Η όσια Αναστασία έζησε στα χρόνια του Δεκίου (κατ' άλλους του Διοκλητιανού) και Bαλλεριανού και καταγόταν από τη Ρώμη. Όταν πέθαναν οι πλούσιοι γονείς της, διαμοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε μοναστήρι.
Είκοσι χρόνων μπήκε σε μοναστήρι, και την έκειρε μοναχή μια ενάρετη και γραμματισμένη μοναχή ονόματι Σοφία, η οποία την δίδασκε και την νουθετούσε με επιμέλεια στη μοναχική πολιτεία.
Όταν τη συνέλαβε ο ηγεμόνας Πρόβος (περί το 256 μ.Χ.),
υπενθύμισε στην Αναστασία την ανθηρή νεότητα της, για την οποία θα έπρεπε να αρνηθεί το Χριστό. Τότε, δυναμική υπήρξε η απάντηση της Αναστασίας: «Εγώ, είπε, μία ωραιότητα και νεότητα γνωρίζω, εκείνη που δίνει ο Χριστός στις πιστές και γενναίες ψυχές, που προτιμούν γι’ Αυτόν το θάνατο αντί άλλων εγκόσμιων αγαθών, όταν αυτά προτείνονται για την προδοσία του Θεού τους. Πλούτη είχα άφθονα. Δεν τα θέλησα. Αλλά το Χριστό μου τον θέλω και απ' Αυτόν καμία δύναμη δε θα μπορέσει να με χωρίσει. Αν αμφιβάλλεις, δοκίμασε».Σαν άκουσε όλα αυτά ο ηγεμόνας, άναψε απ’ το θυμό του. Προστάζει λοιπόν πρώτα να τη δείρουν ανελέητα στο πρόσωπο. Κατόπιν να τη γδύσουν τελείως, να τη δή όλο το θέατρο, για να καταισχυνθή. Έτσι λοιπόν εγύμνωσαν εκείνο το πάγκαλλο σώμα, που το σέβονται και οι Άγγελοι, και το παρουσίασαν χωρίς κανένα ρούχο, για να την καταφρονήσουν όλοι. Τότε της λέγει ο άρχοντας:
—Για την υπερηφάνειά σου, έτσι σου ταιριάζει, να εξευτελίζεσαι μπροστά σε τόσα μάτια ανδρών. Μα έστω και τώρα, έλα στην ευμένεια των θεών. Μή θέλης να δής να μαραίνεται πρόωρα τέτοια ομορφιά, να χαθής πολύ άθλια. Σε βεβαιώνω πως αν δεν κάνης το θέλημά μου, κανείς δεν σε γλιτώνει από το χέρια μου. Θα σε κόψω σε λεπτά κομμάτια, και θα σε ρίξω τροφή στα άγρια θηρία.
Η Αγία τότε απάντησε:
—Ηγεμόνα, αυτή μου τη γύμνωσι δεν την έχω για ντροπή, αλλά για περίλαμπρο και ευπρεπέστατο στολισμό, γιατί γδύθηκα τον παλαιό άνθρωπο, και ντύθηκα τον καινούργιο, με δικαιοσύνη και αλήθεια. Είμαι έτοιμη να λάβω κι αυτόν τον θάνατο, καθώς με φοβέρισες. Τον επιθυμώ υπερβολικά. Μα κι αν και τα μέλη μου κατακόψης, βάναυσε δικαστή, και ξερριζώσης τη γλώσσα μου, τα δόντια και τα νύχια μου, τότε θα με ευεργετήσης ακόμη περισσότερο. Όλο τον εαυτό μου τον χρεωστώ στον Δημιουργό και Σωτήρα μου. Ποθώ Αυτός να δοξασθή σε όλα μου τα μέλη. Θα του τα παραστήσω σαν κοσμήματα, με το στολισμό της ομολογίας.
Αυτά κι άλλα παρόμοια έλεγε η Αγία, για να θυμώση ο δικαστής, να μη την λυπηθή, να μη την αφήση ατιμώρητη, και στερηθή τα στεφάνια της αθλήσεως. Έκπληκτος ο άρχοντας και όλο το θέατρο μπροστά σ’ αυτήν την ελευθεροστομία της παρθένου, άφησε κατά μέρος τις κολακείες, και αποφασίζει ν’ αρχίση τις τιμωρίες και τα βασανιστήρια.
Προστάζει λοιπόν να καρφώσουν στη γή τέσσερις πασσάλους, επάνω στους οποίους τέντωσαν την Μάρτυρα, και την έδεσαν μπρούμυτα. Από κάτω άναψαν φωτιά με λάδι, πίσσα και θειάφι, και άλλα εύφλεκτα, άπ’ όπου καταφλέγονταν το στήθος, η κοιλιά και τα σπλάγχνα της. Από πάνω την χτυπούσαν στην πλάτη με ξύλα οι άσπλαγχνοι. Έτσι έπασχε και βασανιζόταν η αείμνηστη ώρα πολλή, και ήταν η ράχη και όλα τα οπίσθια καταξεσχισμένα από τα ραβδίσματα.
Από μπροστά πάλι καταφλέγονταν οι σάρκες, οι φλέβες και το αίμα, και είχε τόση πολλή οδύνη και πόνους, που μόνο και να τ’ ακούη κανείς, δειλιάζει και απορεί. Πραγματικά, τι γενναία ψυχή για τον Χριστό, ανώτερη από την ανάγκη της φύσεως! Μόνο με την προσευχή της σαν δροσιά, έσβηνε τη σφοδρότητα της φωτιάς, γιατί θυμόταν τα παλαιά θαύματα του Θεού, όπως στη βαβυλωνιακή κάμινο. Είχε βέβαια πολλή σύνεσι, σοφία και γνώσι των θείων Γραφών, κι έτσι ελάφραινε τους πόνους.
Μόλις είδε πια εκείνο το άγριο και απάνθρωπο θηρίο ότι η Μάρτυς δεν εδείλιασε με τέτοια βάσανα, προστάζει να τη δέσουν σ’ ένα τροχό. Αμέσως ο λόγος έγινε έργο, και στο γύρισμα του τροχού με κάποια μηχανή, συντρίφτηκαν όλα τα κόκκαλα της Αγίας, τεντώθηκαν τα νεύρα και οι αρμοί του σώματος, μετατοπίστηκε η σωματική διάπλασις από τη φυσική της αρμονία, κι απόμεινε ελεεινό θέαμα.
Αλλά η Μάρτυς και πάλι επικαλέστηκε Εκείνον που μπορεί να τη βοηθήση σε καιρό θλίψεως, και να τη λυτρώση από τα χέρια των εχθρών της, λέγοντας τα εξής:
—Θεέ θεών και Κύριε των δυνάμεων, ο Θεός της σωτηρίας μου, η υπομονή, η καταφυγή μου και δύναμις, η ελπίδα της ψυχής μου και σωτηρία μου, μην απομακρυνθής από μένα, διότι εξαντλήθηκα από τους πόνους, κόλλησε στη γή η κοιλιά μου και τα οστά μου σαν φρύγανα φλογίστηκαν. Δός μου βοήθεια στη θλίψι μου, Θεέ μου, που με περιζώνεις με δύναμι.
Με τέτοια προσευχή -τι γρήγορη φροντίδα! Τί ταχύτατη λύτρωσις!- αμέσως η Μάρτυς βρέθηκε ελευθερωμένη από εκείνο το φοβερό μηχάνημα, και στάθηκε υγιής και ολόσωμη, χωρίς κανένα σημάδι πληγής ή έγκαυμα στη σάρκα της. Μα ο τυφλωμένος τύραννος δεν μπόρεσε να καταλάβη τη θαυματουργία της θείας δυνάμεως, μεθυσμένος και σκοτισμένος στην ασέβεια και μανία του. Γι’ αυτό πάλι την κρέμασε σε ξύλο, κι έβαλε να την καταξεσχίσουν με σιδερένια νύχια. Όμως η Αγία προσευχόταν, και πάλι ήλθε εξ ύψους βοήθεια, και οι δήμιοι ατόνησαν, κι αυτή στεκόταν χωρίς καμμία οδύνη.
Γεμάτος απορία, οργή και θυμό ο ηγεμόνας σηκώθηκε πολλές φορές από το θρόνο του, μή ξέροντας τι να κάνη. Μα ο Διάβολος που τον συμβούλευε κατ’ ιδίαν, του έβαλε στο νού να κόψη τους μαστούς της Αγίας. Αυτή η τιμωρία είναι η πιο φοβερή και επώδυνη, διότι στο μέρος αυτό είναι ενθρονισμένη και ριζωμένη η καρδιά. Αλλά η Μάρτυς είχε μεγαλύτερο πάθος στην καρδιά για τον έρωτα του Χριστού, και γιαυτό καταφρόνησε το μικρό και κατώτερο.
Ο τύραννος πάλι, βλέποντας πως η Οσία υπέμεινε και αυτό το φοβερώτατο βάσανο, φιλοδοξούσε να νικήση την υπερβολική καρτερία της με τα υπερβολικά βασανιστήρια. Γιαυτό της ξερρίζωσε όλα τα δόντια και τα νύχια. Και πάλι η Αγία, σαν να μην αισθανόταν κανένα πόνο, ευχαριστούσε πιο θερμά τον Κύριο, που αξιώθηκε να γίνη συγκοινωνός και συμμέτοχος στα πάθη Του. Συγχρόνως έβριζε τους θεούς του τυράννου, αποκαλώντας τους σκοτεινούς, πλάνους, δαίμονες και απώλεια ψυχής.
Μή υποφέροντας να ακούη τέτοια λόγια ο δικαστής, αφού το γλυκό φως είναι μισητό στους ασθενικούς οφθαλμούς, διατάζει να της ξερριζώσουν και τη γλώσσα από τον φάρυγγα. Αλλά και πάλι η Οσία δεν δείλιασε μ’ αυτή την τιμωρία, μόνο ζήτησε λίγη διορία, για να αποδώση την πρέπουσα προσευχή και να δοξάση τον Κύριο με το όργανο της φωνής. Αφού λοιπόν Τον ευχαρίστησε, Τον παρακάλεσε να την αξιώση να τελειώση καλώς το μαρτύριο, και όσοι άρρωστοι την επικαλεσθούν σε βοήθεια, να τους θεραπεύη ως ιατρός κάθε αρρώστειας. Την ώρα που η Αγία είπε την προσευχή, ακούστηκε φωνή απ’ τον ουρανό που μαρτυρούσε την πραγματοποίησι των αιτημάτων, δηλαδή να γίνη το θέλημά της, όπως το ζήτησε.
Χάρηκε σαν άκουσε τη θεία φωνή η Μάρτυς, και λέγει στον δήμιο να εκτελέση το πρόσταγμα. Έτσι κι έγινε. Της έκοψε με ξίφος τη θεολογική της γλώσσα, που έλεγε τα θεία λόγια. Έτρεχαν τα αίματα, κοκκίνησαν τα ρούχα της άμωμης νύμφης του Χριστού, που απ’ τον πόνο λιγοψύχησε, και ζήτησε λίγο νερό.
Τότε βρέθηκε κάποιος ευσεβής και ενάρετος χριστιανός ονόματι Κύριλλος, ο οποίος μ’ αυτή τη μικρή καλωσύνη του ψυχρού ποτηριού απολαμβάνει ως ανταμοιβή από τον Θεό το στεφάνι της αθλήσεως. Διότι μαθαίνοντας ο Πρόβος ότι λυπήθηκε την Αγία και την πότισε νερό, πρόσταξε να κόψουν τα κεφάλια και των δύο. Έτσι τελείωσαν κι οι δύο το δρόμο του μαρτυρίου.
Το λείψανο της Οσίας έμεινε λίγες ημέρες ριγμένο στο χώμα, χωρίς διόλου να το αγγίξη πουλί, ή θηρίο, κατόπιν θείας νεύσεως και βουλής. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και θείος Άγγελος εστάλη από τους ουρανούς, για να δώση το άγιο λείψανο στη διδασκάλισσά της Σοφία.
Τότε η Σοφία έπεσε πάνω του, το αγκάλιαζε και το φιλούσε συνέχεια, λέγοντας τα εξής με δάκρυα και πολλή αγαλλίασι:
—Ποθητό και πολυαγαπητό μου τέκνο, που σε ανέθρεψα καλώς με πολύ κόπο, με ησυχία και με άσκησι, σ’ ευχαριστώ, που δεν καταφρόνησες τις επαγγελίες, δεν παρήκουσες τις νουθεσίες, δεν παρέβλεψες τις εντολές. Φύλαξες τις υποσχέσεις, και τώρα παραστέκεις δίπλα στον Χριστό τον Νυμφίο σου, περιβεβλημένη με ιμάτιο παρθενίας, πεποικιλμένη με στίγματα μαρτυρίου, και στολισμένη με στεφάνι από λίθους πολυτίμους (...)
Με τέτοια και παρόμοια λόγια, η φιλότεκνη και φιλόθεη γερόντισσα αγκάλιαζε και καταφιλούσε το τίμιο λείψανο, μα δεν μπορούσε απ’ τα γηρατειά να το σηκώση. Την ώρα που συλλογιζόταν τι να κάνη, ξάφνου παρουσιάστηκαν δύο μεγαλοπρεπείς και αξιοσέβαστοι άνδρες, οι οποίοι σήκωσαν εκείνο το σεβάσμιο και ιερώτατο λείψανο και το μετέφεραν με την Σοφία μέσα στη Ρώμη, και το απέθεσαν στον τάφο λαμπρά και τιμητικά, προς δόξαν Θεού Πατρός, και Κυρίου Ιησού Χριστού, μετά του οποίου πρέπει τιμή και κράτος και προς το Άγιον Πνεύμα, νύν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία είναι μία εκ των τριών προστατών της Ι.Μ.Γρηγορίου του Αγίου Όρους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε
Ἀσκήσει ἐκλάμψασα ὥσπερ παρθένος σεμνή ἀθλήσεως αἵμασι τὴν τῆς ἁγνείας στολὴν ἐνθέως ἐφοίνιξας· ὅθεν, Ἀναστασία, ὡς ὁσία καὶ μάρτυς, χάριτας ἰαμάτων ἀποστράπτεις ἐν κόσμῳ πρεσβεύουσα τῷ Σωτῆρι ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Αγία Αναστασία η Ρωμαία σελ. 11-22, έκδ. Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου