Γ´ Ἐθνικὴ Συνέλευση (Τροιζήνα 1827)
«Ἐλᾶτε μ᾿ ἕνα ζῆλο σ᾿ ἐτοῦτον τὸν καιρό, νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον ἐπάνω στὸν Σταυρόν».
Ῥήγας Βελεστινλῆς. Θούριος
«Χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη στὴ θρησχεία τους ἔθνη... δὲν ὑπάρχουν».
Μακρυγιάννης
«Τὴν ἐπανάστασιν ἐκίνησαν καὶ ἐνεψύχωσαν οἱ κληριχοί... ἄνευ τῶν ὁποίων ὁ λαὸς δὲν ἤθελε κινηθῆ...».
Ἐμμανουὴλ Ξάνθος
«Εἶναι καιρὸς... νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τὰ νέφη τὴν ἡμισέληνον καὶ νὰ ὑψώσωμεν τὸ σημεῖον, δι᾿ οὗ πάντοτε νικῶμεν, λέγω τὸν Σταυρόν, καὶ οὕτω νὰ ἐκδικήσωμεν τὴν πατρίδα καὶ τὴν ὀρθόδοξον ἡμῶν πίστιν ἀπὸ τὴν ἀσεβῆ τῶν ἀσεβῶν καταφρόνησιν».
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης
«Θαῦμα ἀκόμα μοῦ φαίνεται, τὸν σταυρό μου κάμω, πῶς πάντα τόσον ὀλίγοι ἀπὸ μᾶς ἐσκωτόνοντο! Ὁ Θεός, βέβαια, μᾶς προστάτευεε. Εἴμαστε τόσον ὀλίγοι, ὅπου ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἔκαμνε ἔλεος, εἰς ὀλίγον καιρὸ οὔτε ἕνας ἀπὸ μᾶς θὰ ἔμενε ζωντανός... Πόσα τουφέκια εἶχε τὸ Σούλι; Τὸ εἴπαμε, Χίλια ἁπάνω-κάτω. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἐπολεμήσαμε γιὰ τὴν πατρίδα καὶ ὁ Παντοδύναμος Θεὸς μᾶς ἐφύλαγε, μᾶς προστάτευε».
»Ὅταν ἥσυχος τώρα κάθομαι στὸν ἴσκιο, ἀπὸ κάτω ἀπὸ μίαν ἐλιὰ καὶ ἐνθυμοῦμαι ἐκείνους τοὺς καιρούς, ἀπορῶ πῶς μπορέσαμε ν᾿ ἀνθέξουμε, νὰ πολεμήσουμε τέτοιον ἐχθρό! Βέβαια, δὲν ἐστάθηκε μονάχα ἡ παλληκαριά, δὲν ἐστάθηκε ἡ ἀνδρεία τῶν Σουλιωτῶν, ἐστάθηκε ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ ὁποῦ μᾶς ἔκανε ἐκείνους ὁποῦ εἴμαστε. Ἐστάθηκε ἡ δύναμις τοῦ μεγάλου Θεοῦ, ἐστάθηκε τὸ θέλημά του, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ τὸ ἔθνος ἔπειτα ἀπὸ τόσα χρόνια σκλαβιᾶς. Ἔπρεπε ὅμως νὰ ὑποφέρουμε ἡμεῖς, ἔπρεπε νὰ πέσουν πολλοὶ μάρτυρες, ἔπρεπε νὰ ποτισθεῖ ἡ γῆ μὲ τὸ αἷμα τους διὰ τὸ καλὸ τοῦ κόσμου; Ἂς μὴν παραπονούμεθα λοιπόν. Τὸ Σούλι μας ἔμεινε εἰς τὴν σκλαβιάν... ναί, ἀλλὰ τὴν ὥραν τοῦ καλοῦ ἢ τοῦ κακοῦ ὁ Θεὸς μονάχα τὴ γνωρίζει...».
ὁ Σουλιώτης ἀγωνιστὴς Σ. Τζίπης
«Ἤτανε βέβαια ἀπ᾿ τὸ Θεὸ γραμμένο νὰ δράξομε τὰ ἄρματα μία μέρα καὶ νὰ χυθοῦμε κατεπάνω στοὺς τυράννους μας, ποὺ τόσα χρόνια ἀνελεήμονα μᾶς τυραγνεύουν. Τί τὴ θέλουμε, βρὲ ἀδέλφια, τούτη τὴν πολυπικραμένη τὴ ζωή, νὰ ζοῦμε ἀποκάτω στὴ σκλαβιὰ καὶ τὸ σπαθὶ τῶν Τούρκων ν᾿ ἀκονιέται εἰς τὰ κεφάλια μας; Δὲν τηρᾶτε ποὺ τίποτα δὲν μᾶς ἀπόμεινε; Οἱ ἐκκλησιές μας γινήκανε τζαμιὰ καὶ ἀχούρια τῶν Τούρκων. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πὼς τάχα ἔχει τίποτα ἐδικό του, γιατὶ τὸ ταχὺ βρίσκεται φτωχὸς σὰ διακονιάρης στὴ στράτα. Οἱ φαμελιές μας καὶ τὰ παιδιά μας εἶναι στὰ χέρια καὶ στὴ διάκριση τῶν Τούρκων. Τίποτα, ἀδέρφια, δὲ μᾶς ἔμεινε. Δὲν εἶναι πρέπον νὰ σταυρώσουμε τὰ χέρια καὶ νὰ τηρᾶμε τὸν οὐρανό. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε χέρια, γνώση καὶ νοῦ. Ἂς ρωτήσουμε τὴν καρδιά μας καὶ ὅ,τι μᾶς ἀπανταχαίνει, ἂς τὸ βάλομεν γρήγορα σὲ πράξη καὶ ἂς εἴμεθα, ἀδέλφια, βέβαιοι, πὼς ὁ Χριστός μας, ὁ πολυαγαπημένος, θὰ βάλει τὸ χέρι ἀπάνω μας».
Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος
Γενναιότατε στρατηγέ,
«...Ἰδοὺ ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν ὡς ἐπάταξεν ἔθνη πολλὰ καὶ ἀπέκτεινε βασιλεῖς κραταιούς· Ὁ Παντοκράτωρ Θεὸς δὲν μᾶς ἀφήνει εἰς τὴν διάκρισιν τοῦ ἐχθροῦ. Ὄχι, ὄχι βέβαια, ἀλλὰ εἶναι σύμμαχός μας κατὰ πάντα, καθὼς ἐμπράκτως, πολλάκις τὸ εἴδομεν καὶ ἄμποτε εἰς τὸ ἑξῆς διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ἐνεργείας καὶ γενναιότητός σας ν᾿ ἀφανισθῇ ὁ ἐχθρὸς ἐξ ὁλοκλήρου. Εἴθε γένοιτο, γένοιτο...»
Ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, πρὸς τὸν Θ. Κολοκοτρώνη μετὰ τὸν θρίαμβο στὰ Δερβενάκια
«Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος, δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή του».
«Καὶ ὅταν ὁ δίκαιος Θεός μᾶς βοηθάει ποιὸς ἐχθρὸς μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει καλά;».
«...Γιὰ νὰ ἰσάσετε τὴν πατρίδα, πρέπει νὰ ἔχετε θεμέλια τῆς πολιτείας, τὴν Ὁμόνοια, τὴν Θρησκεία καὶ τὴν Φρόνιμη Ἐλευθερία»... «καὶ μὴ στηρίζεστε στοὺς ξένους, ἀλλὰ στὸν ἑαυτό σας καὶ στὸν Θεό».
Θ. Κολοκοτρώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου