Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Δεύτερος δρόμος μετάνοιας
Ὑπάρχει, ὅμως, κι ἕνας ἄλλος δρόμος, τό πένθος. Οὔτε καί γι’ αὐτό χρειάζεται κόπος. Δέν σοῦ ζητάω νά ταξιδέψεις στά πέλαγα, νά φτάσεις σέ μακρινά λιμάνια, νά κάνεις ὁδοιπορία, νά ξοδέψεις χρήματα, νά παλέψεις μέ τ’ ἄγρια κύματα. Ἀλλά τί; Νά πενθήσεις γιά τήν ἁμαρτία. Καί ἀπό ποῦ ξέρω, θά μέ ρωτήσεις πάλι, πώς, ἄν πενθήσω, σβήνω τήν ἁμαρτία; Ἔχεις καί γι’ αὐτό ἀπόδειξη ἀπό τή Γραφή.Ἦταν ἕνας βασιλιᾶς
πού λεγόταν Ἀχαάβ θέλησε νά πάρει τό ἀμπέλι κάποιου Ναβουθαί ἀπό τήν πόλη Ἰεζράελ, δίνοντάς του ὡς ἀντάλλαγμα ἄλλο ἀμπέλι ἤ χρήματα. Μά ὁ Ναβουθαί δέν τοῦ τό πουλοῦσε, γιατί ἦταν πατρική του κληρονομιά. Ὁ βασιλιᾶς ἀπό τή λύπη του δέν ἤθελε οὔτε νά φάει. Τότε ἡ βασίλισσα Ἰεζάβελ, ἡ ἀδιάντροπη καί μιαρή, τόν πλησίασε καί τοῦ εἶπε: «Γιατί στενοχωριέσαι καί δέν τρῶς;... Σήκω, φάε, σύνελθε. Ἐγώ θά σοῦ δώσω τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί» (Γ΄ Βασ. 20, 5, 7). Παίρνει, λοιπόν, καί γράφει στό ὄνομα τοῦ βασιλιᾶ μιάν ἐπιστολή σ’ ὅλους τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἰεζράελ, προστάζοντάς τους: «Κηρύξτε νηστεία καί παρουσιάστε ψευδομάρτυρες ἐναντίον τοῦ Ναβουθαί, πού νά ποῦν ὅτι βλαστήμησε τόν Θεό καί τόν βασιλιᾶ» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20, 10). Τί νηστεία ἦταν αὐτή! Νηστεία γεμάτη ἀνομία. Κήρυξαν νηστεία γιά νά κάνουν φόνο!Καί τί ἔγινε, λοιπόν; Λιθοβολήθηκε ὁ Ναβουθαί καί πέθανε. Σάν τό ‘μαθε ἡ Ἰεζάβελ, λέει στόν Ἀχαάβ: «Σήκω νά κληρονομήσεις τό ἀμπέλι τοῦ Ναβουθαί, γιατί δέν εἶναι πιά ζωντανός» (Γ΄ Βασ. 20, 15). Κι ἐκεῖνος, ἐνῶ στήν ἀρχή λυπήθηκε, ὕστερα πῆγε νά πάρει τό ἀμπέλι. Τότε ὁ Θεός τοῦ ἔστειλε τόν προφήτη Ἠλία, λέγοντας: «Πήγαινε καί πές στόν Ἀχαάβ: Ἐπειδή κληρονόμησες κάνοντας φονικό, γι’ αὐτό ὁ Κύριος λέει, ὅτι στόν τόπο, ὅπου τά γουρούνια καί τά σκυλιά ἔγλειψαν τό αἷμα τοῦ Ναβουθαί, ἐκεῖ θά γλείψουν καί τό δικό σου αἷμα· καί οἱ πόρνες θά λουστοῦν στό αἷμα σου» (Γ΄ Βασ. 20, 10). Θεόσταλτη ἡ ὀργή, τέλεια ἡ ἀπόφαση, πλήρης ἡ καταδίκη. Καί κοίτα ποῦ τόν στέλνει - στό ἀμπέλι· ὅπου διαπράχθηκε τό ἔγκλημα, ἐκεῖ καί ἐπιβάλλεται, ἡ τιμωρία. Καί ὅταν εἶδε ὁ Ἀχαάβ τόν προφήτη Ἠλία, τί εἶπε; «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου» (Γ΄ Βασ. 20, 20). Δηλαδή, ἔνοχος εἶμαι, γιατί ἁμάρτησα, καί μ’ ἔπιασες· τώρα ἔχεις τήν εὐκαιρία νά μέ περιφρονήσεις. «Μέ βρῆκες, ἐχθρέ μου». Γιατί ἐχθρός τοῦ Ἀχαάβ ὁ Ἠλίας; Γιατί ὁ προφήτης ἀσκοῦσε πάντα ἔλεγχο στόν βασιλιᾶ γιά τίς πράξεις του. «Σέ βρῆκα», τοῦ λέει. Καί τοῦ ἀναγγέλλει τή θεϊκή ἀπόφαση: «Νά τί λέει ὁ Κύριος: Ἐπειδή σκότωσες καί κληρονόμησες καί αἷμα ἀθώου ἔχυσες, θά χυθεῖ καί τό δικό σου αἷμα καί θά τό γλείψουν τά σκυλιά καί θά λουστοῦν σ’ αὐτό οἱ πόρνες».
Τ’ ἄκουσε ὁ βασιλιάς καί ταράχθηκε καί λυπήθηκε γιά τήν ἁμαρτία του. Συναισθάνθηκε τήν ἀδικία πού ἔκανε, κατανύχθηκε, ἔκλαψε, νήστεψε, ξέσκισε τόν χιτώνα του κι ἔβαλε σάκκο, σέ ἔνδειξη πένθους. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ἀκύρωσε τήν ἀπόφασή Του, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἀπολογήθηκε στόν Ἠλία, γιά νά μήν πάθει ὁ προφήτης ὅ,τι εἶχε πάθει ὁ Ἰωνᾶς.
Θυμάστε τί εἶχε γίνει μέ τόν Ἰωνᾶ; Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Σήκω καί πήγαινε στή Νινευῆ, τήν πόλη τή μεγάλη, καί κήρυξε ἐκεῖ... Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφεῖ» (Ἰων. 1, 2 + 3, 4). Ὁ Ἰωνᾶς, γνωρίζοντας τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, δέν ἤθελε νά πάει. Καί τί ἔκανε; Δοκίμασε νά ξεφύγει, γιατί σκέφτηκε: “Ἐγώ πάω νά κηρύξω· ὁ Θεός ὅμως, καθώς εἶναι σπλαχνικός, ἀλλάζει γνώμη καί δέν τούς τιμωρεῖ· καί τότε θά μέ θανατώσουν σάν ψευδοπροφήτη”. Κατέβηκε, λοιπόν, λέει ἡ Γραφή, ὁ Ἰωνάς στήν Ἰόππη, βρῆκε ἕνα πλοῖο, πού εἶχε προορισμό τή Θαρσίς, πλήρωσε τό ναῦλο του καί μπῆκε μέσα. (Ἰων. 1, 3).
Γιά ποῦ τό ΄βαλες Ἰωνᾶ; Σ’ ἄλλον τόπο πᾶς; Ἀλλά «τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ γῆ καί ὅλα ὅσα τή γεμίζουν» (Ψαλμ. 23,1). Στή θάλασσα; Ἀλλά «δική Του εἶναι ἡ θάλασσα καί Αὐτός τήν ἔφτιαξε» (Ψαλμ. 94, 5). Στόν οὐρανό; Ἀλλά δέν ἄκουσες τόν Δαβίδ πού λέει, «θά κοιτάξω τούς οὐρανούς, πού εἶναι καμωμένοι ἀπό τά δάχτυλά Σου» (Ψαλμ. 8, 4); Ὁ φόβος, ὡστόσο, τόν ἔκανε νά φύγει - ἔτσι νόμιζε· γιατί τό νά ξεφύγει κανείς πραγματικά ἀπό τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο.
Ὅταν, ὅμως, ἡ θάλασσα τόν ἔφερε πάλι στήν ξηρά, ἦρθε στή Νινευῆ καί κήρυξε: «Τρεῖς μέρες ἀκόμα, καί ἡ Νινευῆ θά καταστραφῆ» (Ἰων. 3, 4). Καί σάν εἶδε πώς πέρασαν τρεῖς μέρες καί τίποτα δέν ἔγινε ἀπ’ ὅσα ἀπείλησε ὁ Θεός, προσευχήθηκε, ἐκφράζοντάς Του παράπονο: «Κύριε, γι΄ αυτό ἀκριβῶς δέν θέλησα νά ὑπακούσω σ’ Ἐσένα, ὅταν ἤμουνα στή χώρα μου, γιατί ἤξερα πώς εἶσαι σπλαχνικός καί πονετικός, μακρόθυμος καί πολυέλεος, καί ἀνακαλεῖς τήν ἀπόφασή σου νά τιμωρήσεις τούς ἀνθρώπους γιά τίς κακίες τους» (Ἰων. 4, 2).
Γιά νά μήν πάθει, λοιπόν, καί ὁ Ἠλίας ὅ,τι ἔπαθε ὁ Ἰωνᾶς, ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε τήν αἰτία γιά τήν ὁποία συγχώρησε τόν Ἀχαάβ: «Εἶδες τή συντριβή τοῦ Ἀχαάβ μπροστά μου; Ὅσο, λοιπόν, ζεῖ, δέν θά στείλω τήν τιμωρία» (Γ΄ Βασ. 20, 29).
Ἄλλο καί τοῦτο! Ὁ κύριος γίνεται συνήγορος τοῦ δούλου. Ὁ Θεός ἀπολογεῖται σ’ ἕναν ἄνθρωπο γι’ ἄλλον ἄνθρωπο. Μή νομίζεις, τοῦ λέει πώς τόν συγχώρησα χωρίς λόγο. Ὄχι. Ἐπειδή ἄλλαξε τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἄλλαξα κι ἐγώ στάση ἀπέναντί του κι ἔδιωξα τήν ὀργή μου. Αὐτό δέν σημαίνει πώς ἐσύ θά θεωρηθεῖς ψευδοπροφήτης. Γιατί εἶπες τήν ἀλήθεια. Ἄν ἐκεῖνος δέν ἄλλαζε τρόπο ζωῆς, θά τόν τιμωροῦσα, ὅπως εἶχα ἀποφασίσει. Τώρα, ὅμως, πού πένθησε καί θρήνησε, τόν συγχωρῶ.
Βλέπεις πού τό πένθος σβήνει τίς ἁμαρτίες;
ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΧΟΥΝ ΣΥΛΛΕΧΘΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου