Των Αγίων 38 Αββάδων των εν Σινά αναιρεθέντων, των Αγίων 33 Αββάδων των εν Ραϊθώ αναιρεθέντων, Θεοδούλου Οσίου, Στεφάνου Οσίου, Νίνας Ισαποστόλου, Αγνής Μάρτυρος, Αδάμ Οσίου, Σάββα Αρχιεπισκόπου, Ιωαννικίου Αρχιεπισκόπου, Ακακίου εκ Ρωσίας
Οι Άγιοι Τριάντα Οκτώ Αββάδες των εν τω όρει Σινά αναιρεθέντων
Η ιερότητα του όρους Σινά ήταν επόμενο να ελκύσει ψυχές Οσίων και Αναχωρητών, οι οποίοι κατά τους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, ζητούσαν την ελεύθερη λατρεία, την ησυχία και την προσευχή σε ερημικούς τόπους.
Ο τόπος εκείνος χωρίς να δίνει ανέσεις ήταν κατάλληλος για την πνευματική ανύψωση της ψυχής. Επιπλέον δε οι εντυπώσεις που έρχονταν στο νου από τις διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης για το όρος Σινά ενίσχυαν την ησυχία του τόπου και την ολόψυχη αφοσίωση προς τον Θεό.
Επειδή τότε δεν υπήρχε κτισμένο μοναστήρι, οι παλαιοί εκείνοι Αναχωρητές και Ασκητές χρησιμοποιούσαν ως κελιά τους, σπήλαια ή καλύβες, τις οποίες έκτιζαν σε μικρή απόσταση τη μία από την άλλη.
Οι Άγιοι αυτοί Πατέρες εφονεύθησαν από τους Βλέμμυες, βάρβαρο λαό που κατοικούσε σε όλη την έρημο, από την Αραβία μέχρι την Αίγυπτο και την Ερυθρά Θάλασσα και άρχισε τις επιδρομές το 373 μ.Χ.
Αλλά και πριν από πολλά χρόνια, επί της εποχής της βασιλείας του Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ) και όταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ήταν ο Πέτρος (300-311 μ.Χ.), εφονεύθησαν και άλλοι Όσιοι Πατέρες που ησύχαζαν στο όρος Σινά.Συγκεκριμένα, στο όρος Σινά κατοικούσαν και Σαρακηνοί. , αυτοί, όταν πέθανε ο αρχηγός τους, ξεσηκώθηκαν και σκότωσαν πολλούς ασκητές.Όσοι από αυτούς διέφυγαν το θάνατο κατέφυγαν σε ένα οχύρωμα. Τότε, κατά θεία πρόνοια, φάνηκε την νύχτα στους Σαρακηνούς μια φλόγα που κατάκαιγε όλο το όρος Σινά και έφθανε ως τον ουρανό. Μόλις είδαν την φλόγα αυτή οι Σαρακηνοί, φοβήθηκαν πολύ, άφησαν κάτω τα όπλα τους και έφυγαν. Οι Ασκητές που εφονεύθησαν ήταν τριάντα οκτώ και είχαν διάφορες πληγές στα σώματά τους. Άλλων δηλαδή είχαν αποκοπεί οι κεφαλές, ενώ άλλων μόλις κρατούνταν από ένα μικρό τμήμα δέρματος. Κάποιους μάλιστα, οι βάρβαροι τους έκοψαν στη μέση και χώρισαν τα σώματά τους σε δύο μέρη. Από τα φονικά σπαθιά διεσώθησαν δύο Άγιοι, ο Σάββας και ο Ησαΐας, οι οποίοι και έθαψαν τους φονευθέντες και διηγήθηκαν τα σχετικά με αυτούς.
Οι Άγιοι Τριάντα τρεις Πατέρες Αββάδες των εν τη Ραϊθώ αναιρεθέντων
Έως δύο μέρες μακριά από το όρος Σινά, προς την Ερυθρά Θάλασσα, ήταν η έρημος Ραϊθώ, στο εσωτερικό της οποίας ζούσαν Χριστιανοί Αναχωρητές και Ασκητές. Αυτοί οι μακαριστοί Πατέρες διένυαν τον ασκητικό αγώνα εκεί που είναι οι δώδεκα πηγές των υδάτων και εβδομήντα στέλεχοι των φοινίκων.
Οι μοναχοί αυτοί πραγματοποιούσαν παράλληλα προς το ασκητικό τους έργο και τη μεγάλη εντολή του κηρύγματος του Ευαγγελίου στους αλλοεθνής. Αλλά την ίδια ημέρα κατά την οποία έγινε η σφαγή των Πατέρων στο Σινά, οι βάρβαροι αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν και τους Πατέρες της Ραϊθώ.
Οι τριακόσιοι Βλέμμυες πήραν αιχμαλώτους τις γυναίκες και τα παιδιά των Φαρανιτών και πήγαν στο Κάστρο, όπου είχαν την εκκλησία τους ο Άγιοι Πατέρες. Εκείνοι, μόλις αντελήφθησαν τους βαρβάρους, έκλεισαν την πόρτα του Ναού και περίμεναν τον θάνατο.
Ο προεστός της μονής, Παύλος, ο οποίος θεωρείται ότι καταγόταν από την πόλη των Πατρών, θύμισε στους αδελφούς ότι ο σκοπός της ζωής τους είναι ο Χριστός και η βασιλεία Του και ότι υπέρ αυτής ήσαν η προσευχή τους, η μελέτη τους, οι πόθοι και τα έργα τους και τώρα παρουσιάζεται λαμπρή ευκαιρία να αποκτήσουν τον στέφανο του μαρτυρίου, χύνοντας και αυτό το αίμα τους υπέρ του Κυρίου και μισθαποδότου τους.
Τους παρακίνησε δε, να ευχηθούν υπέρ των φονέων τους, οι οποίοι ήταν πραγματικά δυστυχείς και εξέφρασε την ελπίδα ότι η θυσία αυτή θα συντελέσει στην αύξηση του δένδρου της πίστεως. Οι Πατέρες επικρότησαν τα λόγια αυτά και προσευχήθηκαν. Οι Βλέμμυες τότε, έσπασαν την πόρτα, εισήλθαν μέσα και έσπειραν τον θάνατο κατά διαφόρους τρόπους.
Τις σφαγές αυτές και τις αναιρέσεις διηγούνται ο μακάριος Νείλος ο Ασκητής, ο οποίος είχε διατελέσει έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, ο Αμμώνιος μοναχός στη Διήγησή του, καθώς και ο Αναστάσιος μοναχός ο Σιναΐτης κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Αρχικά η μνλημη τους εορταζόταν στις 28 Δεκεμβρίου, επικράτησε όμως να εορτάζεται σήμερα.
Ο Όσιος Θεόδουλος, υιός του Αγίου Νείλου του Σοφού
Ο Όσιος Θεόδουλος ήταν υιός του σοφού Νείλου, ο οποίος έγινε έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως, αλλά άφησε την δόξα του κόσμου και έγινε μοναχός στο όρος Σινά μαζί με τον υιό του. Οι όσιοι έζησαν προ των μέσων του 5ου αιώνος μ.Χ. επί βασιλείας Θεοδοσίου Β’ (408-450 μ.Χ.).
Εκεί λοιπόν που διέμεναν, ο Νείλος, ο υιός του Θεόδουλος και οι άλλοι μοναχοί, ξαφνικά τους επιτέθηκαν βάρβαροι και άρχισαν να τους κατασφάζουν. Ο Νείλος κατόρθωσε να διαφύγει. Τον υιό του όμως, Θεόδουλο τον πήραν μαζί τους αιχμάλωτο. Στην αρχή θέλησαν να τον φονεύσουν, αλλά κατόπιν τον πούλησαν και τον αγόρασε ο Επίσκοπος της Λούζης, ο οποίος και του απέδωσε την ελευθερία του.
Αργότερα, ο Όσιος Θεόδουλος συναντήθηκε με τον πατέρα του, τον Όσιο Νείλο, ο οποίος είχε διαφύγει από την σφαγή των Αββάδων του Σινά και μετέβη μαζί του σε ερημικό τόπο για άσκηση και προσευχή. Κατά την εκεί παραμονή τους συνέγραψαν λόγους και επιστολές με πολύτιμες πνευματικές συμβουλές περί του τρόπου κατά τον οποίο οφείλουν να ζουν οι μοναχοί, για να επιτύχουν την ένωσή τους με τον Θεό.
Ο Όσιος Θεόδουλος, κοιμήθηκε με ειρήνη. Τα ιερά λείψανά του μετεκομίσθησαν στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκράτορα Ιουστίνου, όπου και τα κατέθεσαν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων.
Η Σύναξη του Οσίου Θεοδούλου καθώς και άλλων Αγίων Ασκητών ετελείτο στην Κωνσταντινούπολη, στο Ναό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου που βρίσκεται στο ορφανοτροφείο.
Ο Όσιος Στέφανος, κτήτορας μονής Χηνολάκκου
Ο Όσιος Στέφανος καταγόταν από μέρη της Ανατολής, ίσως την Καππαδοκία και ήταν από ευγενική γενεά. Αγαπούσε τον ασκητικό βίο από τα νεανικά του χρόνια. Για το λόγο αυτό επισκέφθηκε τα ιερά μοναχικά καταφύγια που βρίσκονταν στην Παλαιστίνη, τους ασκητές στον Ιορδάνη ποταμό, τις Λαύρες του Αγίου Σάββα, Ευθυμίου και Θεοδοσίου της ερήμου, όπου έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα και έμαθε τα της μοναχικής πολιτείας.
Ύστερα επανήλθε, το 710 μ.Χ., στην Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείας Λέοντος του Ισαύρου (717-741 μ.Χ.). Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Πατριάρχη Γερμανό, ο οποίος του δώρισε και τόπο στον οποίο έκτισε την λεγόμενη Μονή του Χηνολάκκου, στην Τριγλία, κοντά στην θάλασσα, προς τιμήν του Αγίου Στεφάνου.
Επί της Ηγουμενίας του ο Όσιος Στέφανος διακρίθηκε για την πατρική του διοίκηση, την τάξη την οποία δημιούργησε, την αγάπη προς όλους. Ο Όσιος Στέφανος έζησε υποδειγματικά, σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου και αξιώθηκε ήδη από την παρούσα ζωή να λάβει από τον Θεό τα χαρίσματα της ουράνιας δόξας και μακαριότητος.
Ο Όσιος Στέφανος κοιμήθηκε με ειρήνη.
Η Αγία Νίνα η Ισαπόστολος
Η Αγία Νίνα γεννήθηκε στην Καππαδοκία, όπου κατοικούσαν πολλοί Γεωργιανοί και φέρεται ως συγγενείς του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Ο πατέρας της, Ζαβουλών, ευσεβής και φημισμένος στρατιωτικός, πριν ακόμα νυμφευθεί, είχε φύγει από την πατρίδα του Καππαδοκία, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα Μαξιμιανό. Η μητέρα της, Σωσάννα, ήταν αδελφή του Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιουβεναλίου.
Ο πατέρας της, φλεγόμενος από αγάπη προς τον Θεό, έγινε, με την συγκατάθεση της συζύγου του, μοναχός στην έρημο του Ιορδάνη. Η μητέρα της Αγίας Νίνας τοποθετήθηκε ως διακόνισσα στο Ναό της Αναστάσεως. Την Αγία Νίνα την παρέδωσαν στην ευλαβέστατη Γερόντισσα Νιοφόρα, για να την αναθρέψει.
Όταν η Αγία Νίνα μελετούσε το Ευαγγέλιο και έφθασε στο κεφάλαιο που έγραφε για την σταύρωση του Κυρίου, ο λογισμός της σταμάτησε στον χιτώνα του Χριστού. Αναρωτήθηκε που αν βρίσκεται άραγε η επίγεια πορφύρα του Υιού του Θεού. Της είπαν, λοιπόν, ότι κατά την παράδοση, αυτή φυλασσόταν στην πόλη Μιτσχέτη της Ιβηρίας (Γεωργίας).
Τη μετέφερε εκεί ο ραβίνος της πόλεως που ονομαζόταν Ελιόζ, ο οποίος την είχε παραλάβει από το στρατιώτη που την κέρδισε στην κλήρωση κάτω από τον Σταυρό. Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν βαθιά στην καρδιά της. Και παρακάλεσε την Θεοτόκο να την αξιώσει να πάει στην Χώρα των Ιβήρων, για να προσκυνήσει τν χιτώνα του Υιού και Θεού της.
Η Παναγία άκουσε την προσευχή της και εμφανίσθηκε στον ύπνο της Αγίας. Την προέτρεψε να πάει στην Ιβηρία να κηρύξει το Ευαγγέλιο του Χριστού και της πρόσφερε ένα Σταυρό από κληματόβεργες, που θα ήταν η ασπίδα και ο φύλακάς της. Η Αγία ξύπνησε και είδε στα χέρια της το θαυμαστό Σταυρό. Τον ασπάσθηκε, έκοψε μια κοτσίδα από τα μαλλιά της, την έπλεξε στον Σταυρό και πήγε να συναντήσει αμέσως το θείο της Επίσκοπο Ιουβενάλιο. Εκείνος διέκρινε το θέλημα του Θεού και της έδωσε την ευχή του.
Έτσι μετά από εντολή της Θεοτόκου, κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Γεωργία, περί τον 3ο Αιώνα μ.Χ. Η αποστολική της δράση και το χάρισμα της θαυματουργίας οδήγησαν τους βασιλείς της Γεωργίας Μιριάν (265-342 μ.Χ.) και Νάνα στην αλήθεια του Χριστού.
Η Αγία βρήκε τον τόπο, όπου είχε εναποτεθεί ο χιτώνας του Χριστού, στον κήπο των ανακτόρων και εκεί ανήγειρε το Ναό του Αγίου Στύλου.
Η Αγία Νίνα κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη και ο Θεός την δόξασε διατηρώντας το τίμιο λείψανό της άφθαρτο.
Η Αγία Αγνή η Μάρτυς
Δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για τον τόπο και χρόνο του μαρτυρίου της. Το μόνο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι μαρτύρησε σε σκοτεινή απομόνωση φυλακής.
Ο Όσιος Αδάμ
Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον Βίο του Οσίου. Πιθανότατα να είναι ένας από τους 33 εν Ραϊθώ Οσιομάρτυρες.
Ο Όσιος Σάββας ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος Σερβίας και κτήτορας της Ιεράς Μονής Χιλανδαρίου
Ο Άγιος Σάββας ήταν υιός του ηγεμόνα της Σερβίας Στεφάνου Α’ Νεμάνια (στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται Νεεμάν) και της πριγκίπισσας Άννας. Το λαϊκό του όνομα ήταν Ρέσκο.
Η ίδρυση και οργάνωση του πρώτου Σερβικού κράτους από το μέγα ζουπάνο Στέφανο Νεμάνια (1167-1169), τον πατέρα του Αγίου, είχε ως αποτέλεσμα τη συνένωση όλων σχεδόν των Σέρβων σε ενιαίο και ανεξάρτητο από τη βυζαντινή κυριαρχία κράτος με επίκεντρο τη Ρασκία. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ισαάκιος Β’ Άγγελος (1185-1195) συνήψε, το έτος 1190, ειρήνη με το ζουπάνο των Σέρβων. Η ίδρυση του κράτους ανέδειξε την ανάγκη αναδιοργανώσεως και της Εκκλησίας της Σερβίας, η οποία υπέφερε από ανεξέλεγκτη δράση των αιρετικών Βογομίλων.
Σύμφωνα προς τις ιστορικές ειδήσεις, αν και η παγίωση του Χριστιανικού βίου στους Σέρβους ήταν αναντίρρητη, η έλλειψη ενιαίας εκκλησιαστικής διοργανώσεως παρέτεινε την σύγχυση δικαιοδοσιών και διευκόλυνε την δράση των αιρετικών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο υιός του ζουπάνου των Σέρβων Στέφανου αποσύρθηκε σε ηλικία μόλις δέκα έξι ετών στο Άγιο Όρος.
Εκάρη μοναχός στη Μονή Βατοπαιδίου και έλαβε το όνομα Σάββας. Αργότερα, περί το 1195, ίδρυσε μαζί με τον πατέρα του Στέφανο, που έγινε μοναχός και ονομάστηκε Συμεών (τιμάται 13 Φεβρουαρίου), τη Μονή του Χιλανδαρίου με χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ του Αγγέλου (1195-1203). Στο θρόνο της Σερβίας ανήλθε ο νέος ηγεμόνας Στέφανος ο Πρωτοστεφής (1195-1228), υιός του μοναχού πλέον Συμεών, που είχε νυμφευθεί την Ευδοκία, θυγατέρα του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ του Αγγέλου (1195-1203).
Ο Άγιος Σάββας χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνο Μεσοποταμίτη και το 1204 επέστρεψε στη Σερβία, όπου ασχολήθηκε με την ειρήνευση, τον φωτισμό και την αναδιοργάνωση της Εκκλησίας.
Κατά την περίοδο αυτή ο Άγιος συνειδητοποίησε πληρέστερα τις ανάγκες της Εκκλησίας, αφού ο αδελφός του Στέφανος δέχθηκε αυθαίρετα το στέμμα του κράλη της Σερβίας από τον Πάπα Ονώριο Γ’ (1204-1222) και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Α’ Σαραντηνό (1217-1222). Οι προτάσεις του έγιναν δεκτές, αλλά ο αυτοκράτορας επέμενε στη χειροτονία του Αγίου Σάββα ως Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Σερβίας, αντί του προταθέντος προσώπου της συνοδείας του Αγίου. Πράγματι, ο Άγιος χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Σερβίας υπό του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μανουήλ Α’ μετά τη συνοδική ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Σερβίας.
Σε αυτήν την ενέργεια αντέδρασε ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Δημήτριος Χωματηνός, που αμφισβήτησε όχι μόνο την κανονικότητα της χειροτονίας του Αγίου Σάββα, αλλά και τα κανονικά δίκαια του Πατριαρχείου και της βασιλικής αυθεντίας.
Ο Άγιος Σάββας, αφού εργάσθηκε κατά Θεόν, κοιμήθηκε με ειρήνη στο Τύρνοβο το έτος 1236. Το ιερό λείψανό του βρέθηκε άφθορο, αλλά κάηκε το έτος 1594 από τον Σινάν πασά στο Βελιγράδι.
Ο Άγιος Ιωαννίκιος Αρχιεπίσκοπος Τυρνόβου
Ο Άγιος Ιωαννίκιος έζησε κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ. Εξελέγη Μητροπολίτης Τυρνόβου της Βουλγαρίας και κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ο Άγιος Ακάκιος εκ Ρωσίας
Ο Άγιος Ακάκιος έζησε περί τον 16ο αιώνα στη Ρωσία. Έλαβε το μοναχικό σχήμα από τον Ιωσήφ του Βολοκολάμσκ και ονομάσθηκε Αλέξανδρος. Το 1522 εξελέγη Επίσκοπος της περιοχής Τβερ και Κασίν. Κοιμήθηκε οσίως με ειρήνη το έτος 1567 και το ιερό λείψανό του μετακομίσθηκε στη μονή του Ζέλτικωφ.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου