20 Σεπτεμβρίου 2020

Άγιος Ευστάθιος, Θεοπίστη, Αγάπιος και Θεόπιστος: Ο βίος μίας αγίας οικογένειας

20 Σεπτεμβρίου εορτάζει ο Άγιος Ευστάθιος, Θεοπίστη, Αγάπιος και Θεόπιστος

Το έτος 98 ο Πλακίδας, αυτό ήταν το πρώτο όνομα του Αγίου Ευσταθίου, διαπρέπει σαν ένδοξος στρατηλάτης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Όμως δεν ξεχώριζε μόνο για τις νίκες του, αλλά και για τον ψυχικό του πλούτο, αφού ήταν συνετός, εγκρατής και σώφρων, δίκαιος και ελεήμων, αν και ειδωλολάτρης. Στις αρετές του τον μοιάζανε η σύζυγος και οι δύο γιοί του.

Κάποια μέρα που ο Άγιος γύμναζε το στρατό στο κυνήγι, τράβηξε την προσοχή του κάποιο ελάφι. Όρμησε να το κυνηγήσει, αλλά

εκείνο βρέθηκε με ένα πήδημα στο χείλος ενός μεγάλου γκρεμού.

Και βλέπει ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού έναν υπέρλαμπρο σταυρό με τον Εσταυρωμένο. Ακούει και μια φωνή, που του αποκαλύπτει, ότι Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, και τον καλεί να πιστέψει και να βαπτιστεί.

Το ελάφι εξαφανίζεται και ο Άγιος Ευστάθιος επιστρέφει στο σπίτι του. Πριν προλάβει όμως να εξιστορήσει το γεγονός στη σύζυγο του, την Θεοπίστη, εκείνη του φανερώνει, ότι ο Θεός των Χριστιανών αποκαλύφθηκε και σ' αυτήν καλώντας την να πιστέψει με όλη την οικογένειά της!

Την ίδια νύχτα δέχεται η οικογένεια το Άγιο Βάπτισμα από τον Επίσκοπο της Ρώμης! Το άλλο πρωί, ο Άγιος πηγαίνει πάλι στο μέρος, όπου του είχε αποκαλυφθεί το όραμα του ελαφιού. Και εκεί ακούει νέα αποκάλυψη:

- Θα πάθεις όσα έπαθε και ο Ιώβ τον παλαιό καιρό, αλλά στο τέλος θα νικήσεις τον διάβολο... Ανδρίσου, Ευστάθιε και αγωνίσου στον δρόμο της αρετής!

- Το θέλημα του Κυρίου ας γίνει, απάντησε ο Ευστάθιος.

Το ίδιο είπε και η Αγία Θεοπίστη, όταν της φανέρωσε την πρόρρηση.

Δεν περνούν λίγες μέρες, από λοιμώδη ασθένεια πεθαίνουν όλοι οι υπηρέτες του Αγίου και οι άνθρωποι του σπιτιού του. Αρρωσταίνουν και ψοφούν τα άλογα και τα άλλα ζώα του. Και ενώ κάποια μέρα απουσιάζουν από το σπίτι, μπαίνουν σ' αυτό κλέφτες και τους παίρνουν ό,τι έχουν. Μένουν μόνο με τα ρούχα που φορούν. Έτσι μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα από πλούσιοι, κατάντησαν φτωχοί και αξιολύπητοι.

Αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και να πάνε στα Ιεροσόλυμα.

Στο τέλος του θαλασσινού ταξιδιού τους, ο βάρβαρος και άνομος πλοίαρχος, ζητώντας υπέρογκα ναύλα, κρατάει τη Θεοπίστη στο πλοίο του, αποχωρίζοντας την έτσι από την οικογένεια της.

Ο Άγιος Ευστάθιος με αβάσταχτη οδύνη συνεχίζει τον δρόμο του με τα δύο παιδιά του, ως την όχθη ενός μεγάλου ποταμού. Εκεί αναγκάζεται να αφήσει το μεγαλύτερο παιδί, για να περάσει πρώτα το μικρότερο απέναντι. Καθώς όμως επιστρέφει να πάρει και το άλλο, βλέπει, ότι το έχει αρπάξει ένα λιοντάρι!

Γυρίζει τότε και βλέπει, πως και το μικρότερο το άρπαξε ένας λύκος! Μέσα στα δάκρυά του, θυμάται ο Άγιος την πρόρρηση του Κυρίου, ότι θα περάσει όσα και ο Ιώβ. Ίσως και περισσότερα, θα έλεγε κανείς. Γιατί ενώ ο Ιώβ είχε ένα κομμάτι γης για ν' αναπαύεται, έστω και πάνω στην κοπριά, αυτός περιφέρεται ξένος σε ξένη χώρα. Εκείνος είχε κοντά του τουλάχιστον τους φίλους και τη γυναίκα του, ενώ ο Άγιος κανένα πια δίπλα του...

Με υπομονή σήκωσε τον σταυρό του ο Άγιος, εκτελώντας αγροτικές εργασίες επί 16 χρόνια, στην ξένη γη της Ανατολής. Κάποτε, ο αυτοκράτωρ Τραϊανός κατορθώνει να τον ανακαλύψει, γιατί ο γενναίος στρατηλάτης είναι ο μόνος που μπορούσε να σώσει το κράτος από τους εχθρούς, που το απειλούν.

Ο αυτοκράτωρ του ξαναδίνει τα πρώτα αξιώματα και του αναθέτει την αρχιστρατηγία.

Ο Άγιος Ευστάθιος, για να αυξήσει το στράτευμα, στρατολογεί πολλούς νέους από όλη τη Ρωμαϊκή επικράτεια. Ανάμεσα τους, χωρίς να το ξέρει, στρατολογήθηκαν και τα δύο παιδιά του!

Είχαν και τα 2 σωθεί από τα στόματα των θηρίων με την επέμβαση γεωργών και βοσκών της περιοχής. Δεν τα γνώρισε, αλλά καθώς τα είδε ευγενικά και τα κράτησε για να τον υπηρετούν στο τραπέζι. Η εκστρατεία άρχισε και συνεχίστηκε μέχρι την πόλη που έμενε η Αγία Θεοπίστη.

Ο Θεός τη διαφύλαξε και αυτή σώα και άβλαβη από τις ανήθικες προθέσεις του πλοιάρχου, τιμωρώντας τον με ξαφνική ασθένεια. Ο στρατηγός έστησε τυχαία τη σκηνή του, στον κήπο του σπιτιού που έμενε η Αγία!

Μια μέρα τα δύο παιδιά μπήκαν στο σπίτι της και της έδωσαν ορισμένα τρόφιμα για να τα μαγειρέψει. Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό, έπιασαν συζήτηση για την καταγωγή τους. Ο μεγαλύτερος διηγήθηκε στον μικρότερο, για τους γονείς και τον αδελφό του, για το ταξίδι τους με το πλοίο, για το επεισόδιο στο ποτάμι με το λιοντάρι και το λύκο. Ο μικρότερος συγκλονίστηκε:

- Είσαι ο αδελφός μου! φώναξε και έπεσε στην αγκαλιά του.

Η Αγία Θεοπίστη άκουγε από το μαγειρείο τη συζήτηση και συγκινημένη αναγνώρισε τα παιδιά της. Συγκρατήθηκε όμως και δεν εκδηλώθηκε αμέσως!!!

Αργότερα πήγε στη σκηνή του Στρατηγού - του Αγίου Ευσταθίου - να τα ζητήσει. Εκείνα έλειπαν. Βρήκε όμως τον Άγιο να κάθεται στη σκιά ενός δένδρου. Καθώς τον παρατήρησε, διέκρινε τα χαρακτηριστικά του συζύγου της. Τον πλησίασε και του διηγήθηκε την ιστορία της.

Οι σύζυγοι αναγνωρίστηκαν! Έπεσαν συγκινημένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και δόξασαν τον Θεό.

- Τα παιδιά μας, που είναι; ρώτησε σε λίγο η Αγία.

- Τα παιδιά μας, τα έφαγαν τα θηρία, απάντησε με συντριβή ο Άγιος και διηγήθηκε το επεισόδιο στο ποτάμι.

- Ας δοξάσουμε πάλι τον Θεό, είπε τότε η Αγία. Τα παιδιά μας ζουν και βρίσκονται κοντά μας! Άκουσα να λένε τα ίδια, όσα μου διηγείσαι εσύ τώρα.

Έκπληκτος ο στρατηλάτης καλεί τους δύο νέους και βεβαιώνεται πως είναι τα παιδιά του. Η χαρά όλων δεν έχει όρια.

Έπειτα από δεκαεξάχρονη δοκιμασία η οικογένεια, που χωρίστηκε με θλιβερό και φρικτό τρόπο, ξαναενώνεται! Μαζί της πανηγυρίζει και όλο το στράτευμα...

Νικητής και τροπαιούχος επιστρέφει ο Ευστάθιος με την οικογένεια του στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας Αδριανός, που διαδέχθηκε τον Τραϊανό, ετοιμάζεται να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Μα ο Άγιος του λέει:

- Βασιλιά, εγώ τον Χριστό λατρεύω. Αυτόν δοξάζω και Αυτόν ευχαριστώ. Αυτός μου έδωσε δύναμη και νίκησα τους εχθρούς. Αυτός ευδόκησε και είδα τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Άλλον Θεό, ούτε πιστεύω, ούτε αναγνωρίζω!

Εξοργισμένος ο Αδριανός διατάζει τον Άγιο να βγάλει τη στρατιωτική ζώνη και παρά τις υποσχέσεις και απειλές, δεν κατορθώνει να τον μεταπείσει και καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με όλη την οικογένεια του. Τους εκθέτουν σε μια πεδιάδα και εξαπολύουν ένα πεινασμένο λιοντάρι, για να τους κατασπαράξει.

Αλλά αυτό, όταν τους πλησίασε, έσκυψε το κεφάλι σαν να τους προσκυνούσε και γύρισε πίσω. Κατασκευάζουν τότε ένα χάλκινο ομοίωμα βοδιού, που πυρώνουν στη φωτιά και ρίχνουν μέσα τους Αγίους.

Όταν μετά 3 μέρες το άνοιξαν, είδαν ότι οι ψυχές τους είχαν πετάξει στον ουρανό, χωρίς όμως να πειραχθεί ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους.

Το θαύμα αυτό έκανε το πλήθος να κραυγάσει: ''Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Αυτός μόνο είναι Θεός αληθινός''. Ήταν το έτος 117.


❈ Απολυτίκιον Ήχος α'. Της ερήμου πολίτης: Αγρευθείς ουρανόθεν προς ευσέβειαν ένδοξε, τη του σοι οφθέντος δυνάμει, δι’ ελάφου Ευστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, και ήστραψας εν άθλοις ιεροίς, συν τη θεία σου συμβίω και τοις υιοίς, φαιδρύνων τους βοώντάς σοι. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω δείξαντί σε εν παντί, Ιώβ παμμάκαρ δεύτερον.

Άγιε Ευστάθιε, Θεοπίστη, Αγάπιε και Θεόπιστε πρεσβεύσατε υπέρ ημών


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου