20 Απριλίου 2024

Μελέτη στο αποστολικό ανάγνωσμα:«διά δέ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τά ἅγια»

 ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΜΑΡΙΑΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)

Γέροντος Δωροθέου

Πλησιάζουν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα καί ἡ Ἐκκλησία προβάλλει ἀπό τόν θησαυρό της κομμάτια κειμένων πού ἔχουν σχέση μέ τό θεῖο δράμα καί τήν ρεύση τοῦ αἵματος τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ στόν Σταυρό. Τό αἷμα αὐτό καθάρισε τό γένος μας ἀπό τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας, πού χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό. Ἡ καταλλαγή ἔγινε μέ τό μαρτυρικό αἷμα τοῦ Θεοῦ στόν Γολγοθά, μία ἀνείπωτη πράξη ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τό πλάσμα του.. 

Δέν εἶναι χωρίς σημασία τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος πρίν τόν

συλλάβουν καί τόν ὁδηγήσουν στόν Σταυρό ἐτέλεσε τόν Μυστικό Δεῖπνο. Ἐκεῖ, σέ παραλλαγή τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα, δέν ὕψωσε τό ποτήρι γιά νά πεῖ τίς ἑβραϊκές εὐχές τοῦ Πάσχα, ἀλλά μίλησε γιά τό δικό του αἷμα. Εἶχε σημάνει ἡ ὥρα γιά τήν κατάργηση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου καί τήν εἴσοδο στήν περίοδο τῆς χάριτος. Ἀλλά καί πάλι αὐτό γίνεται δι’ αἵματος. Μάλιστα δέ, «διά τοῦ ἰδίου αἵματος»( Ἑβρ. 9, 12). 

Κατά τήν εὐχή τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς ὁ Χριστός εἶναι «ὁ προσφέρων καί ὁ προσφερόμενος, καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος». Ὁ ἱερεύς ἐξομολογεῖται στόν Κύριο: «διά τήν ἄμετρον καί ἄφατόν σου φιλανθρωπίαν, ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καί Ἀρχιερεύς ἡμῶν ἐχρημάτισας καί τῆς λειτουργικῆς ταύτης καί ἀναιμάκτου θυσίας τήν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν ὡς δεσπότης τῶν ἁπάντων». Δικαίως θεωρεῖται ὅτι στήν θεία Λειτουργία ἐκφράζεται ὅλη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ὡς ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς τῆς Ἐκκλησίας «διά τοῦ ἰδίου αἵματος» εἰσῆλθε στά Ἅγια «ἐφάπαξ», δηλαδή μία φορά καί γιά πάντα. Κατά τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ὁ Χριστός ὡς Ἀρχιερεύς «μελλόντων ἀγαθῶν»- καί τούτη ἡ ἔκφραση περί «μελλόντων» παραπέμπει στήν Παλαιά Διαθήκη ὅπου δρᾶ ὁ ἄσαρκος Λόγος- εἰσῆλθε στά Ἅγια «διά τῆς μείζονος καί τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ’ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως». Αὐτή ἡ ἀχειροποίητη σκηνή, μείζων καί τελειοτέρα καί μάλιστα ὄχι αὐτῆς τῆς κτίσης, εἶναι τό Ἄχραντο σώμα του. Χρησιμοποίησε τό σῶμα του, πού παραπέμπει στήν δική μας χοϊκή, χωματένια φύση, τοῦ ὁποίου ἡ σύλληψη δέν ἔγινε μέ ρεύση σπέρματος ἀλλά συνελήφθη «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», προκειμένου νά μᾶς σώσει. Ὁ μοναδικός αὐτός τρόπος σύλληψης δείχνει τήν μοναδικότητα τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ πού δέν εἶναι αὐτῆς τῆς κτίσεως ἀλλά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό τό βάρος τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας. Αὐτή ἡ ἔμφαση στόν ὑλικό κόσμο ὰποδεικνύει τήν ἀξία τῆς κτίσης ὡς ἔργου τοῦ Θεοῦ. Ἡ λύτρωσή μας ἔγινε μέ κάτι οἰκεῖο σέ, ἐμᾶς, μέ αἷμα, κάτι πού κι ἐμεῖς ἔχουμε. Τό Θεανθρώπινο αἷμα, καί ὄχι αὐτό τῶν τράγων καί τῶν μόσχων, τοῦ ξένου πρός τήν ἁμαρτία Ἰησοῦ («τίς ἐξ ἡμῶν ἐλέγχει με περί ἁμαρτίας;» (Ἰωαν. 8,46) ἐπέφερε τήν αἰώνια-καί ὄχι προσωρινή-λύτρωση.

Ὅλα τά παραπάνω ἔχουν ἕνα συμβολισμό καί μία σημασία. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι εἶναι μία ἀνάγνωση τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας σέ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο.  Αὐτό συμβαίνει έπειδή οἱ ἄνθρωποι ἔτσι κατανοοῦμε τά δρώμενα. Τό μεῖζον εἶναι τό «κίνητρο» τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη του γιά τό πλασθέν ὑπ’ αὐτοῦ γένους μας. Οἱ Προτεστάντες τοῦ Ἄνσελμου εἶδαν μία δικανική ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης, μία συναλλαγή δηλαδή, μία ἀνταπόδοση. Ὅμως, ἡ ἀγάπη δέν γνωρίζει ἀνταπόδοση, «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς». Αὐτό, κατά τόν Ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη ὀνομάζεται «ἀρχοντιά» καί θυσία καί εἶναι χαρακτηριστικό τῶν Ὀρθόδοξων Χριστιανῶν.

Γιατί ἄραγε ἡ τελετουργία τῆς θυσίας, ὁ συμβολισμός, ἕνα εἶδος θεάτρου ἴσως, γιά κάτι πνευματικό ὅπως εἶναι ἡ σωτηρία μας. Εἶναι γιατί πρόκειται γιά τήν λατρεία, ὅπου ἐνυπάρχει ἡ ἀνάγκη νά ἐκφρασθοῦν νοήματα μέσω ἀνθρώπινων πράξεων. Ἐπί πλέον ὁ συγγραφέας τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἀπευθύνεται σέ ἕνα κοινό ἐξοικειωμένο σέ συγκεκριμένη, τήν θεοπαράδοτη στόν Μωϋσή, ἱερουργία. Μέ παρόμοιο τρόπο ἡ θεία Λειτουργία εἶναι διήγηση, πνευματική δραματοποίηση τῆς ἱστορίας ὅλης τῆς Δημιουργίας, τό κατ΄ ἐξοχήν δογματικό κείμενο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι «ἔλλογη γνώση».

Καθώς πλησιάζουν οἱ μέρες τοῦ Πάθους κι ἐμεῖς συνεχίζουμε τόν πνευματικό ἀγώνα τῆς νηστείας καί καταπολέμησης τῶν παθῶν, μνημονεύουμε τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος προσέφερε «ἑαυτόν ἄμωμον τῷ Θεῷ» ( Ἑβρ. 6, 14), διά τοῦ ἰδίου αἵματος.  Τό αἷμα  αὐτό, κατά τόν Ἀπ. Παῦλο, θά καθαρίσει τήν συνείδησή μας ἀπό τά νεκρά ἔργα τῆς ἁμαρτίας. Ἄρα, ἔχουμε μέ τόν Κύριο δεσμούς αἵματος. Ἀφ΄ἑνός προσέλαβε τήν φύση μας καί κοινώνησε σαρκός καί αἵματος. Κατά δεύτερον, ἐζήτησε νά τελοῦμε θεῖες Λειτουργίες («τοῦτο ποιεῖτε εἰς ἐμήν ἀνάμνησιν») καί νά μεταλαμβάνουμε τοῦ δικοῦ του σώματος καί αἵματος. Καί, τέλος, ἐξέχεε τό δικό του τίμιο αἷμα προκειμένου νά μᾶς ἐξαγοράσει.

«Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ;». Πρέπει μεθ΄ ὑπομονῆς νά τρέχομεν τόν προκείμενο ἀγώνα. Ἡ ζωή μας γι’ αὐτό εἶναι συναρπαστική, ἐπειδή πρόκειται γιά τήν συνάντηση καί ἕνωσή μας μέ Αὐτόν ἀπό ὅπου πηγάζει ἡ ὕπαρξη τῶν πάντων. Ἡ ζωή μας, μέσω θλίψεων ἀλλά καί ἐθελούσιας ἄσκησης καί θυσίας πού καθαρίζει τήν ὕπαρξή μας, εἶναι ἡ πορεία πρός τήν ἕνωσή μας μέ τήν σαρκωμένη ἀγάπη, τόν Ἰησοῦ Χριστό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου