Ο γέροντας Λάζαρος Διονυσιάτης († 1974), μεταξύ πολλών άλλων διηγήσεων, κατέγραψε και την ακόλουθη που του διηγήθηκε ο συμμοναστής του γέροντας Βησσαρίων († 1952), η οποία συνέβη όταν αυτός ήταν οικονόμος στο Μετόχι της Μονής Διονυσίου στα Μαριανά Χαλκιδικής.
– Γερο-Βησσαρίων, αν αγαπάς, μου λες το θαύμα που έγινε σ’ αυτή την εκκλησία, και πώς είδες τον Τίμιο Πρόδρομο ζωντανό και μίλησες με αυτόν;
Ο γέρο-Βησσαρίων χαμογέλασε και άρχισε με τη συνηθισμένη του απλότητα να λέει:
– Αυτό που μου λες έγινε ύστερα από δύο χρόνια και άκουσέ το αφού το θέλεις.
Εσύ μυλωνάς έκαμες και ξέρεις ότι πολλές φορές μαζεύονται πολλοί στον μύλο. Μια ημέρα λοιπόν δύο χωρικοί ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε τη φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, πήγε στην εκκλησία και προσκύνησε. Άφησε δε εμπρός στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε να ανάψω ένα κερί. Εγώ άναψα το κερί, είδα και τα χρήματα που ήταν αρκετά, δεν τα πήρα, τα άφησα εμπρός στην εκόνα. Κατά το βράδυ πήγα ν’ ανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα. Μα δεν ξέρεις πόση στενοχώρια μου ήλθε. Ο πειρασμός με σκλήρυνε κι εμένα και, όπως κουβεντιάζουμε μαζί, πήγα εμπρός στην εικόνα του Αγίου και του λέω:
– Άγιε Πρόδρομε, δεν είσαι εδώ; Γιατί αφήνεις και σου παίρνουν τα χρήματα εμπρός από την εικόνα σου; Ααα, δεν σου ανάβω το καντήλι. Έτσι, γέρο-Λάζαρε, άναψα μόνο της Παναγίας το καντήλι και έφυγα. Ναι, αλλά μέσα μου όμως η καρδιά μου χτυπούσε λιγάκι. Πήγα στον μύλο, ανέβηκα επάνω στο σπίτι, έφαγα λίγο ψωμί, αλλά συγχυσμένος. Θυμόμουν ότι το καντήλι του Αγίου το είχα σβηστό, αλλά ο κουτσονούρης δεν με άφηνε, πολύ με σκλήρυνε. Έλεγα μέσα μου: «Άι να δούμε τι θα γίνει. Δεν το ανάβω το καντήλι απόψε».
Κοιμήθηκα λοιπόν, αδελφέ μου, με τη σύγχυση που είχα, όμως επέμενα στη γνώμη μου. Έτυχε να είναι πανσέληνος, το φεγγάρι σαν ήλιος και από το παράθυρο του κελλιού μου έμπαινε μέσα το φως. Καθώς λοιπόν κοιμόμουν μόνος μου –διότι άλλον συνοδεία τότε δεν είχα– κατά τα μεσάνυχτα αισθάνομαι μια σκουντιά. Ξυπνώ και βλέπω έναν γίγαντα μπροστά μου, με τα μαλλιά ξέπλεκα. Από τον φόβο μου άρχισα να τρέμω και μόλις μπόρεσα να του πω:
– Πώς ήλθες εδώ;
Σε απάντηση μου λέει με ύφος σοβαρό:
– Το πώς ήλθα μη ρωτάς, αλλά πες μου, γιατί δεν ανάβεις το καντήλι;
Και αμέσως με πολύ φόβο, με φωνή που έτρεμε, με δάκρυα στα μάτια λέω:
– Να με σχωρέσεις, Άγιε, έσφαλα.
Τότε του έβαλα τρεις μετάνοιες κλαίγοντας στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με συγχωρέσει.
Ενώ μου διηγούνταν αυτά ο γέρο-Βησσαρίων, άρχισε από την κατάνυξη να κλαίει ενώπιόν μου. Αφού παρήλθε η κατάνυξη, εξακολούθησε:
– Τότε ακούω, αδελφέ μου, τον Τίμιο Πρόδρομο με γλυκιά και ήμερη φωνή να μου λέει:
– Παιδί μου Βησσαρίων, λες ότι δεν είμαι εδώ; Και αν εγώ δεν είμαι εδώ, τότε ποιος σε φυλάγει εδώ τόσα χρόνια, σ’ αυτή την ερημιά από τους ληστές και τα άλλα κακοποιά στοιχεία; (και πάλι άρχισε να κλαίει ο π. Βησσαρίων από τη συγκίνηση και την ευλάβειά του προς τον Τίμιο Πρόδρομο).
– Άγιέ μου, του λέω, σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις, δεν το ξανακάνω.
– Πήγαινε ν’ ανάψεις το καντήλι στην εικόνα μου, και να το κηρύττεις και στους άλλους ότι κάνουν θαύματα οι εικόνες, διότι πολλοί εδώ άρχισαν να λένε ότι δεν θαυματουργούν οι εικόνες.
Αυτά μου είπε ο Άγιος και έγινε άφαντος. Εγώ εκείνη την ώρα πήγα στην εκκλησία και, ω του θαύματος! βλέπω όλα τα χρήματα στον ίδιο τόπο, όπως ήταν, μπροστά στην εικόνα του Αγίου! Ποιος να ξέρει τι λαχτάρα να τράβηξε εκείνος ο κλέφτης και τα έφερε αυτή την ίδια νύχτα τα χρήματα στην εικόνα.
Τέλος τον ρώτησα:
– Τι ενδύματα φορούσε ο Τίμιος Πρόδρομος;
– Να, όπως τον βλέπεις στην εικόνα με την προβειά. Αλλά τέτοιον υψηλό άνθρωπο δεν είδα άλλον στη ζωή μου. Μα τι να σου πω! Άνδρας πελώριος, γίγαντας.
– Σε πιστεύω, του λέω, διότι και ο Χριστός μας λέει στο Ευαγγέλιο ότι «ουκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου του Βαπτιστού», αν και πρωτίστως υπονοείται για το πλήθος των αρετών του και την μεγάλη του αγιοσύνη. Όμως ισχύει αυτό και γιά τη σωματική του διάπλαση, διότι τα λόγια του Κυρίου και τα δύο περιλαμβάνουν.
Από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 10 (1985), άρθρο: «Διονυσιατικές διηγήσεις Β’», σελ. 79.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου