Φλώρου καί Λαύρου, τοῦ Ἁγίου πλήθους τῶν Φτωχῶν, τῶν Ἁγίων Ἔρμου, Σεραπίων καί Πολυαίνου, Ἰουλιανῆς, Λέωντος, τῶν Ἁγίων Τεσσάρων Ὁσίων Ἀσκητῶν, Γεωργίου καί Ἰωάννου Πατριαρχῶν, τῶν Ὁσίων Βαρνάβα, Σωφρονίου καί Χριστοφόρου, Σωφρονίου Ἁγιορείτου, Ἀνακομιδή Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ νέου
Οἱ Ἅγιοι Φλῶρος καὶ Λαῦρος οἱ Μάρτυρες
Ἦταν δίδυμα ἀδέλφια καὶ ἦταν ἄρρηκτα ἑνωμένοι διὰ τῆς θερμῆς πίστεως καὶ ἀγάπης ποὺ εἶχαν πρὸς τὸ Χριστό. Κατάγονταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ εἶχαν διδαχθεῖ τὸν χριστιανισμὸ καὶ τὴν τέχνη τοῦ λιθοξόου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πρόκλο (καὶ ὄχι Πάτροκλο, ὅπως λανθασμένα γράφεται ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ ποὺ ἡ μνήμη του ἔτσι λανθασμένα ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 21η Ἰανουαρίου) καὶ Μάξιμο, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν καὶ μαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὸν Χριστό.
Μετὰ τὸν θάνατο τῶν διδασκάλων τους, ὁ Φλῶρος καὶ ὁ Λαῦρος ἀναχώρησαν στὴν Ἰλλυρία καὶ διάλεξαν σὰν τόπο διαμονῆς τους τὴν πόλη Οὐλπιανά.
Στὴν πόλη αὐτὴ ἐργάζονταν τὴν τέχνη τους, ἀλλὰ συγχρόνως μέσῳ αὐτῆς προσπαθοῦσαν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἐκεῖ ὑπῆρχε καὶ κάποιος ἱερέας εἰδώλων, ὀνομαζόμενος Μερέντιος. Ὁ γιὸς αὐτοῦ Ἀθανάσιος ἀπὸ τὸ ἕνα του μάτι ἔπαθε τύφλωση, ποὺ ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη δὲ βρῆκε θεραπεία. Τότε πλησίασε τοὺς δυὸ τεχνῖτες ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ θεράπευσαν τὸ μάτι τοῦ γιοῦ τοῦ εἰδωλολάτρη ἱερέα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πιστέψουν καὶ οἱ δύο στὸν Χριστό.
Αὐτὸ μόλις τὸ ἔμαθε ὁ ἔπαρχος Λύκων, συνέλαβε τοὺς δύο ἀδελφοὺς καί, ἀφοῦ τοὺς βασάνισε φρικτά, τοὺς ἔριξε μέσα σὲ ἕνα πηγάδι, ὅπου καὶ παρέδωσαν τὸ πνεῦμα τους.
Ἔτσι, οἱ δυὸ τεχνῖτες ἀδελφοὶ μπῆκαν στὴν αἰώνια πόλη, «ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Τῆς ὁποίας, δηλαδή, τεχνίτης καὶ κτίστης εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Εὐσεβείας τοῖς τρόποις ἐγγυμναζόμενοι, τοῦ μαρτυρίου τὴν τρίβον διαπερᾶτε καλῶς, ὡς αὐτάδελφοι κλεινοὶ Χριστὸν δοξάσαντες· ὅθεν γεραίρομεν ὑμᾶς, ὡς γενναίους Ἀθλητάς, Φλῶρε καὶ Λαῦρε βοῶντες· Ἀπὸ παντοίας ἀνάγκης, ῥύσασθε πάντας ἡμᾶς Ἅγιοι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἡ δυὰς ἡ ἔνθεος, τῶν ἱερῶν αὐταδέλφων, τῆς Τριάδος ἔχουσα, τὸ ἀπροσμάχητον κράτος, ᾔσχυνε, τῶν παρανόμων τὰς ἐπινοίας· ἤθλησε, μέχρι θανάτου ἐνδρειοφρόνως· οἷς βοήσωμεν ἐκ πόθου· χαίρετε Λαῦρε καὶ Φλῶρε ἔνδοξοι.
Μεγαλυνάριον.
Σύμφρων καὶ ὁμόψυχος ἐν παντί, ἡ τῶν αὐταδέλφων, ἀναδέδεικται ξυνωρίς, Φλῶρός τε καὶ Λαῦρος, ἐν βίῳ καὶ ἐν ἄθλοις· διὸ καὶ ἰσοτίμως ἐμεγαλύνθησαν.
Τὸ Ἅγιο Πλῆθος τῶν Πενήτων (Φτωχῶν)
Θανατώθηκαν ἀπὸ τὸν Λικίνιο διὰ πυρός, ἐπειδὴ κατέστρεψαν τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ. Τὸ ναὸ αὐτὸν, ἔκτισαν οἱ Ἅγιοι Φλῶρος καὶ Λαῦρος. Τὰ χρήματα ὅμως ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ βασιλιὰς αὐτὸς γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ, οἱ ἅγιοι τὰ ἔδωσαν στὸ πλῆθος αὐτὸ τῶν φτωχῶν, οἱ ὁποῖοι, κατόπιν, μὲ προτροπὴ τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου, κατέστρεψαν τὰ εἴδωλα τοῦ ναοῦ καὶ τὸν μετέτρεψαν, τρόπον τινά, σὲ χριστιανικό.
Οἱ Ἅγιοι Ἔρμος (ἢ Ἑρμῆς), Σεραπίων καὶ Πολύαινος οἱ Μάρτυρες
Ἦταν τέκνα τῆς Ρώμης καὶ διακρίνονταν γιὰ τὸ ζῆλο τους στὴ διάδοση τῆς πίστης καὶ ἐναντίον τῆς πολεμικῆς τῶν εἰδωλολατρῶν.
Καταγγέλθηκαν στὶς ἀρχὲς καὶ ἔμειναν σταθεροὶ στὴν ὁμολογία τῆς πίστης τους. Τότε, μιὰ σειρὰ ἀπὸ ἄγρια βασανιστήρια τοὺς περίμεναν.
Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἔδειραν ἀλύπητα καὶ ἔπειτα τοὺς ἔριξαν σὲ μία φυλακὴ σκοτεινὴ καὶ δυσώδη. Ἐκεῖ τοὺς ταλαιπωροῦσαν μὲ πολλὲς στερήσεις καὶ κακοπάθειες. Ἀλλὰ τίποτα δὲν κατάφερε νὰ τοὺς κλονίσει. Τότε τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν σφιχτὰ μὲ σχοινιά, τοὺς ἔσυραν οἱ ὄχλοι σὲ ἀνώμαλο ἔδαφος, γεμάτο μὲ πολλὲς καὶ κοφτερὲς πέτρες.
Ἔτσι οἱ σάρκες τους κομματιάστηκαν καὶ τὰ κεφάλια τους γέμισαν ἀπὸ πληγὲς καὶ αἵματα. Οἱ ψυχές τους ὅμως ἀνέγγιχτες, πέταξαν στὸν Σωτῆρα Χριστὸ γιὰ νὰ ἀναπαυτοῦν αἰώνια κοντά Του.
Ἡ Ἁγία Ἰουλιανὴ ἡ Μάρτυς πλησίον τοῦ Στροβίλου
Μᾶλλον εἶναι ἡ ἴδια μὲ αὐτὴ τῆς 21ης Δεκεμβρίου, ποὺ μαρτύρησε στὴ Νικομήδεια.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες.
Ὁ Ἅγιος Λέων ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε στὰ παράλια τῶν Μύρων τῆς Λυκίας. Πιθανῶς νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτὸν τῆς 18ης Φεβρουαρίου.
Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Ὅσιοι Ἀσκητὲς
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ὁσίων.
Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος καὶ Ἰωάννης Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ε’ διαδέχτηκε τὸν Θωμὰ Β’ τὸ ἔτος 668 καὶ πατριάρχευσε μέχρι τὸ 674. Προηγούμενα, ὡς πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἶχε ὑπηρετήσει σὰν πρωτέκδικος καὶ χαρτοφύλακας τοῦ Πατριαρχείου καὶ σκευοφύλακας τῆς ἁγίας Σοφίας.
Διακρίθηκε γιὰ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ποίμανε τὴν ἐκκλησία εἰρηνικὰ ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου.
Ὑπῆρξε φιλάνθρωπος, ἀφιλοχρήματος, ζοῦσε μὲ μεγάλη μάλιστα ἁπλότητα καὶ πάντα ἔλεγε, ὅτι κανένα ἄλλο δὲν τιμᾷ τὸν κληρικὸ καὶ μάλιστα τὸν Ἱεράρχη, ὅσο ἡ ἁπλότητα τῆς ζωῆς του καὶ ἡ διάθεση τῶν εἰσοδημάτων του γιὰ τοὺς πεινασμένους καὶ γυμνούς.
Ὁ δὲ Πατριάρχης Γεώργιος ὁ Α’ πατριάρχευσε ἀπὸ τὸ 678 μέχρι τὸ 683.
Προηγούμενα εἶχε κάνει Σύγκελος τοῦ Πατριαρχείου καὶ σκευοφύλακας τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐπὶ Γεωργίου Α’ συγκροτήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ ΣΤ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ποὺ ἀναθεμάτισε τοὺς αἱρετικοὺς μονοθελητές. Γιὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦ Πατριάρχη αὐτοῦ γράφτηκε ὅτι ἦταν «Νομεὺς ἀγαθὸς τοῦ Θεοῦ νόμων φύλαξ».
Οἱ Ὅσιοι Βαρνάβας, Σωφρόνιος καὶ Χριστόφορος
Δὲν ἔχουμε σαφὴ βιογραφικά τους στοιχεῖα. Μόνο ἀπὸ τὸ «Νέον Λειμωνάριον» μαθαίνουμε ὅτι ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ κατὰ τὸ ἔτος 412.
Ἀπ' αὐτοὺς ὁ Βαρνάβας ἦταν Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Σουμελᾶ, ὁ Σωφρόνιος ἦταν ἀνεψιός του, καὶ οἱ δυὸ ἦταν στὴν καταγωγὴ Ἀθηναῖοι.
Ὁ δὲ Χριστόφορος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα καὶ ὑπῆρξε νέος Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Σουμελᾶ, μετὰ τὴν ἐρήμωσή της.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ Ἁγιορείτης
Γεννήθηκε στὴν Ἤπειρο ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τὸ 18ο αἰῶνα. Ἀπὸ μικρὸς διακρινόταν γιὰ τὴν σεμνὴ ζωή του καὶ τὸν σεβασμό του στὰ θεία.
Ὅταν ᾖλθε σὲ ἡλικία γάμου, οἱ γονεῖς του τὸν πάντρεψαν παρὰ τὴ θέλησή του μὲ μιὰ σεμνὴ γυναῖκα. Ἀλλὰ τὴ νύχτα τοῦ γάμου, ἔφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἐκεῖ, στὴ σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης δοκιμάστηκε καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα χειροτονήθηκε Ἱερέας καὶ ἔφτασε σὲ μεγάλα ὕψη ἁγιότητας. Ἡ ζωὴ του ὑπῆρξε ἐνάρετη καὶ ἀγγελική. Ἡ πνευματική του τελειότητα ἦταν παράδειγμα ὄχι μόνο στοὺς ἀδελφούς της Σκήτης τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλο τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ἔτσι ὀσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῶν Ὁσίων τὸν βίον ἀκριβῶς μιμησάμενος, μέτοχος αὐτῶν ἀνεδείχθης, θεοφόρε Σωφρόνιε· ὁσίως γὰρ βιώσας ἐπὶ γῆς, τῶν θείων δωρεῶν ἐν οὐρανοῖς, ἠξιώθης καὶ παρέχεις πᾶσιν ἡμῖν, τὴν χάριν σου τοῖς κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐγκρατείᾳ Ὅσιε καὶ ἡσυχίᾳ, τὴν ζωὴν ἐτέλεσας, καὶ ἀενάῳ προσευχῇ· διὸ Ἁγίων ἰσότιμος, ὤφθης ἀξίως, παμμάκαρ Σωφρόνιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις ἱερῶν, ἐγκαλλώπισμα ἱερόν· ἐν γὰρ ἀμφοτέροις, θεοπρεπῶς ἐμπρέψας, ἀξίως ἐδοξάσθης, Πάτερ Σοφρώνιε.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἀρσενίου τοῦ νέου τοῦ ἐν Πάρῳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίων τὴν ἄσκησιν, δι’ ἐναρέτου ζωῆς, ἐνθέως ἐζήλωσας, ἐν τοῖς ἐσχάτοις καιροῖς, Ἀρσένιε Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν νήσῳ Πάρῳ, ἰσαγγέλως ἀσκήσας, εἴληφας οὐρανόθεν, τῶν θαυμάτων τὴν χάριν, παρέχων τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῶν Ὁσίων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον
Καὶ τοῦ Σωτῆρος ἐνθεώτατον θεράποντα
Ἀνημνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε.
Ἀλλ’ ὡς ἔμπλεως χαρίτων τῶν τοῦ Πνεύματος
Δίδου πάντοτε τὴν χάριν σου τὴν ἄφθονον
Τοῖς βοῶσί σοι, χαίροις Πάτερ Ἀρσένιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή, καὶ τῶν Μοναζόντων, τύπος θεῖος ἐν ἀρετῇ· χαίροις ὁ τῆς Πάρου, θερμότατος προστάτης, Ἀρσένιε παμμάκαρ, Ἠπείρου βλάστημα.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
anavaseis.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου