10 Απριλίου 2021

Ο Απόστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 11 Απριλίου 2021- Δ' Νηστειών (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος)

Απόστολος Κυριακής

Επιστολή Αποστόλου Παύλου – Προς Εβραίους, ΣΤ'(6) 13-20

Τῷ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ

ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

Νεοελληνική Απόδοση

Η βέβαιη υπόσχεση του Θεού

Γιατί όταν ο Θεός έδωσε υπόσχεση στον Αβραάμ, επειδή δεν είχε να ορκιστεί απέναντι σε κανέναν μεγαλύτερο, ορκίστηκε απέναντι στον εαυτό του, λέγοντας: Βεβαίως θα σε υπερευλογήσω και θα σε υπερπληθύνω. Και έτσι ο Αβραάμ, επειδή μακροθύμησε, πέτυχε την εκπλήρωση της υπόσχεσης. Γιατί οι άνθρωποι ορκίζονται απέναντι στον μεγαλύτερό τους, και τέλος κάθε αντιλογίας σ’ αυτούς είναι ο όρκος προς βεβαίωση. Γι’ αυτό, επειδή ήθελε περισσότερο ο Θεός να δείξει στους κληρονόμους της επαγγελίας το αμετάβλητο της βουλής του, εγγυήθηκε με όρκο, ώστε διαμέσου δύο πραγμάτων αμετάβλητων, στα οποία είναι αδύνατο να πει ψέματα ο Θεός, να έχουμε ισχυρή ενθάρρυνση όσοι καταφύγαμε σ’ αυτόν, ώστε να κρατήσουμε σταθερά την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας.

Αυτήν την ελπίδα έχουμε σαν άγκυρα της ψυχής ασφαλή και βέβαιη και εισερχόμενη στο εσωτερικό μέρος του καταπετάσματος, όπου πρόδρομος για χάρη μας εισήλθε ο Ιησούς, αφού έγινε Αρχιερέας στον αιώνα κατά την τάξη Μελχισεδέκ.

Ευαγγέλιο Κυριακής

Κατά Μάρκο Θ'(9) 17-31

καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.

ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.

ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.

ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.

Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.

Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Νεοελληνική Απόδοση

Η θεραπεία του παιδιού με το ακάθαρτο πνεύμα

Και του αποκρίθηκε ένας από το πλήθος: «Δάσκαλε, έφερα το γιο μου προς εσένα, που έχει πνεύμα άλαλο.

Και όπου τον κατακυριέψει τον ρίχνει κάτω, και αφρίζει και τρίζει τα δόντια του και ξεραίνεται. Και είπα στους μαθητές σου να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν».

Εκείνος τους αποκρίθηκε και λέει: «Ω γενιά άπιστη, ως πότε θα είμαι μαζί σας; Ως πότε θα σας ανέχομαι; Φέρτε τον προς εμένα».

Και τον έφεραν προς αυτόν. Και όταν τον είδε το πνεύμα, ευθύς τον σπάραξε δυνατά και, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν αφρίζοντας.

Και ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του: «Πόσος χρόνος είναι που αυτό του έχει γίνει;» Εκείνος απάντησε: «Από την παιδική ηλικία.

Και πολλές φορές τον έριξε και στη φωτιά και στα νερά, για να τον σκοτώσει. Αλλά αν κάτι δύνασαι, βοήθησέ μας και σπλαχνίσου μας».

Τότε ο Ιησούς του είπε: «Λες το “αν δύνασαι”! Όλα είναι δυνατά σ’ αυτόν που πιστεύει».

Ευθύς έκραξε ο πατέρας του παιδιού με δάκρυα και έλεγε: «Πιστεύω. Βοήθα με στην απιστία».

Όταν είδε τότε ο Ιησούς ότι εκεί έτρεχε και μαζευόταν πλήθος, επιτίμησε το πνεύμα το ακάθαρτο λέγοντάς του: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω, έξελθε από αυτόν και μην εισέλθεις πια σ’ αυτόν».

Και αφού έκραξε και σπάραξε πολύ, εξήλθε. Και έγινε σαν νεκρός, ώστε οι περισσότεροι να λένε ότι πέθανε.

Αλλά ο Ιησούς, αφού κράτησε το χέρι του, τον σήκωσε και στάθηκε όρθιος.

Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο, οι μαθητές του τον επερωτούσαν ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δε δυνηθήκαμε να το βγάλουμε;»

Και τους είπε: «Αυτό το γένος δε δύναται να εξέλθει με τίποτα παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».

Ο Ιησούς προλέγει ξανά το θάνατο και την ανάστασή του

Και αφού εξήλθαν από εκεί, πορεύονταν διαμέσου της Γαλιλαίας, και δεν ήθελε να το γνωρίσει κανείς.

Γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων και θα τον σκοτώσουν και, αφού σκοτωθεί, μετά τρεις ημέρες θα αναστηθεί».

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου