ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ[:Ματθ.3,13-17]
Ο ΙΕΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
[Μέρος πρώτο:υπομνηματισμός των εδαφίων Ματθ.3,13-15]
«Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην, τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ' αὐτοῦ(:τότε ήλθε ο Ιησούς απ’ τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη ποταμό προς τον Ιωάννη για να βαπτισθεί απ’ αυτόν)»[Ματθ.3,13].
Μαζί με τους δούλους ο Δεσπότης, μαζί με τους υπόδικους ο Κριτής έρχεται για να βαπτισθεί. Αλλά μη θορυβηθείς· μεταξύ των ταπεινών αυτών περισσότερο λάμπει το υψηλό μεγαλείο Του.
Πραγματικά, Αυτός ο οποίος καταδέχθηκε να κυοφορηθεί για τόσο χρόνο σε μήτρα παρθενική και να γεννηθεί από εκεί, σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσεως, και επιπλέον να ραπισθεί, να σταυρωθεί και να πάθει τα άλλα παθήματα, τα οποία υπέστη, γιατί παραξενεύεσαι, εάν καταδέχθηκε να βαπτισθεί και να έλθει μαζί με τους άλλους ανθρώπους προς τον δούλο Του; Διότι εκείνο ήταν που προκαλούσε μεγάλη κατάπληξη, το ότι δηλαδή, ενώ ήταν Θεός, θέλησε να γίνει άνθρωπος· τα άλλα λοιπόν κατά λογική ακολουθία έπονται όλα γενικώς. Γι’ αυτό τον λόγο και ο Ιωάννης πρόφθασε και έλεγε, εκείνα ακριβώς που είπε, ότι δηλαδή, δεν είναι άξιος να λύσει τα λουριά των υποδημάτων του Ιησού και όλα τα άλλα· για παράδειγμα είπε ότι ο Ιησούς είναι κριτής και θα αποδώσει δικαιοσύνη σύμφωνα με την αξία του καθενός και ότι θα χορηγήσει σε όλους ανεξαιρέτως το Άγιο Πνεύμα με αφθονία, ώστε όταν Τον δεις να έρχεται προς το βάπτισμα να μην υποψιαστείς τίποτε το ταπεινό.
Επίσης, για τον ίδιο λόγο, όταν Αυτός ήταν παρών εκεί, Του προβάλλει ταπεινή αντίρρηση, λέγοντας: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;(: Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από σένα τον αναμάρτητο, και συ έρχεσαι σε μένα για να δεχθείς το βάπτισμα;)»[Ματθ.3,14]. Επειδή δηλαδή, το βάπτισμα ήταν ενδεικτικό της μετανοίας και οδηγούσε σε κατηγορία για τα αμαρτήματα που είχε διαπράξει ο κάθε βαπτιζόμενος, για να μη νομίσει κανείς ότι και ο Ιησούς με μια τέτοια διάθεση έρχεται στον Ιορδάνη, ο Ιωάννης διορθώνει την πιθανή αυτή εκτίμηση εκ των προτέρων, με το να Τον αποκαλέσει και «Αμνό»[Ιω. 1,29: « ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου (: Να εκείνος που προφήτευσε ο Ησαΐας και μας Τον απέστειλε ο Θεός για να θυσιασθεί ως αρνί και να σηκώσει με τη σφαγή και τη θυσία Του ολόκληρη την αμαρτία και την ενοχή του κόσμου, και έτσι να την εξαλείψει)»] και Λυτρωτή από όλη γενικά την αμαρτία που έχει διαπραχθεί στην οικουμένη.
Πραγματικά, όποιος μπορεί να εξαλείψει τα αμαρτήματα ολόκληρου του ανθρωπίνου γένους, πολύ περισσότερο Αυτός ο ίδιος είναι αναμάρτητος. Γι’ αυτό και δεν είπε: «Να ο αναμάρτητος», αλλά εκείνο το οποίο ήταν πολύ σπουδαιότερο, «ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου(: Ιδού, Αυτός ο οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου)», ώστε μαζί με αυτό να αποδεχθείς και εκείνο με κάθε βεβαιότητα και αφού πειστείς, να αντιληφθείς ότι έρχεται στο βάπτισμα, οικονομώντας και μερικά άλλα ζητήματα. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης, όταν προσήλθε σε αυτόν ο Ιησούς, έλεγε: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; (:εγώ, ο ατελής και αδύνατος άνθρωπος, έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Εσένα, και Εσύ, ο αναμάρτητος και τέλειος, έρχεσαι να βαπτισθείς από εμένα;)». Και δεν είπε: «και Εσύ βαπτίζεσαι από εμένα;», επειδή και αυτό φοβήθηκε να το πει. Αλλά ,τι είπε; «Κι Εσύ έρχεσαι προς εμένα;».
Ποια απάντηση έδωσε όμως ο Χριστός; Ό,τι ακριβώς έκανε αργότερα στον Πέτρο, το ίδιο και τότε έπραξε. Πραγματικά και ο Πέτρος Τον εμπόδιζε να του πλύνει τα πόδια, αλλά όταν άκουσε ότι «ὃ ἐγὼ ποιῶ, σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι, γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα (:Εσύ τώρα δεν καταλαβαίνεις ποια σημασία και ποιο νόημα έχει αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή. Θα το καταλάβεις όμως αργότερα)»[Ιωάν.13,7], και ότι· «ἐὰν μὴ νίψω σε, οὐκ ἔχεις μέρος μετ᾿ ἐμοῦ (:Εάν δεν διδαχθείς από το παράδειγμα της ταπεινοφροσύνης που σας δίνω, αλλά εξακολουθείς να αντιστέκεσαι εγωιστικά για να μη σου πλύνω τα πόδια, δεν έχεις καμία θέση κοντά μου, ούτε θα συμμετάσχεις στη δόξα μου)» [Ιωάν. 13,8],αμέσως άφησε την άρνηση και υπάκουσε. Το ίδιο και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν άκουσε από τον Ιησού τα λόγια: «Ἂφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην (:άφησε τώρα τις αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολία να βαπτισθώ· διότι με αυτόν τον τρόπο, με τον οποίο ταπεινώνομαι, πρέπει να εκπληρώσω κάθε εντολή του Θεού, ο οποίος σου ανέθεσε ως καθήκον να βαπτίζεις)»[ Ματθ. 3,15], αμέσως υπάκουσε·διότι δεν ήταν υπερβολικά εριστικοί, αλλά τους διέκρινε η αγάπη και η υπακοή και φρόντιζαν να υπακούουν στον Κύριο σε όλες τις περιπτώσεις.
Πρόσεξε επίσης με ποιον τρόπο τον ενθαρρύνει από εκείνο το σημείο ακριβώς, για το οποίο δίσταζε κυρίως να τελέσει το βάπτισμα. Δεν είπε, δηλαδή, ότι “έτσι είναι δίκαιο’’, αλλά «έτσι είναι το πρέπον». Διότι, επειδή αυτό προπάντων θεωρούσε ανάξιό Του, το να βαπτισθεί από τον δούλο, αυτό κυρίως προβάλλει , το οποίο έρχεται σε σύγκρουση με την αντίληψη αυτή, σαν να του έλεγε: «Δεν αποφεύγεις αυτό και με εμποδίζεις να βαπτισθώ, επειδή έχεις τη γνώμη ότι είναι απρεπές; Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο άφησε την άρνηση, διότι αυτό επάνω από όλα πρέπει να γίνει». Και δεν είπε μόνο «άφησε τις αντιρρήσεις», αλλά πρόσθεσε και το «επί του παρόντος»(« ἄφες ἄρτι», Ματθ. 3,15). «Διότι αυτά δεν θα διαρκέσουν αιώνια», λέγει, «αλλά θα με δεις και στην κατάσταση που επιθυμείς. Προς το παρόν όμως να το υπομείνεις αυτό».
Στη συνέχεια αποδεικνύει κατά ποια έννοια είναι πρέπον αυτό. Γιατί είναι πρέπον, λοιπόν; Διότι έτσι εκτελούμε κάθε εντολή του νόμου, πράγμα το οποίο φανέρωνε, όταν έλεγε τη φράση «πᾶσαν δικαιοσύνην(:κάθε εντολή του Θεού)»(Ματθ. 3,15).Πραγματικά «δικαιοσύνη» είναι η εκπλήρωση των εντολών. «Αφού λοιπόν εκπληρώσαμε», λέγει, «όλες τις άλλες εντολές, αυτό υπολείπεται πλέον και πρέπει να το προσθέσουμε και αυτό. Διότι εγώ ήλθα για να καταργήσω την κατάρα, η οποία προήλθε από την παράβαση του νόμου. Συνεπώς, επιβάλλεται να εκπληρώσω προηγουμένως εγώ ο ίδιος τα πάντα και να σας απελευθερώσω από την καταδίκη και έτσι, να τελειώσω την αποστολή μου. Είναι ανάγκη λοιπόν προηγουμένως εγώ να εφαρμόσω αυτόν κατά πάντα, επειδή πρέπει να διαγράψω την κατάρα, η οποία έχει αναγραφεί εναντίον σας στον νόμο. Γι’ αυτό ακριβώς έλαβα σάρκα και ήλθα κοντά σας».
«Τότε ἀφίησιν αὐτόν·καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν(:Τότε ο Ιωάννης Τον άφησε να βαπτισθεί. Κι όταν βαπτίσθηκε ο Ιησούς, επειδή ως αναμάρτητος δεν είχε τίποτε να εξομολογηθεί, ανέβηκε αμέσως απ’ το νερό του Ιορδάνη και δεν έμεινε σ’ αυτό, όπως οι άλλοι που την ώρα του βαπτίσματός τους εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους. Και ξαφνικά άνοιξαν γι’ Αυτόν οι ουρανοί, και είδε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνει με εξωτερική μορφή που έμοιαζε με περιστέρι, και να έρχεται πάνω Του)» [Ματθ. 3,15-16].
Βέβαια, πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν τον Ιωάννη πολύ ανώτερο από τον Ιησού, επειδή ανατράφηκε και έζησε όλη τη ζωή του στην έρημο, και επειδή ήταν υιός αρχιερέως, και επειδή ήταν ενδεδυμένος με μια τέτοια παράξενη αμφίεση, και επειδή προσκαλούσε τους πάντες στο βάπτισμα και επειδή είχε γεννηθεί από στείρα γυναίκα· τον Ιησού όμως, επειδή είχε γεννηθεί από μια άσημη κόρη(δεν ήταν βέβαια γνωστός ακόμη σε όλους ο παρθενικός τοκετός της), και επειδή ανατράφηκε σε σπίτι , και επειδή συναναστρεφόταν με όλους τους ανθρώπους και επειδή φορούσε τη συνηθισμένη ενδυμασία, Τον θεωρούσαν ότι ήταν κατώτερος από τον Ιωάννη, δεδομένου ότι δεν γνώριζαν τίποτε ακόμη από τα απόρρητα και θαυμαστά εκείνα γεγονότα. Συνέπεσε ακόμη να βαπτισθεί από τον Ιωάννη, πράγμα το οποίο ακριβώς ενίσχυε περισσότερο την εκτίμησή τους αυτή, ακόμη και αν δεν είχαν τίποτε κατά νου, από όσα είπα παραπάνω για τις μεταξύ των δύο διαφορές. Σκέπτονταν, δηλαδή, ότι ο Ιησούς ήταν ένας από τους πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι βαπτίζονταν από τον Ιωάννη, διότι, εάν δεν ήταν ένας από τους πολλούς και συνηθισμένους ανθρώπους, δε θα πήγαινε προς το βάπτισμα μαζί με τους άλλους. Έτσι ο Ιωάννης θεωρείτο πολύ ανώτερος και πιο αξιοθαύμαστος από τον Ιησού.
Για να μην επικρατήσει, όμως, η αντίληψη αυτή στο πλήθος, και οι ουρανοί ανοίγουν, τη στιγμή που βαπτιζόταν ο Ιησούς, και το Άγιο Πνεύμα κατεβαίνει, και μαζί με το Άγιο Πνεύμα ακούεται φωνή, η οποία διακηρύσσει την αξία του Μονογενούς Υιού. Επειδή, όμως, η φωνή, η οποία έλεγε: «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα(:Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος, στον οποίο ευαρεστήθηκα. Τον γέννησα προαιωνίως και είναι ως Θεός ο μονάκριβός μου Υιός, και ως άνθρωπος ο απολύτως αναμάρτητος. Πάντοτε έκανε το αρεστό ενώπιον μου)»[Ματθ.3,17]φαινόταν ότι ταιριάζει περισσότερο στον Ιωάννη,(διότι δεν πρόσθεσε: «Αυτός ο βαπτιζόμενος», αλλά απλώς είπε: «Αυτός»), ήταν φυσικό ο καθένας από τους ακροατές να σκεφθεί ότι αυτό ειπώθηκε μάλλον για τον βαπτιστή παρά για τον βαπτιζόμενο, λόγω του αξιώματος του Βαπτιστού και για όσα ελέχθησαν παραπάνω, γι’ αυτόν τον λόγο κατήλθε το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή της περιστεράς και έλκυσε την φωνή επάνω από τον Ιησού και έτσι έκανε σε όλους φανερό ότι το «Οὗτος» δεν ειπώθηκε για τον βαπτιστή Ιωάννη, αλλά για τον βαπτιζόμενο Ιησού.
«Και γιατί», θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, «δεν πίστεψαν, αφού συνέβησαν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα;» Μα και κατά τα χρόνια του Μωυσή έγιναν πολλά θαύματα, έστω και όχι παρόμοια προς τα παρόντα, και όμως ύστερα από όλα εκείνα, τις φωνές, τις σάλπιγγες και τις αστραπές(Έξ.19 κ.ε.), και μοσχάρι κατασκεύασαν, και προς λατρευτική προσκύνηση του Βεελφεγώρ έκαναν τελετές(Έξ. 32 κ.ε.).Αλλά και αυτοί οι ίδιοι, οι οποίοι παρευρίσκονταν τότε στην βάπτιση, και αργότερα είδαν τον Λάζαρο να ανασταίνεται, έδειξαν τόσο μεγάλη απιστία προς Εκείνον που επιτέλεσε τα θαύματα αυτά, ώστε αποπειράθηκαν πολλές φορές ακόμη και να Τον φονεύσουν. Εάν λοιπόν, μολονότι έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους, νεκρούς να ανασταίνονται, εξακολουθούσαν ακόμη να κατέχονται από τόση κακία, για ποιο λόγο παραξενεύεσαι, επειδή δεν πίστεψαν στην Φωνή, η οποία ακουγόταν από τον ουρανό ; Πράγματι, όταν η ψυχή του ανθρώπου είναι αγνώμων και διεστραμμένη και την έχει κυριεύσει το πάθος του φθόνου, δεν υποχωρεί σε κανένα από τα θαύματα αυτά· όπως αντίστοιχα, όταν είναι ευγνώμων, δέχεται τα πάντα με πίστη, χωρίς να χρειάζεται και πολύ τα θαυμαστά γεγονότα.
Κατά συνέπεια, να μην απορείς γιατί δεν πίστεψαν, αλλά εκείνο να εξετάζεις, εάν δηλαδή δεν έγιναν όλα εκείνα δια των οποίων έπρεπε να πιστέψουν. Διότι, πραγματικά, ο Θεός διαμέσου του προφήτη, αυτό τον τρόπο της απολογίας χρησιμοποιεί για όλα τα θέματα που αναφέρονται σε Αυτόν. Όταν λοιπόν επρόκειτο να καταστραφούν οι Ιουδαίοι και να παραδοθούν στην έσχατη κόλαση, για να μη συκοφαντήσει κάποιος από αυτούς, κινούμενος από πονηρία, την Πρόνοια του Θεού, λέγει: «Τί ποιήσω ἔτι τῷ ἀμπελῶνί μου καὶ οὐκ ἐποίησα αὐτῷ;(:Τι έπρεπε να κάνω στον αμπελώνα αυτόν και δεν το έκανα;)»[Ησ. 5,4].Ώστε, και στην προκειμένη περίπτωση το ίδιο να εξετάζεις, τι έπρεπε, δηλαδή, να γίνει και δεν έγινε. Και κάθε φορά που γίνονται συζητήσεις για την Πρόνοια του Θεού, με αυτόν τον τρόπο να αντιμετωπίζεις εκείνους οι οποίοι, βασιζόμενοι στην κακία των πολλών, επιχειρούν να διαβάλλουν την Θεία Πρόνοια.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου