Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορά ἀπό τήν ἁμαρτία. Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορά πού μπορεῖ νά βρῆ ἕναν ἄνθρωπο ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἡ φτώχεια περνάει καί πολλές φορές δέν ἀφίνει τά ἴχνη της. Ἡ ἀρρώστεια θεραπεύεται καί μένει μονάχα μιά θλιβερή ἀνάμνησι· «κάποτε ὑπέφερα, ἀλλά τώρα εἶμαι τελείως ὑγιής. Πόνεσα στά νοσοκομεῖα, στίς ἐξετάσεις στά χειρουργεῖα. Πῆγα ἀπό γιατρό σέ γιατρό, ἀπό νοσοκομεῖο σέ νοσοκομεῖο, ἄλλαξα πολλές φαρμακευτικές ἀγωγές, ἀλλά δόξα τῷ Θεῷ ὅλα πέρασαν, σάν μιά πικρή ἀνάμνησι καί τώρα εἶμαι τελείως ὑγιής».
Μιά κακοτυχία, μιά ἀδικία στή ζωή σου, μιά περιπέτεια περνάει σάν σύννεφο πού τό δέρνει ὁ βοριᾶς, σάν πρωϊνή ὁμίχλη, πού τήν διαλύει ὁ πρωϊνός ἥλιος. Ὅμως ἡ ἁμαρτία δέν περνάει. Ἀφίνει τά ἴχνη της, τήν σφραγῖδα της σ᾿ ὁλόκληρη τή ζωή σου. Σάν ἕνας ἐφιάλτης σέ κυνηγᾶ παντοῦ. Σάν ἐρινύες εἶναι παροῦσες στή ζωή σου. Σάν δάκτυλα στραγγαλιστοῦ μπίχνονται στή σάρκα σου, καί σοῦ προκαλοῦν ἀθεράπευτους ψυχικούς πόνους. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπάτη. Ὁ μεγαλύτερος παραπλανητής.
Σοῦ ὑπόσχεται χαρά, καί σοῦ φέρνει μόνο θλίψεις.
Σοῦ ὑπόσχεται ἰσόβιο εὐτυχία καί σοῦ φέρνει ἰσόβιο δυστυχία.
Σοῦ ὑπόσχεται ζωή καί
σέ ἐνδύει μέ τά σάβανα τοῦ πιό ἀποκρουστικοῦ, τοῦ πιό ἀπαίσιου, τοῦ πιό ἀπεχθοῦς θανάτου.
Ὅλες οἱ ὑπαρξιακές σου ἀγωνίες, οἱ ἀποτυχίες σου στή ζωή, ἔχουν αἰτία τήν ἁμαρτία. Ἐάν οἱ ὁρίζοντες στενεύουν, τά ὄνειρα διαλύονται, οἱ φιλοδοξίες θρυμματίζονται, σάν ἀλαβάστΡινο δοχεῖο, μήν ψάχνεις νά βρῆς ἀλλοῦ τήν αἰτία, μήν καταλογίζεις εὐθῦνες σέ κανένα, μήν κάμης ἐπιμέτρησι ποινῆς σέ κανένα. Μήν λέγεις· Αὐτός τόσο πρέπει νά τιμωρηθῆ, γι᾿ αὐτό πού μοῦ ἔκαμε. Αἰτία ὅλων τῶν δυστυχιῶν σου, τῶν δακρύων σου, τῶν ὀδυρμῶν σου, καί τῶν ὀδυνῶν σου εἶναι ἡ ἐν σοί οἰκοῦσα ἁμαρτία, πού σοῦ δηλητηριάζει καί σοῦ τοξινώνει τή ζωή, μέ τό φοβερώτερο δηλητήριο, μέ τήν πιό δηλητηριώδη τοξίνη. Ἡ ἁμαρτία μολύνει καί ὅτι χρησιμοποιεῖ ὁ ἁμαρτωλός. Τό πιάτο του, τό ποτήρι του, τό πηρούνι του, τά ροῦχα του, τά παπούτσια του.
Γι᾿ αὐτό καί παραγγέλλει ἕνας ἅγιος· «Μήν ἀγγίξεις τά ροῦχα τοῦ ἁμαρτωλοῦ, μολύνουν». Ἡ ἁμαρτία ἔχει καί μιά ἀντανάκλασι καί στή φύση. Ἕνεκεν τῆς ἁμαρτίας ἔχει μολυνθεῖ κάθε πνοή ἀνέμου, κάθε ρυάκι, κάθε πράσινο φύλλο, κάθε βουνό, καί κάμπος καί ποτάμι. Κάθε θάλασσα, καί ὠκεανός. Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μαραίνει τό συναίσθημα, τοῦ σκληραίνει καί πωρώνει τή συνείδησι.
Τέλος γίνεται ἕνας νεκρός. Ὄχι σωματικά, ἀλλά πνευματικά. Τό πνεῦμα καί ἡ ψυχή, οἱ λειτουργίες τοῦ πνεύματος, καί οἱ λειτουργίες τῆς ψυχῆς, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἀτονοῦν, ἀμβλύνονται καί τέλος νεκρώνονται. Ἔτσι βλέπουμε ἕνα ἄνθρωπο νά τρώγη, νά πίνη, νά ἐργάζεται, νά οἰκοδομῆ, νά εἶναι δραστήριος καί ἀξιοθαύμαστος στόν ἐπιχειρηματικό τομέα, καί ὅμως νά εἶναι πνευματικά νεκρός. Ἕνας νεκρός πού βαδίζει στούς δρόμου. Μέ κόκκινα μάγουλα, καλοπεριποιημένο πρόσωπο, πεντακάθαρο ἀκριβό κουστούμι. Καί ὅμως εἶναι ἕνας νεκρός. Ἕνα ζωντανό πτῶμα, πού σκορπάει τήν πτωμαΐνη μιᾶς ἀποσυντεθεμένης ζωῆς γύρω του. «Νεκροί τοῖς παραπτώμασι» κράζει ὁ Παῦλος, «καί ἔπειτα ἡ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει τόν θάνατον», λέγει ὁ ἴδιος, καί τά «ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας, θάνατος» τά ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτία εἶναι πάντοτε ὁ θάνατος, μᾶς διαβεβαιοῖ ὁ ἴδιος Ἀπόστολος.
Ποιός ἀμφιβάλλει γι᾿ αὐτό; Ρίξε μιά ματιά γύρω σου. Παρατήρησε τή ζωή καί τή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων, καί αὐτή ἡ ζωή τῶν ἁμαρτωλῶν, θά σέ διαβεβαιώση γιά τήν ἀλήθεια πού διακηρύσσει ἡ Γραφή.
Ὁ Κύριος μᾶς λέγει ὅτι ὁ ἁμαρτωλός χάνει ὅτι ἀκριβώτερο καί πολυτιμώτερο ἔχει ἕνας ἄνθρωπος. Χάνει τόν πολυτιμώτερο θησαυρό του, χωρίς νά ἔχη ἐλπίδα νά τόν ἐπανακτήση πιά. Χάνει τήν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του. Ὅτι ἀνώτερο, εὐγενέστερο καί πανάκριβο ἔχουμε. «Ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας· καί ὁ δοῦλος οὐ μένει εἰς τήν οἰκίαν, ἀλλά φεύγει, ὅτι δοῦλος ἐστί. Ὅ δέ υἱός μένει ὅτι κληρονόμος ἐστί».
Ἀλλά τό φοβερώτερο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὅτι διασαλεύει τίς σχέσεις Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ὁ Θεός βδελύσσεται τήν ἁμαρτία, τήν παράβασι τοῦ θείου του Νόμου, τῶν θείων του ἐντολῶν. Ὁ Θεός ἀποστρέφεται τόν ἁμαρτωλό, ἀποστρέφει τό πρόσωπό του ἀπό τή ζωή τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Ἀποσύρει τή χάρι του. Ἀνακαλεῖ τίς δωρεές του, παύει νά τόν προστατεύη, καί τόν ἀφίνει ἕρμαιο τῶν λύκων τοῦ κακοῦ, βορᾶ τῶν δαιμόνων. Ἕνα μεσότοιχο μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου ὑψώνει ἡ ἁμαρτία. Μιά διακοπή τῶν σχέσεων. Ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὠκεανός ἀγάπης. Ἀβόλυστος ὠκεανός ἀγάπης. Μπορεῖς νά μετρήσης τό βάθος ὅλων τῶν ὠκεανῶν, δέν μπορεῖς ὅμως νά μετρήσης τόν ὠκεανό τῆς ἀγαπής τοῦ Θεοῦ. Δέ κάθε σου βῆμα, σκοντάφτεις σέ μιά πέτρα. Πέφτεις κάτω, καί ἔπειτα σηκώνεσαι ὄρθιος. Παρατηρεῖς τήν πέτρα καί βλέπεις ὅτι αὐτή ἡ πέτρα εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μέ πόση ἀγάπη σέ περιβάλλει ὁ Θεός! Ἐσύ εἶσαι ἕνας κολυμβητής. Κολυμβᾶς στή γαλάζια θάλασσα. Ἡ θάλασσα σέ περιβάλλει ἀπό παντοῦ.
Καί θάλασσα εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γεμίζει ἡ γῆ. Καί ἡ γῆ δέν χωράει τήν ἀγάπη Του. Ξεχιλίζει ὡς τό ἄπειρον σύμπαν, στούς ἄπειρους γαλαξίες. Οὔτε τό ἄπειρο σύμπαν ὅμως μπορεῖ νά χωρέση τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή, λοιπόν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τόν ὠθεῖ νά καταστρώση ἕνα σχέδιο σωτηρίας. Καί γι᾿ αὐτό συγκαλεῖ σέ σύσκεψη τά Τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Τί νά κάνωμε γιά νά σώσουμε τόν ἔκπτωτο Ἀδάμ;
Πῶς θά τόν ἀποκαταστήσουμε;
Πῶς θά τόν ἐπαναφέρουμε στήν πρώτη του δόξα;
Πῶς θά τόν ἐπαναφέρωμε στό βασίλειό του, νά τόν ἐπανενθρονίσομε εἰς τόν θρόνον, ἀπό τόν ὁποῖον αὐτός μόνος του ἐξέπεσε, ἐξεθρονίσθη;
Τότε ὁ Υἱός, τό Δεύτερο Πρόσωπο εἶπε: Ἐγώ δέχομαι νά γίνω ἄνθρωπος. Ἄνθρωπος ἀναμάρτητος καί μέ αὐτό νά ἐξοφλήσω τό χρέος, ν᾿ ἀποπλύνω τήν ἐνοχή. Καί τό Τρίτο Πρώσοπο λέγει. Κι ἐγώ θά συμβάλλω, θά βοηθήσω, τό Δεύτερο Πρόσωπο νά γίνη ἄνθρωπος.
Καί ὁ Θεός Πατήρ λέγει. Κι Ἐγώ ἀποδέχομαι τήν θυσία τοῦ Υἱοῦ μου καί ἀποσβήνω τό χρέος τοῦ πρωτοπλάστου, καί ἀνοίγω τίς πύλες τοῦ Παραδείσου καί τόν κάμω πάλι κληρονόμο τῆς βασιλείς μου. Ἔτσι τελειώνει ἡ σύσκεψις. Καί τώρα ἀναζητεῖται τό πρόσωπο διά τοῦ ὁποῖου ὁ Θεός, τό Δεύτερο τῆς Τριάδος πρόσωπο, νά γίνη ἄνθρωπος. Καί αὐτό τό πρόσωπο εὑρέθη. Εἶναι τό ἁγιώτατο ἀπ᾿ ὅσα ἐπάτησαν τό πόδι τους στή γῆ. Εἶναι ἡ Μαρία, ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης, τῆς ὁποίας τήν γέννησι ἑορτάζουμε σήμερα. Ἀλλά ἄς ἴδωμε τήν ἱστορία τῆς Γένήσεώς της.
Ὁ Ἰωακείμ ἦταν πλούσιος, πλουσιώτατος ἄνθρωπος. Στίς φλέβες του ἔρεε βασιλικό αἷμα. Καταγόταν ἀπό τήν βασιλική οἰκογένεια τοῦ Δαυίδ καί ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Ἀκόμη ἦταν θεοσεβής, θεοσεβέστατος. Πολλές νύχτες διήρχετο εἰς τά ὄρη καί τά βουνά προσευχόμενος. Προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο. Γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου, τήν εὐτυχία τῶν ἀνθρώπων, γιά νά εἶναι οἱ καιροί εὐνοϊκοί ὥστε νά καρπίζη ἡ γῆ καί νά εὐημεροῦν οἱ ἄνθρωποι.
Ἦταν πιστός τηρητής τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Ὅτι ἔλεγε ὁ Μωσαϊκός Νόμος τό προσέφερε εἰς τόν ναό τοῦ Θεοῦ διπλό. Ὅμως δέν εἶχε παιδιά. Καί αὐτό ἦταν τό μεγάλο του παράπονο, ὁ μεγάλος του πόνος. Καί συνεχῶς προσευχόταν εἰς τόν Θεόν. Καί συνεχῶς τόν παρεκάλει. Καί συνεχῶς ἔκλαιγε καί ἐθρήνει καί ἱκέτευε.Λῦσε με Θεέ μου ἀπό τά δεσμά τῆς ἀτεκνίας. Ἀπάλλαξέ με ἀπό τό ὄνειδος. Δός μου ἕνα παιδί. Νά μήν ἐντρέπωμαι κι ἐγώ, ἀλλά νά εἶμαι ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου ἐπάκουσόν μου. Ἄκουσον τήν φωνήν τῆς δεήσεώς μου. Ἐπίδες ἐπί τόν δοῦλον σου. Τεῖνον οὖς εὐήκοον εἰς τήν προσευχήν τοῦ τέκνου σου. Εὐλόγησον τήν στεῖρα Ἄνναν ὡς εὐλόγησες τήν Σάρρα καί ἔδωκες αὐτῇ υἱόν τόν Ἰσαάκ. Δεῖξον εἰς ἐμέ τόν πλοῦτον τοῦ ἐλέους σου. Ἐλθέτω εἰς ἐμέ τόν πλοῦτον τοῦ ἐλέους σου. Ἐλθέτω εἰς ἐμέ ἡ ἄβυσσος τῆς εὐσπλαγχνίας σου.
Ἄς μέ περιλούση ὁ ὠκεανός τῶν οἰκτιρμῶν σου καί κάμε εἰς ἐμέ τό θαῦμα σου. Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, ἄς μήν ἀποπέσω κενός ἀπό τῶν προσευχῶν μου.
Ἔτσι προσευχόταν μέ δάκρυα ἡμέρα καί νύκτα ὁ δίκαιος καί θεοσεβής καί ἐνάρετος Ἰωακείμ. Ἀλλά ἄς ἴδωμεν τώρα καί τήν Ἄννα, τήν σύζυγόν του.
Καταγόταν ἀπό λευϊτικόν γένος. Ὁ Πατέρας της ὀνομαζόταν Ματθάν καί ἦταν ἱερέας ἡ μητέρα της ὀνομαζόταν Μαρία.
Ὁ Ματθάν καί ἡ Μαρία, οἱ γονεῖς τῆς Ἄννης, γέννησαν τρεῖς θυγατέρες καί ἕνα γυιό.
Τόν γυιό πού τόν ὀνόμασε Ἰακώβ, καί αὐτός ὁ Ἰακώβ ἦταν ὁ πατέρας τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ μνήστορος τῆς Μαρίας, τῆς Θεοτόκου.
Μιά θυγατέρα τοῦ Ματθάν λεγόταν Ἄννα, ἀπό τήν ὁποία ἐγεννήθη ἡ Μαρία ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος κατά τόν ἑξῆς θαυμαστό τρόπο.
Ὁ Ἰωακείμ ὅπως συνήθιζε, προσευχόταν εἰς τό βουνό μέ δάκρυα, ὁ Θεός νά λύση τήν ἀτεκνία του, καί ἡ σύζυγός του Ἄννα προσευχόταν καί αὐτή, γιά τόν ἴδιο σκοπό στό σπίτι της. Ὁ Θεός πληροφορεῖ τόν Ἰωακείμ καί τοῦ λέγει: «Ἰωακείμ, ἡ δέησίς σου εἰσακούσθη. Οἱ προσευχές σου εἰσηκούσθησαν. Τά δῶρα σου καί οἱ θυσίες σου ἔγιναν ἀποδεκτές, καί ἰδού ἡ γυνή σου ἡ στεῖρα καί ἄτεκνος, θά συλλάβη καί θά γεννήση θυγατέρα τήν ὁποία θά ὀνομάσης Μαριάμ, πού σημαίνει βασίλισσα, ὅτι ἐξ αὐτῆς θά γεννηθῆ ὁ Βασιλεύς τοῦ κόσμου». Περιχαρής ὁ Ἰωακείμ κατεβαίνει ἀπό τό ὄρος τῶν προσεχῶν του καί συναντᾶ τήν σύζυγό του Ἄννα καί τῆς ἀναγγέλει τήν βουλή τοῦ Θεοῦ, καί συνέλαβε ἡ Ἄννα κατά τούς νόμους τῆς φύσεως, καί ἐγέννησε τήν Θεόπαιδα Μαρία, τήν ὁποία πανηγυρίζουμε σήμερα. Ὄχι βέβαια ὅτι ἐγεννήθη χωρίς τό προπατορικό ἁμάρτημα, ὅπως κακοδόξως οἱ δυτικοί διδάσκουν, οὐδέ ἐγεννήθη ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Μόνον ὁ Κύριος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἐγεννήθη καί χωρίς τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀλλ᾿ ὡς ἄνθρωπος κατά τούς ἀνθρώπινους νόμους ἐγεννήθη.
Κατά τούς ἀρχαίους χρόνους ὅταν γεννιόταν βασιλόπουλο ἤ βασιλοπούλα γινόταν μεγάλη χαρά καί πανήγυρι εἰς τό βασίλειον. Ὁ λαός περίμενε ἔξω ἀπό τό παλάτι πότε θά γεννήση ἡ βασίλισσα. Ὅταν δέ γεννοῦσε, ἐνέδυαν τό βασιλόπουλο, καί ὁ βασιλιάς ἔβγαινε εἰς τόν ἐξώστη τῶν ἀνακτόρων καί τό παρουσίαζε εἰς τά πλήθη, τά ὁποῖα ἐζητωκραύγαζαν, ἔχαιραν, χόρευαν, καί ηὔχοντο νά γίνη μεγάλος ἄνθρωπος καί ἔνδοξος βασιλιάς. Ποτέ του νά μήν γνωρίση λύπη καί πάντοτε ὁ Θεός νά τοῦ δίνη νίκες καί δάφνες, ὥστε νά μεγαλώση τό βασίλειό του, καί νά τό κάμη τό ἐνδοξώτερο καί ἰσχυρότερο τοῦ κόσμου. Τότε ὁ βασιλιάς ἔδιδε δῶρα σ᾿ ὅλους τούς πτωχούς, ἔστρωνε πλούσια τραπέζια καί ἔτρωγαν καί ἔπιναν ὅλοι. Ἔδιδε χάρι στούς φυλακισμένους, καί προαγωγές στούς ἀξιωματικούς τοῦ στρατοῦ του καί ὅλοι ἔχαιραν καί πανηγύριζαν γιά πολλές μέρες.
Αἰτία λοιπόν, χαρᾶς καί πανηγύρεως εἶναι καί ἡ παροῦσα ἑορτή. Διότι δέν πανηγυρίζουμε τήν γέννησι θνητοῦ βασιλόπαιδος, ἀλλά τήν γέννησι βασιλοπούλας ἀπό τήν ὁποία θά ἔλθη εἰς τόν κόσμον ὁ Κύριος καί Θεός ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής μας. Χαίροντες λοιπόν, καί ἀγαλλόμενοι ἄς εὐχαριστήσουμε καί ἄς δοξολογήσουμε τόν Θεό πού ἀπό σήμερον ἀρχίζει τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας εἰς τό ἅγιον ὄνομα τοῦ Ὁποῖου πρέπει πᾶσα τιμή καί δόξα νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ!
Συνεχίζεται...
Τέλος καί τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων
ἀφθάρτῳ ἀοράτῳ μόνῳ σοφῷ Θεῷ
τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.
Β΄ Ἐκδοση Συλλόγου: «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος»
Λάρισα 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου