺς ἀποδίδεις; Ἐπειδὴ κάθε παιδὶ ὀφείλει νὰ δίνει τὰ τέσσερα αὐτὰ πράγματα στοὺς γονεῖς του καὶ νὰ παίρνει πάλι καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλα τέσσερα` ἀνατροφή, βοήθεια, παιδεία καὶ καλὸ παράδειγμα. Περισσότερο δὲ καὶ ἑξαιρέτως τά παιδιὰ πρέπει νὰ ἔχουν μεγάλη ὑπομονὴ στὰ ἐλαττώματα καὶ στὰ γηρατειὰ τῶν γονιῶν τους, καθὼς εἶναι γραμμένο` : «τέκνον, ἀντιλαβοὺ ἐν γήρα πατρός σου, κὰν ἀπολείπη σύνεσιν, συγγνώμην ἔχε καὶ μὴ ἀτιμάσης αὐτὸν ἐν πάση ἰσχύϊ σου». (Σειράχ, 3, 12).
Τί νομίζεις τώρα, ἀγαπητέ; Πῶς προκεῖται νὰ ἔχεις καμιὰ σωματικὴ ἢ ψυχικὴ προκοπή, ἂν δὲν κάνεις ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς σου; Βγάλε τὸ αὐτὸ ἀπὸ τὸ μυαλὸ σου «υἱὸς γὰρ φησιν ἀνήκοος, ἐν ἀπωλεία» (Παρ. 13, 1). Ἂν ἐσὺ καταφρονεῖς τὸν πατέρα σου, εἶσαι βλάσφημος. Ἂν παροργίζεις καὶ λυπεῖς τὴν μητέρας σου, εἶσαι καταραμένος ἀπὸ τὸν Κύριο` «ὡς βλάσφημος ὁ ἐγκαταλιπῶν πατέρα, καὶ κεκατηραμένος ὑπὸ Κυρίου ὁ παροργίζων μητέρα αὐτοῦ». (Σειράχ, 3, 16).
Ἂν τιμᾶς τὸν πατέρα σου, θὰ τιμηθεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά σου καὶ ἂν λάβεις τὴν εὐλογία τοῦ πατέρα σου, θὰ στεριώσουν τὰ θεμέλια του σπιτιοῦ σου (τῆς οἰκογένειάς σου) «ὁ τιμῶν πατέρα εὐφρανθήσεται ὑπὸ τέκνων» (αὐτοθ. 5), «εὐλογία γὰρ πατρὸς στηρίζει οἴκους τέκνων, κατάρα δὲ μητρὸς ἐκριζοὶ θεμέλια». (αὐτοθ. 9). Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω μὲ συντομία, ἔχεις χρέος νὰ ὑπακοῦς στοὺς γονεῖς σου σὲ ὅλα. Τότε μόνο νὰ μὴν τοὺς ὑπακούσεις, ἀλλὰ νὰ προτιμήσεις τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅταν σὲ προστάξουν νὰ κάνεις κανένα κακὸ καὶ νὰ παραβεῖς ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ἢ ἂν σὲ ἐμποδίσουν νὰ ἀκολουθήσεις τὴν καλύτερη ζωή, αὐτὴν ποὺ θὰ μπορέσεις νὰ εὐαρεστήσεις περισσότερο τὸν Θεό, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, εἶναι ἡ καλογερικὴ ζωή, γιὰ τὴν ὁποία γράφει ἐκτενέστερα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ ὑπαινίχθηκε λίγο, ὅταν εὐρισκόμενος στὸ ἱερὸ , εἶπε στοὺς γονεῖς του, ποῦ τὸν ἀναζητοῦσαν: «τί ὅτι ἐζητεῖτε μέ; οὐκ ἤδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναι μέ;» (Λουκ. 2,49). Πλὴν ὅμως, ὅταν οἱ γονεῖς ἐμποδίζουν τὰ παιδιά τους, αὐτὰ πρέπει νὰ προσπαθοῦν ὅσο μποροῦν, νὰ τοὺς πείσουν καὶ νὰ ἀναχωρήσουν μὲ τὴν εὐλογία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου