Ἦταν στὴν αὐλὴ τῆς Καλύβης του ὁ Γέροντας (Παΐσιος), ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Ἐπανελάμβανε συνεχῶς ἀπὸ τὴν καρδιά του: «Δόξα σοὶ ὁ Θεός», πάλιν καὶ πολλάκις. Σὲ μιὰ στιγμὴ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἀχρηστεύεται κανεὶς μὲ τὴν καλὴ ἔννοια»;
-Ποιός, Γέροντα;
-Ἥσυχα καθόμουν στὸ Κελλί μου, ἦρθε καὶ μὲ παλάβωσε. Ὡραία περνοῦν ἐπάνω.
-Τί συμβαίνει, Γέροντα;
-Θὰ σοῦ πῶ, ἀλλὰ μὴν τὸ πεῖς σὲ κανέναν.
Τοῦ διηγήθηκε τότε τὸ ἕξης: «Εἶχα γυρίσει ἀπὸ τὸν κόσμο, ὅπου εἶχα βγεῖ γιὰ ἕνα ἐκκλησιαστικὸ θέμα. (Μὲ τὸ μακαρίτη Τρίτση).
Τὴν Τρίτη, κατὰ ἡ ὥρα 10 τὸ πρωί, ἤμουν μέσα στὸ Κελί μου και ἔκανα τὶς Ὧρες. Ἀκούω χτύπημα στὴν πόρτα καὶ μιὰ γυναικεία φωνὴ νὰ λέει: «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἠμῶν…». Σκέφθηκα:
«Πῶς βρέθηκε γυναίκα μέσα στὸ Ὅρος;». Ἐν τούτοις ἔνιωσα μιὰ θεία γλυκύτητα μέσα μου καὶ ρώτησα:
– Ποιὸς εἶναι;
-Ἡ Εὐφημία! (ἀπαντᾶ).
-Σκεφτόμουν, «ποιὰ Εὐφημία; Μήπως καμιὰ γυναίκα ἔκανε καμιὰ τρέλα καὶ ἦρθε μὲ ἀνδρικὰ στὸ Ὅρος; Τώρα τί νὰ κάνω;». Ξαναχτυπᾶ. Ρωτάω: «Ποιὸς εἶναι;». «Ἡ Εὐφημία», ἅπαντα καὶ πάλι. Σκέφτομαι καὶ δὲν ἀνοίγω. Στὴν τρίτη φορὰ ποὺ χτύπησε, ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα, ποὺ εἶχε σύρτη ἀπὸ….μέσα. Ἄκουσα βήματα στὸν διάδρομο. Πετάχτηκα ἀπὸ τὸ Κελί μου καὶ βλέπω μιὰ γυναίκα μὲ μανδήλα. Τὴν συνόδευε κάποιος, ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ὁ ὁποῖος ἐξαφανίσθηκε. Παρ’ ὅλο ποῦ ἤμουν σίγουρος ὅτι δὲν εἶναι τοῦ πειρασμοῦ, γιατί λαμποκοποῦσε, τὴν ρώτησα ποιὰ εἶναι.
-Ἡ μάρτυς Εὐφημία, (ἀπαντᾶ).
-Ἂν εἶσαι ἡ μάρτυς Εὐφημία, ἔλα νὰ προσκυνήσουμε τὴν Ἁγία Τριάδα. Ὅ,τι κάνω ἐγὼ νὰ κάνης καὶ σύ.
Μπῆκα στὴν Ἐκκλησία, κάνω μιὰ μετάνοια λέγοντας: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός». Τὸ ἐπανέλαβε μὲ μετάνοια. «Καὶ τοῦ Υἱοῦ». «-Καὶ τοῦ Υἱοῦ», εἶπε μὲ ψιλὴ φωνή.
-Πιὸ δυνατά, ν’ ἀκούω, εἶπα καὶ ἐπανέλαβε δυνατότερα.
-Ἐνῶ ἦταν ἀκόμα στὸ διάδρομο ἔκανε μετάνοιες, ὄχι πρὸς τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ πρὸς τὸ Κελί μου. Στὴν ἀρχὴ παραξενεύτηκα, ἀλλὰ μετὰ θυμήθηκα ὅτι εἶχα μιὰ μικρὴ χάρτινη εἰκονίτσα τῆς Ἁγίας Τριάδος, κολλημένη σὲ ξύλο, πάνω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Κελιοῦ μου. Ἀφοῦ προσκυνήσαμε καὶ γιὰ τρίτη φορά.
-«Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»
Μετὰ εἶπα: «Τώρα, νὰ σὲ προσκυνήσω καὶ ἐγώ». Τὴν προσκύνησα καὶ ἀσπάστηκα τὰ πόδια της καὶ τὴν ἄκρη τῆς μύτης της. Στὸ πρόσωπο τὸ θεώρησα ἀναίδεια νὰ τὴν ἀσπασθῶ.
-Ὕστερα κάθισε ἡ Ἁγία στὸ σκαμνάκι καὶ ἐγὼ στὸ μπαουλάκι καὶ μοῦ ἔλυσε τὴν ἀπορία ποὺ εἶχα (στὸ ἐκκλησιαστικὸ θέμα).
-Μετά μου διηγήθηκε τὴν ζωή της. Ἤξερα ὅτι ὑπάρχει μιὰ ἁγία Εὐφημία, ἀλλὰ τὸν βίο της δὲν τὸν ἤξερα. Ὅταν μου διηγεῖτο τὰ μαρτύρια της, ὄχι ἁπλῶς τὰ ἄκουγα, ἀλλὰ σὰν νὰ τὰ ἔβλεπα• τὰ ζοῦσα. Ἔφριξα! Πά, πά, πά!
-Πῶς ἄντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.
-Ἂν ἤξερα τί δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, θὰ ἔκανα ὅ,τι μποροῦσα νὰ περάσω πιὸ μεγάλα μαρτύρια.
-Μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ γεγονὸς γιὰ τρεῖς μέρες δὲν μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα. Σκιρτοῦσα καὶ συνεχῶς δόξαζα τὸν Θεό. Οὔτε νὰ φάω, οὔτε τίποτα… συνεχῶς δοξολογία».
Σὲ ἐπιστολὴ τοῦ ἀναφέρει: «Σ’ ὅλη μου τὴ ζωὴ δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἐξοφλήσω τὴν μεγάλη μου ὑποχρέωση στὴν ἁγία Εὐφημία, ἡ ὁποία ἐνῶ ἦταν ἄγνωστή μου καὶ χωρὶς νὰ εἶχε καμιὰ ὑποχρέωση, μοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴν μεγάλη τιμή…».
Διηγούμενος τὸ γεγονὸς πρόσθεσε μὲ ταπείνωση ὅτι παρουσιάστηκε ἡ ἁγία Εὐφημία, «ὄχι γιατί τὸ ἀξίζω, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ἀπασχολοῦσε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἕνα θέμα ποὺ εἶχε σχέση μὲ τὴν κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας γενικά, καὶ γιὰ δύο ἄλλους λόγους».
Ἐντύπωση ἔκανε στὸν Γέροντα «πῶς αὐτὴ ἡ μικροκαμωμένη καὶ ἀδύνατη ἄντεξε τόσα μαρτύρια; Νὰ πεῖς ἦταν καμία… (ἐννοοῦσε σωματώδης καὶ δυνατή). Μιὰ σταλιὰ ἦταν».
Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας ἕνα στιχηρὸ προσόμοιο: «Ποίοις εὐφημιῶν ἄσμασιν εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπὸ ἄνωθεν καὶ ἐπισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχὸν ἐλεεινὸν ἐν τῇ Καψάλα. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοὺ Τριάδα τὴν Ἁγίαν».
Καὶ ἕνα ἐξαποστειλάριο κατὰ τὸ «Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν…», ποὺ ἄρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ἔνδοξέ του Χρίστου Εὐφημία, σ’ ἀγαπῶ πολὺ-πολὺ μετὰ τὴν Παναγία…». (Φυσικὰ αὐτὰ δὲν τὰ εἶχε γιὰ λειτουργικὴ χρήση, οὔτε τὰ ἔψαλλε δημοσίως).
Παρὰ τὴν συνήθειά του βγῆκε πάλι στὴν Σουρωτὴ καὶ ἔκανε τὶς ἀδελφὲς μετόχους αὐτῆς τῆς οὐράνιας χαρᾶς. Μὲ τὴν βοήθειά του καὶ τὶς ὁδηγίες τοῦ ἁγιογράφησαν τὴν Ἁγία, ὅπως τοῦ ἐμφανίσθηκε.
Ὁ Γέροντας φιλοτέχνησε τὸ ἀρνητικό τῆς εἰκόνος τῆς Ἁγίας σὲ μήτρα ἀτσάλινη μὲ τὴν ὁποία ἔκανε πρεσσαριστὰ εἰκονάκια καὶ τὰ μοίραζε εὐλογία στοὺς προσκυνητὲς εἰς τιμὴν τῆς ἁγίας Εὐφημίας. Κατὰ τὸ σκάλισμα δυσκολεύτηκε νὰ κάνη τὰ δάχτυλα τοῦ ἀριστεροῦ της χεριοῦ. Εἶπε: «Παιδεύτηκα νὰ κάνω τὸ χέρι της, ἀλλὰ μετὰ ἔβαλα ἕναν καλὸ λογισμό: «Ἴσως ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ τὴν παίδεψα τὴν καημένη».
Βιβλίο: Ἱερομονάχου Ἰσαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, σελίδες: 224-228, Ἔκδοσις Καλύβης Ἀναστάσεως, Καψάλα, Ἅγιον Ὅρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου