ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοὺ
Η ἠπειρωτικὴ γῆ, ὅπως καὶ ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα καὶ ἡ Βαλκανική, ἀνάδειξε πολλοὺς Νεομάρτυρες στὰ μαῦρα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Στὶς τραχιὲς καὶ ἀπομονωμένες ἠπειρώτικες περιοχὲς οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες καλλιέργησαν καὶ κράτησαν τὸ θησαυρὸ τῆς ἀληθινῆς μας πίστεως στὸ Χριστὸ καὶ ἔδωσαν τὴν μαρτυρία τους, ὅταν χρειάστηκε, μὴ λογαριάζοντας τὸ κόστος τῆς ὁμολογίας τους, τὸ ὁποῖο συχνὰ ἄγγιζε καὶ αὐτὴ τὴ ζωή τους. Ἕνας ἀπὸ τοὺς καλλίνικους ἠπειρῶτες Νεομάρτυρες ὑπῆρξε καὶ ὀ άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ἐκ Μετσόβου,
ἕνας ἡρωικὸς καὶ γενναῖος ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ.
Γεννήθηκε στο Μέτσοβο στις ἀρχὲς του 17ου αιώνα. Τὸ ἐπώνυμό του ἤταν Μπασδανης. Οι γονεῖς τοῦ ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐνέπνευσαν ἀπὸ παιδὶ τὴν πίστη στο Χριστὸ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Τὰ παιδικά του χρόνια τὰ πέρασε μέσα σὲ ἀπερίγραπτη φτώχεια καὶ ταλαιπωρίες. Ὅταν μεγάλωσε, πῆρε τὴν εὐχὴ τῶν γονέων του καὶ κατέβηκε στὰ Τρίκαλα, γιὰ νὰ...
ἀναζητήσει καλλίτερες συνθῆκες ζωῆς.
Ζήτησε ἐργασία σὲ πολλὲς ἐπιχειρήσεις καὶ τελικὰ κατέληξε νὰ προσληφθεῖ σὲ ἔναν τουρκικο φοῦρνο. Ἐκεῖ ἐργαζόταν μὲ εὐσυνειδησία καὶ καλοσύνη καὶ γιὰ τοῦτο ἀπόκτησε τὴ συμπάθεια καὶ τὴν εὔνοια τῶν ἀφεντικῶν του. Ἀμείβονταν ἱκανοποιητικά, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζεῖ ὁ ἴδιος μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ νὰ βοηθᾶ τοὺς φτωχοὺς γονεῖς του.
Τα χρόνια περνοῦσαν καὶ ὁ Νικόλαος ζοῦσε ἐνσυνείδητα τὴν χριστιανικὴ ζωή. Μὲ τὸν καιρὸ ὅμως, ζώντας κοντὰ στοὺς μουσουλμάνους ἐργοδότες του, ζήλεψε τὴν ἄνετη ζωή τους, μὲ τὰ πολλὰ προνόμια, τὶς φοροαπαλλαγὲς καὶ τὶς τιμητικὲς διακρίσεις. Ζήλεψε ἐπίσης καὶ τὴν προνομιακὴ θέση τους, σὲ σχέση μὲ τοὺς ὑπόδουλους ραγιάδες, οἱ ὁποῖοι στεροῦνταν βασικὲς ἐλευθερίες καὶ θεωροῦνταν ἀπὸ τοὺς δυνάστες τους ὡς ἄνθρωποι ὑποδεέστεροι, συχνὰ ὡς ὑποζύγιά τους. Σκέφτηκε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει καὶ αὐτὸς στὴ χλιδή, ἂν γινόταν τοῦρκος, ἂν ἀλλαξοπιστοῦσε καὶ γινόταν μουσουλμάνος.
Ύστερα ἀπὸ καιρὸ ἔντονων προβληματισμῶν πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ ἐξισλαμισθεῖ. Ἀνακοίνωσε τὴν ἀπόφασή του στὰ ἀφεντικά του καὶ ἐκεῖνοι μὲ χαρὰ κάλεσαν ἕναν χότζα, ὁ ὁποίος του ἔκανε περιτομή.
Από ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὄντως ἄλλαξε ἡ ζωή του. Ἔγινε κανονικὸς πολίτης τοῦ ὀθωμανικοῦ κράτους καὶ ἀνοίχτηκαν μπροστά του νέοι ὁρίζοντες γιὰ τὴν ἐπαγγελματική του δραστηριότητα. Ἡ φτώχεια καὶ οἱ δυσκολίες ἦταν πιὰ παρελθόν. Τώρα ὅλες οἱ πόρτες ἦταν ἀνοιχτὲς γι’ αὐτόν, διότι δὲν ἦταν ὁ ὑπόδουλος ραγιάς, ἀλλὰ ὁ κυρίαρχος τοῦρκος.
Όμως, κατὰ παράδοξο τρόπο, ἀντὶ νὰ χαίρεται γιὰ τὴν νέα εὔκολη καὶ γεμάτη χλιδή, ἀνέσεις καὶ ἡδονὲς ζωή του, μία ἀνεξήγητη λύπη φώλιασε μόνιμα στὴν ψυχή του καὶ δὲν τὸν ἄφηνε νὰ χαρεῖ τὴν ἐλευθερία του, τὰ πολλὰ χρήματά του, τὴν τιμητική του θέση στὴν τοπικὴ κοινωνία, τὶς λαμπρὲς προοπτικές, ποὺ ἀνοίγονταν γιὰ τὴ ζωή του.
Η περίεργη καταθλιπτικὴ ψυχική του κατάσταση συνεχίστηκε γιὰ καιρό. Κάποια μέρα κατανόησε αἰτία αὐτῆς τῆς ψυχικῆς του λύπης ἦταν ἡ ἄρνηση τῆς πίστης στὸ Χριστό. Κατάλαβε ὅτι ἡ κατάθλιψή του ὀφείλονταν στὴν ἀπουσία τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία, μόνη αὐτή, δίνει χαρὰ καὶ ἱλαρότητα στὸν πιστὸ Χριστιανό. Τὰ μάτια τοῦ πλημμύρησαν ἀπὸ καυτὰ δάκρυα καὶ πικροὶ ἀναστεναγμοὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ χείλη του. Ἀρνήθηκε τὸ Χριστὸ γιὰ τὸ χρυσὸ καὶ τὴ χλιδή! Ἔτσι δὲν ἄργησε νὰ πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ γυρίσει ξανὰ στὴν πίστη τῶν πατέρων του, στὴν ἁγία Ὀρθοδοξία.
Κάποια μέρα ἔφυγε ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὰ Τρίκαλα. Ἀνέβηκε στὸ χωριό του καὶ ἄρχισε νὰ ζεῖ ὡς Χριστιανός. Γιὰ νὰ καλύπτει τὶς βιοτικές του ἀνάγκες, ἄρχισε νὰ ἐμπορεύεται δαδιά, δηλαδὴ εὔφλεκτα προσανάμματα. Μάλιστα ἡ ἐργασία τοῦ τὸν ἀνάγκασε νὰ κατεβαίνει συχνὰ στην πόλη τῶν Τρικάλων γιὰ νὰ πουλᾶ τὴν πραμάτειά του, ἀλλὰ μὲ προφυλάξεις, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ τοὺς Τούρκους.
Αλλά σὲ κάποια κάθοδό του στὰ Τρίκαλα, συναντήθηκε τυχαῖα μὲ ἕναν μουσουλμάνο, γείτονα στὸ φοῦρνο, ποὺ ἐργαζόταν. Ἐκεῖνος τὸν ἀναγνώρισε καὶ εἶδε ὅτι δὲν φορᾶ τὰ τουρκικὰ ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα φανέρωναν καὶ τὴν μουσουλμανική του πίστη, ἀλλὰ ἑλληνικά. Κατάλαβε ὅτι εἶχε ἀρνηθεῖ τὸ Ἰσλὰμ καὶ γύρισε στὸν Χριστιανισμό. Τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ ροῦχα καὶ τὸν ξυλοκόπησε, ἐπειδὴ πρόδωσε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Τὸν ἀπείλησε πὼς ἂν δὲν τοῦ προμήθευε δωρεὰν διὰ βίου τὸ χρειαζούμενο δαδί, θὰ τὸν κατέδιδε στὶς τουρκικὲς ἀρχὲς καὶ οἱ συνέπειες θα ἦταν φοβερὲς γι’ αὐτόν, διότι τὸ Κοράνιο καὶ ὁ ἰσλαμικὸς νόμος (σαρία) προβλέπει τὸ θάνατο γιὰ τοὺς ἐξωμότες τοῦ Ἰσλάμ. Ὁ Νικόλαος δέχτηκε νὰ προμηθεύει δαδὶ τὸν τοῦρκο ἐξαγοράζοντας ἔτσι τὴν ἐχεμύθειά του.
Ο καιρὸς περνοῦσε καὶ ὁ Νικόλαος, ζοῦσε ἐλεύθερα μέν, ἀλλὰ τὸν βασάνιζε ἡ σκέψη, ὅτι χρησιμοποιοῦσε τὴν πίστη του ὡς συναλλαγὴ γιὰ τὴν σωματική του ἐλευθερία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναζήτησε κάποιον ἔμπειρο πνευματικὸ γιὰ νὰ τοῦ ἐναποθέσει τὸ ἐσωτερικό του πρόβλημα. Τοῦ φανέρωσε ὅλα τὰ κρυφά της ψυχῆς του καὶ τοῦ ἐμπιστεύτηκε τὶς τύψεις του, οἱ ὁποῖες τὸν βασάνιζαν γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα τοῦ ἐκμυστηρεύτηκε τὸν πόθο του νὰ ξεπλύνει τὴν ἁμαρτία του μὲ τὸ αἷμα του, νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία του νὰ προχωρήσει στὸ μαρτύριο.
Ο πνευματικός του τον άκουσε μὲ προσοχή, ὅμως τὸν προειδοποίησε ὅτι τὸ μαρτύριο δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση καὶ πὼς ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ δειλιάσει καὶ νὰ ἀρνηθεῖ καὶ πάλι τὸ Χριστό. Μπροστὰ στὴν ἐπιμονή του, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή του καὶ τὴ συγκατάθεση νὰ προχωρήσει στὸ μαρτύριο.
Ο Νικόλαος, ὕστερα ἀπὸ αὐτό, ἐνοίωσε ψυχικὴ γαλήνη καὶ ἄρχισε πιὰ νὰ μὴν φοβᾶται τοὺς τούρκους. Ἔπαψε πλέον νὰ φυλάγεται καὶ πωλοῦσε τὴν πραμάτεια τοῦ δημόσια στὰ Τρίκαλα. Προσπαθοῦσε ἐπίσης νὰ καταλάβει ὁ τοῦρκος ποὺ τὸν ἐκβίαζε, ὅτι δὲν τὸν φοβᾶται πλέον καὶ ἔπαψε νὰ τοῦ προμηθεύει δωρεὰν δαδί. Ὅμως ὁ κακεντρεχὴς καὶ μοχθηρὸς ἐκεῖνος ἄνθρωπος, ὅταν δὲν τοῦ παρέδιδε πιὰ δαδί, ἔγινε θηρίο ἀπὸ τὸ θυμό του. Τὸν ἔψαξε στὴν ἀγορὰ καὶ ὅταν τὸν βρῆκε, τὸν ἅρπαξε καὶ ἄρχισε νὰ τὸν κτυπᾶ μὲ μανία, νὰ τὸν βρίζει καὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ. Βλέποντας τὴ σκηνὴ καὶ ἄλλοι τοῦρκοι, πλησίασαν καὶ ἄρχισαν νὰ χτυποῦν καὶ αὐτοὶ τὸν ἀποστάτη τοῦ Ἰσλάμ. Ἀφοῦ τὸν ξυλοκόπησαν, τὸν ἔσυραν στὸν τοῦρκο δικαστὴ τῶν Τρικάλων, γιὰ νὰ δικαστεῖ γιὰ τὸ ἀδίκημα τῆς ἄρνησης τῆς μουσουλμανικῆς πίστης.
Εκείνος στάθηκε μὲ θάρρος μπροστὰ στὸ δικαστὴ καὶ ἀπολογήθηκε, χωρὶς φόβο, ὅτι εἶναι Χριστιανὸς καὶ Ἕλληνας καὶ διαβεβαίωσε ὅτι δὲν πρόκειται μὲ τίποτε νὰ ἀρνηθεῖ αὐτὲς τὶς δύο μεγάλες ἀξίες. Ὁ δικαστὴς ἀρχικὰ ἄρχισε νὰ τὸν κολακεύει καὶ νὰ τοῦ τάζει τιμές, ἀξιώματα, πλούτη καὶ εὔκολη ζωή, ἂν ἀποφάσιζε νὰ ἀσπασθεῖ τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ τουρκέψει. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἔμεινε ἀμετάπειστος. Τότε ἄρχισε νὰ τὸν ἀπειλεῖ, γνωρίζοντάς του τὶς συνέπειες, ποὺ προβλέπει ἡ ἰσλαμικὴ νομοθεσία γιὰ ὅσους ἀρνοῦνταν τὸ Ἰσλάμ. Ὅτι τὸν περίμεναν φρικτὰ βασανιστήρια καὶ ὁ θάνατος, ἂν δὲν συμμορφώνονταν μὲ τὶς συμβουλές του. Ἀλλὰ ὁ Νικόλαος, μὲ πρωτοφανῆ ἡρωισμὸ καὶ ἠρεμία, τὸν διαβεβαίωσε ὅτι ἄδικα κουράζεται νὰ τον μεταπείσει. Τότε ἔδωσε διαταγὴ στοὺς στρατιῶτες νὰ τὸν μαστιγώσουν χωρὶς λύπηση καὶ νὰ τὸν κλείσουν στο ποιὸ σκοτεινὸ μπουντρούμι, χωρὶς φαγητὸ καὶ νερὸ γιὰ πολλὲς ἡμέρες.
Ο Μάρτυρας ὑπόμεινε μὲ ἡρωισμὸ καὶ καρτερία τὰ βασανιστήρια, προσευχόμενος μέρα καὶ νύχτα, ζητώντας νὰ λάβει ἀπὸ τὸ Θεὸ συγχώρηση γιὰ τὸ κρίμα τῆς ἄρνησης Του καὶ παρακαλώντας Τὸν νὰ τὸν ἐνδυναμώσει, νὰ ἀντέξει ὡς τὸ τέλος τὰ μαρτύρια καὶ νὰ μὴ δειλιάσει μπροστὰ στὸ θάνατο.
Βλέποντας ὁ δικαστὴς ὅτι δὲν ἄλλαζε γνώμη, ἐξέδωσε τὴν καταδικαστική του ἀπόφαση: θάνατος διὰ τῆς πυρᾶς! Μάλιστα δὲ διαφημίστηκε ἀπὸ τοὺς τούρκους, ὅτι ἡ ἐκτέλεση θὰ γινόταν στὸ κέντρο τῶν Τρικάλων. Μαζεύτηκαν πολλοὶ τοῦρκοι καὶ ἑβραῖοι νὰ δοῦν τὸ θέαμα καὶ νὰ χαροῦν. Ἐπίσης μαζεύτηκαν καὶ πολλοὶ Χριστιανοὶ γιὰ νὰ θαυμάσουν τὸν ἡρωικὸ Μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ. Ἄναψαν μεγάλη φωτιά, κοντὰ στὴν ἀγορὰ τῆς πόλεως, καὶ ἀφοῦ ἔσυραν τὸν Νικόλαο, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Σὲ ἐλάχιστα λεπτὰ τῆς ὥρας ὁ Μάρτυρας ξεψύχησε, ἀνεβαίνοντας ἡ ψυχή του στὰ οὐράνια γιὰ νὰ συναντήσει τὸ Χριστό, γιὰ χάρη τοῦ Ὁποίου ἔδωσε τὴ ζωή του, τὸ δὲ σῶμα τοῦ ἐξαφάνισαν οἱ φλόγες. Ἤταν 17 Μαΐου τοῦ ἔτους 1617.
Ελάχιστα ἀπὸ τὰ λείψανά του σώθηκαν καὶ σὲ καλλίτερη κατάσταση ἡ Κάρα του, τὴν ὁποία ἀγόρασε κάποιος εὐλαβὴς κεραμοποιὸς τῆς πόλεως, δίνοντας ἀρκετὰ χρήματα στοὺς φύλακες τούρκους. Ἐπειδὴ ὅμως φοβοῦνταν μήπως οἱ τοῦρκοι τὴν ἀνακαλύψουν, τὴν ἐντοίχισε στὸ σπίτι του, χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανέναν τὸ μυστικό του. Εν τῷ μεταξὺ ὁ κεραμοποιὸς πέθανε καὶ τὸ σπίτι τοῦ τὸ ἀγόρασε κάποιος ποὺ ὀνομάζονταν Μελανδρος. Ἕνα χρόνο ἀκριβῶς μετὰ τὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου, στις 17 Μαΐου τοῦ ἔτους 1618, τὶς βραδινὲς ὧρες, εἶδε νὰ λάμπει τὸ σημεῖο ποὺ εἶχε ἐντοιχιστεῖ ἡ Τίμια Κάρα. Τὸ ἴδιος βράδυ εἶδε στὸν ὕπνο του ὅτι τὸ σπίτι τοῦ φιλοξενοῦσε τὴν Κάρα τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρα Νικολάου ἐκ Μετσόβου. Τὸ ἑπόμενο πρωὶ ἄνοιξε τὸν τοῖχο καὶ πράγματι βρῆκε τὴν Τίμια Κάρα. Ὄντας εὐλαβὴς ἄνθρωπος καὶ θεωρώντας τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνάξιο νὰ φιλοξενεῖ στὸ σπίτι τοῦ τέτοιο ἱερὸ θησαυρό, τὴν παρέδωσε στην Ιερὰ Μονὴ Βαρλαὰμ Μετεώρων, ὅπου εἶχε ἀδελφὸ μοναχό, ὡς μνημόσυνο αἰώνιο γιὰ τοὺς γονεῖς του. Ἐκεῖ φυλάσσεται μέχρι σήμερα, εὐωδιάζουσα καὶ θαυματουργοῦσα.
Εκτός ἀπὸ τὴν Ἁγία Κάρα, σώζονται τεμάχια τῶν χεριῶν τοῦ ἁγίου στην Ιερᾶ Μονὴ Ἐλεούσης Ἰωαννίνων, καὶ στον Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου Σκαμνελίου Ἰωαννίνων, καθὼς καὶ δόντι τοῦ ἁγίου στην Ιερᾶ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μετσόβου.
Άπειρα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦν τὰ χαριτόβρυτα λείψανά του, σὲ ὅσους τὸν ἐπικαλοῦνται μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια.
Η μνήμη τοῦ τιμᾶται στις 17 Μαΐου, τὴν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου