Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου
Στὶς μέρες μας ἐπικρατεῖ μεγάλη ἀναστάτωση σὲ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ καθημερινὰ εἴμαστε μάρτυρες ἄτεγκτων πολιτικῶν, οἰκονομικῶν, πολεμικῶν κι ἄλλων ἀποφάσεων, ποὺ λαμβάνονται ἀπὸ διάφορα κέντρα ἐξουσίας, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν ἑκατομμύρια ἀνθρώπους στὴν
Ὅλο αὐτὸ τὸ ἀνασφαλὲς κι ἀγωνιῶδες κλῖμα, ὄχι μόνο τὸ εἰσπράττουμε, ἀλλὰ καὶ τὸ βλέπουμε ζωγραφισμένο στὰ πρόσωπα πολλῶν συμπατριωτῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦν νὰ ἀντεπεξέλθουν κάτω ἀπὸ τὶς σημερινὲς πολὺ δύσκολες οἰκονομικὲς καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες, ποὺ ἔχουν διαμορφωθεῖ στὸ νησί μας.
Εἶναι ὁλοφάνερο πιά, ὅτι καλούμαστε νὰ ζήσουμε περισσότερο λιτά, περισσότερο μετρημένα καὶ προσγειωμένα καὶ μὲ σωστότερη ἱεράρχηση τῶν προτεραιοτήτων μας. Ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα, ἐπενδύσαμε πάρα πολὺ στὸν εὔκολο τρόπο ζωῆς ποὺ εἴχαμε μέχρι πρόσφατα, χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ὅλα αὐτὰ μιὰ μέρα μπορεῖ νὰ καταρρεύσουν, κι ἀπὸ πλούσιοι νὰ γίνουμε φτωχοὶ καὶ νὰ πεινάσουμε, ὅπως τὸ ἀκοῦμε νὰ ψάλλεται στὴν ἐκκλησία σὲ ἦχο βαρὺ στὸν Ἑσπερινό, τὸν στίχο δηλ. ἀπὸ τὸν 33ο Ψαλμὸ τοῦ βασιλέα Δαβίδ: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ». Δηλαδή, δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀσυνήθιστο στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου οἱ πλούσιοι νὰ φτωχαίνουν· καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ δὲν εἶναι ἐκτὸς πραγματικότητας, μᾶς λέει: «Ἐνῶ οἱ πλούσιοι φτωχαίνουν καὶ πεινοῦν, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἔγνοια καὶ πρῶτο τους μέλημα ν’ ἀναζητοῦν τὸν Κύριο, τὸν Θεὸ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, δὲν θὰ ἐλαττωθοῦν κανενὸς ἀγαθοῦ. Τίποτα, δηλαδή, δὲν θὰ τοὺς λείψει.» Οἱ μὲν πρῶτοι, ποὺ ὁ νοῦς τους προσκολλᾶται στὴ σύγχρονη εἰδωλολατρία τοῦ χρήματος καὶ τὴν ψεύτικη χαρὰ ποὺ προσφέρει, πέφτουν καὶ δὲν ἔχουν νὰ πιαστοῦν ἀπὸ πουθενά. Ἐνῶ οἱ δεύτεροι, ποὺ ἔχουν ἔγνοια τὸν Κύριο, πλουτίζουν. Διότι ὁ Θεὸς προνοεῖ γι’ αὐτούς, προτοῦ οἱ ἴδιοι σκεφτοῦν. Κι αὐτὸ ἰσχύει πάντοτε! Καὶ πολλὲς φορὲς μέσα στὴ ζωή μας εἴμαστε μάρτυρες τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς κρατᾶ μὲ τὰ λίγα, τὰ ἐλάχιστα.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐγκλωβιστεῖ στὴ λογικὴ τοῦ σύγχρονου τρόπου ζωῆς, γιὰ συνεχὴ μέριμνα καὶ φροντίδα μόνο, μὲ στόχο τὴν ἰκανοποίηση τῆς ματαιοδοξίας καὶ τῆς καλοπέρασής του, δὲν συνειδητοποιεῖ εὔκολα, ὅτι ὅλη αὐτὴ ἡ δραστηριότητα τὸν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὰ οὐσιώδη τῆς ζωῆς καὶ τὸν μετατρέπει σὲ μανιώδη καταναλωτὴ τοῦ τώρα, σπρώχνοντάς τον σ’ ἕνα ἀνεξέλεγκτο κυνήγι ἐπιθυμιῶν κι ἀπολαύσεων, ποὺ κορεσμὸ δὲν ἔχουν. Αὐτὴ ἡ στάση ζωῆς συνιστᾶ ἠθικὴ κατάπτωση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, ἐπειδὴ μέσῳ της γίνεται δοῦλος τῶν ἐπιθυμιῶν του, καὶ δυσκολεύεται πάρα πολὺ νὰ ἐφαρμόσει στὴ ζωή του τὶς κύριες ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου, τὶς ἐντολὲς τῆς διπλῆς ἀγάπης, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.»
Εἶναι σημαντικὸ νὰ δημιουργήσουμε, σὲ συνεργασία μὲ τὸν Χριστό, ἕνα νοῦ, ποὺ νὰ ἐξετάζει συνεχῶς τὴν ποιότητα τῶν αἰσθημάτων, τῶν ἐπιθυμιῶν καὶ τῶν λογισμῶν μας. Νὰ ἔχουμε στὸ μυαλό μας αὐτό, ποὺ λέει μία προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ Ἀπόδειπνο: «Καὶ δώρησαι ἡμῖν, ὁ Θεός, γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν…».
Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγὴ τῆς καλλιέργειας τοῦ νοῦ, οὕτως ὥστε νὰ μάθει πρῶτα καὶ κύρια νὰ μετανοεῖ καθημερινά. Ν’ ἀρχίσει νὰ ἐλέγχει τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς σκέψεις του, τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰ πάθη του. Γιατί, στὸ μέτρο ποὺ ταπεινώνει τὸν νοῦ του ὁ ἄνθρωπος, τοῦ δωρίζεται καὶ τὸ χάρισμα νὰ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ ν’ ἀξιολογεῖ τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεό καὶ τὸν συνάνθρωπό του, μὲ τρόπο πνευματικὸ καὶ ταπεινό, χωρὶς ταπεινολογίες, αὐταρέσκεια κι ἐγωισμό.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἔλεγε: «Μπορεῖ κάποιος νὰ μιλάει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ εἶναι ὑπερήφανος, κι ἄλλος νὰ μιλάει γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ νὰ εἶναι ταπεινός. Νὰ εἴμαστε ταπεινοί, ἀλλὰ νὰ μὴν ταπεινολογοῦμε. Ἡ ταπεινολογία εἶναι παγίδα τοῦ διαβόλου, ποὺ φέρνει τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀδράνεια, ἐνῶ ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση φέρνει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.»1
Κι ὁ μακαριστὸς Γέροντας Εὐμένιος, μὲ τὴ σειρά του, ἔλεγε: «Νὰ βλέπουμε τὰ προτερήματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καὶ νὰ βλέπουμε τὰ ἐλαττώματα τὰ δικά μας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νιώθει τὰ ἁμαρτήματά του, εἶναι πιὸ καλά· ὅταν νομίζει ὅτι ἔχει ἀρετές, δὲν εἶναι καλά.»²
Αὐτό, ποὺ λένε αὐτοὶ οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, πρέπει νὰ τὸ προσέξουμε πολύ, ἐπειδὴ ὅλοι μας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, κινδυνεύουμε ἀπὸ τὴν ταπεινολογία, ἡ ὁποία μᾶς παρασέρνει καὶ μᾶς κάνει πολλὲς φορὲς νὰ νομίζουμε ὅτι ἐμᾶς δὲν μᾶς ἀφοροῦν οἱ ἁμαρτίες, ποὺ βλέπουμε πάνω σὲ ἄλλους ἀνθρώπους, διότι τὶς ἔχουμε τάχα ξεπεράσει ἢ ἐλέγξει! Ἔχει μεγάλη σημασία ἡ αὐτοκριτική, νὰ κρίνουμε τὸν ἑαυτό μας, κι ὄχι τοὺς ἄλλους.Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχουμε, θὰ πρέπει νὰ ζητᾶμε εἰλικρινὰ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώσει ἁπλότητα, ταπείνωση καὶ μετάνοια, ἀλλὰ καὶ συντριβὴ γιὰ τὰ λάθη μας. Διότι μόνο ἂν ὑπάρχει πόνος γιὰ μιὰ ἁμαρτία ποὺ κάνουμε, σιγὰ σιγὰ θὰ ἔρθει ἡ ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δώσει τὴ δύναμη νὰ τὴ διαχειριστοῦμε, νὰ τὴν ἐλαττώσουμε καὶ νὰ τὴ σταματήσουμε. Ἐὰν δὲν ὑπάρχει πόνος, θὰ πέφτουμε ὅλο καὶ πιὸ χαμηλά, μέχρις ὅτου ἔλθουμε σὲ συναίσθηση. Κι αὐτὸς εἶναι ἕνας τρόπος ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἴσως καὶ ποῦμε τὸ ἥμαρτον, γιατὶ χωρὶς μετάνοια, δὲν ὑπάρχει ἁγιασμός. Δὲν μετανοοῦμε γιὰ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἢ ἠθικότεροι ἄνθρωποι, αὐτὸ εἶναι εὐσεβισμός. Μετανοοῦμε γιατὶ ἀνήκουμε στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι ἅγιο.
«Ἡ ἀληθινὴ μετάνοια», ἔλεγε ὁ Γέρoντας Πορφύριος,«θὰ φέρει τὸν ἁγιασμό. Δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο πρᾶγμα ἀπ’ αὐτό, ποὺ λέγεται μετάνοια καὶ ἐξομολόγηση. Αὐτὸ τὸ Μυστήριο εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ κάνει τὸ πᾶν. Μπορεῖ νὰ μεταχειριστεῖ κάτι –μιὰ ἀσθένεια ἢ κάτι ἄλλο, ἐξαρτᾶται-γιὰ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ μετάνοια. Ἁπλὰ καὶ ἁπαλὰ ἐμεῖς θὰ κάνουμε μία κίνηση πρὸς τὸν Θεό, κι ἀπὸ ᾽κεῖ καὶ πέρα ἔρχεται ἡ χάρις. Δὲν μποροῦμε νὰ μετανοήσουμε, ἂν ὁ Κύριος δὲν μᾶς δώσει μετάνοια. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὰ πάντα. Δηλαδὴ ἰσχύει τὸ Γραφικό, αὐτό, ποὺ λέγει ὁ Χριστός μας στὸ Εὐαγγέλιο: ‘‘Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν’’. Ἂν δὲν ὑπάρχουν προϋποθέσεις, γιὰ νὰ ἐγκύψει μέσα μας ὁ Χριστός, μετάνοια δὲν ἔρχεται. Οἱ προϋποθέσεις εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη, ἡ προσευχή, ὁ κόπος γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἂν δὲν εἶναι τὸ συναίσθημα ἁγνό, ἂν δὲν ὑπάρχει ἁπλότητα, ἂν ἡ ψυχὴ ἔχει ἰδιοτέλεια, δὲν ἔρχεται ἡ θεία Χάρις. Συμβαίνει τότε νὰ πηγαίνουμε νὰ ἐξομολογούμαστε, ἀλλά νὰ μὴν αἰσθανόμαστε ἀνακούφιση. Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινὴ θὰ φέρει τὸν ἁγιασμό. Ἡ μετάνοια μᾶς ἁγιάζει.»³
Τὸ μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ μετάνοια. Ἡ μετάνοια εἶναι ἐντολὴ τοῦ Προδρόμου ἀρχικά, καί, προπάντων, τοῦ Κυρίου. Ἡ παρακίνηση σὲ μετάνοια ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ Κύριός μας, καὶ μαζὶ ὁ τίμιος Πρόδρομος, μᾶς λένε δύο χιλιάδες χρόνια τώρα: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ἡ «Βασιλεία τῶν Ουρανῶν», ποὺ ἔφτασε, εἶναι ἡ λυτρωτικὴ παρουσία τοῦ Θεανθρώπου στὴ γῆ, καὶ ποὺ βιώνεται κατεξοχὴν στὴ Θεία Λειτουργία, τὴν «εὐλογημένη βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Προσωπικά, παρακαλῶ τὸν μεγάλο δάσκαλο τῆς μετανοίας: «Βαπτιστὰ τοῦ Χριστοῦ, δίδαξόν με τὴν μετάνοιαν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.»
Ἄρα, θὰ πρέπει νὰ νοιαζόμαστε, γιὰ τὸ πότε θὰ ἀρχίσει ἡ συντριβὴ τῆς ψυχῆς μας, ἡ ἐπίγνωση κι ὁ πόνος, οὕτως ὥστε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ ἄρχίσει νὰ φωτίζει τὶς σκοτεινὲς σπηλιὲς τῆς καρδίας μας. Ἡ μετάνοια ἀφορᾶ ὅλους, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ τάξεις καὶ ἰδιότητες, ἀλλὰ μαθαίνει σὲ ὅλους νὰ μετανοοῦν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἡ ζωντανὴ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία φανερώνει μέχρι τὶς μέρες μας.
Προσέξτε ὅμως, τί λένε οἱ ἅγιοί μας: Ὁ ἄνθρωπος μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῶν Μυστηρίων της, μπορεῖ νὰ μάθει νὰ μετανοεῖ. Ἡ Ἐκκλησία σιγὰ σιγὰ μαθαίνει τὸν πιστὸ νὰ εἶναι σὲ ἐγρήγορση, νὰ συγχωρεῖ, καὶ στὰ ὕστερα τοῦ βίου του μαθαίνει καὶ τὴν ἀγάπη. Νὰ μὴν λέμε μεγάλα λόγια, ὅπως λ.χ. νομίζαμε στὰ παιδικά μας χρόνια, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ καρδούλα. Ὄχι, ἡ ἀγάπη εἶναι πολλὴ ὑπομονή, εἶναι πολλὴ προσευχή, εἶναι πολλὴ ἐγρήγορση. Ἡ ἀγάπη εἶναι πολλὴ μετάνοια γιὰ τὰ προσωπικά μας λάθη κι ἀνοχὴ γιὰ τὰ λάθη τοῦ διπλανοῦ μας, τοῦ πλησίον μου, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Κι ὅλα αὐτὰ ἔρχονται νὰ μᾶς τὰ διδάξουν οἱ ἱερὲς Ἀκολουθίες καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἑπομένως, θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζει, τί εἴδους μετάνοια ἔχουμε. Πῶς καλλιεργοῦμε τὸν νοῦ μας; Πόσο ἐκκλησιαστικοὶ ἄνθρωποι εἴμαστε; Πόσο συγχωροῦμε; Πῶς κοινωνοῦμε; Πῶς ἐπικοινωνοῦμε μὲ τὸν Θεό, τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν ἑαυτό μας;
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βάζει αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα, κι ἀγωνίζεται νὰ ἔχει μία ἐνσυνείδητη πνευματικὴ ζωὴ ἐν μετανοίᾳ, τότε ὁ νοῦς του ἀρχίζει νὰ καθαρίζει. Κι ὅταν καθαρίσει ὁ νοῦς, καθαρίζει καὶ ἡ καρδία, ποὺ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ νοῦ, κατὰ τοὺς Πατέρες. Καὶ τότε φωτίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὕστερα, σιγὰ σιγὰ ἁγιάζεται. Ἔτσι φωτίσθηκαν, ἔτσι ἁγιάσθηκαν τόσοι καὶ τόσοι ἄνθρωποι!
Καμμιὰ φορὰ νομίζουμε, ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι κάτι πολὺ μακρινό, ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ, ποὺ δὲν κατορθώνεται στὴν ἐποχή μας. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, ἀνάμεσά μας, ὑπάρχουν ἅγιοι ἄνθρωποι, μὲ φῶς, μὲ καθαρότητα, μὲ προσευχὴ δυνατή. Εἶναι αὐτοί, ποὺ κρατοῦν τὴν Κύπρο, αὐτοί, ποὺ κρατοῦν τὸν κόσμο! Εἶναι αὐτοί, ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσουν. Οὔτε πολιτικοί, οὔτε οἰκονομολόγοι! Ἄς μὴν ἐπενδύουμε πολλὰ στὶς ἀνθρώπινές μας δυνάμεις, ἀλλὰ σ’ Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ αἰώνιος Πατέρας τῆς κτίσης ὅλης. Στὸν Πατέρα τῶν Φώτων, στὸν Τριαδικὸ Θεό μας, νὰ ἐπενδύουμε, νὰ ἀποθέτουμε ὅλες τὶς ἐλπίδες μας. Νὰ λέμε στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῆς προσευχῆς μας: «Δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός. Τριὰς Ἁγία, δόξα σοι. Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· Τριὰς Ἁγία, δόξα σοι!»
Ἔχω γνωρίσει στὸ νησί μας εὐρύτερα, ἀλλὰ καὶ στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρειά μας εἰδικώτερα, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ποὺ χρόνια τώρα μετανοοῦν ἀληθινὰ καὶ προσεύχονται. Ἔγγαμοι ἄνθρωποι μὲ παιδιά, κι ἄλλοι μὲ ἐγγόνια, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μεγάλη μετάνοια, ταπείνωση κι ἁπλότητα, ποὺ πορεύονται ἔτσι ἕνα δρομολόγιο πρὸς τὴν ἁγιότητα μὲ δορυφόρο! Ἄνθρωποι ἀφανεῖς, ποὺ καθημερινὰ σηκώνονται προτοῦ ξημερώσει καὶ προσεύχονται. Κι ὅταν ρώτησα μερικούς, ποιό τυπικό, ποιά τάξη προσευχῆς ἔχουν, ὅλοι μοῦ ἀπάντησαν ὅτι, ἀφοῦ ποῦν τὶς διατεταγμένες προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας, κάνουν λίγο κομποσχοίνι, καὶ μετὰ ἀνοίγουν τὴν καρδιά τους κι ἀρχίζουν νὰ μιλοῦν στὸν Θεὸ σὲ πρῶτο πρόσωπο. Προσεύχονται γιὰ τὴν οἰκογένειά τους, τοὺς συγγενεῖς τους, τοὺς γείτονες τους, γιὰ ὅσους ἀντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα, γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τὸ ἀφεντικό τους, τοὺς συγχωριανούς τους, τοὺς ἄνθρώπους ποὺ δυσκολεύονται οἱ ἴδιοι νὰ ἀνεχτοῦν καὶ νὰ ἀγαπήσουν! Κι αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἄλλους.
Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουμε μάθει ν’ ἀναλύουμε ὅ,τι μᾶς συμβαίνει καὶ νὰ αἰτιολογοῦμε τὰ λάθη μας, λέγοντας φταίει ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος, φταίει ὁ ἀδελφός μου, ὁ Πνευματικός μου, ὁ Γέροντάς μου, ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα μου ποὺ ἦταν δύσκολοι ἄνθρωποι, ὁ ἄντρας μου, ἡ γυναίκα μου κι ἀρχίζουμε τοὺς γογγυσμούς, τὶς δικαιολογίες, τὶς γκρίνιες, τὰ μικροπαράπονα, τὶς ζήλειες, τὶς συγκρίσεις καὶ μπερδεύουμε τόσο πολὺ τὴν ψυχή μας, γιὰ νὰ καταφύγουμε τελικὰ στὴν αὐτοδικαίωση, τὴν κοιτίδα τῆς ἀμετανοησίας. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄνθρωποι, πού, ὄχι μόνο καλλιεργοῦν τὴν αὐτομεμψία, τὸ νὰ κατηγοροῦν δηλ. τὸν ἑαυτό τους καὶ μόνο, ἀλλὰ καὶ ποὺ μὲ ἀγάπη δικαιολογοῦν τὰ σφάλματα καὶ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μετανοοῦν πραγματικά, γιατὶ κατάφεραν νὰ ἐντοπίσουν αὐτό, ποὺ κατὰ βάθος τοὺς ἐνοχλεῖ, τὸ κυριώτερο πάθος τους, καὶ νὰ τὸ κάνουν καθημερινὴ προσευχή. Κατάφεραν νὰ ἔχουν προσωπικὴ σχέση μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ μιλοῦν μαζί Του, ὅπως μιλοῦν μ’ ἕνα φίλο τους. Καθαρὰ καὶ συγκεκριμένα, χωρὶς γενικότητες, ἀοριστολογίες καὶ πολύπλοκες σκέψεις. Κάτι, ποὺ ὅλοι μας, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, πρέπει νὰ κάνουμε. Δηλαδή, νὰ μιλᾶμε καθημερινὰ στὸν Θεό, κι ὄχι ὅταν βρεθοῦμε σὲ ἀδιέξοδο, ὅταν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ὑγεία ἢ χρήματα, κι ἄμα γίνει καὶ κανένα θαῦμα, τότε νὰ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας δίκαιους καὶ νὰ τὸ λέμε σὲ ὅλους. Αὐτὸ δὲν εἶναι μετάνοια, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρχίζει νὰ γεύεται τὴ μετάνοια, νιώθει ὅτι εἶναι ἕνα τίποτα καὶ δὲν ἐπιδιώκει τίποτα ἄλλο, παρὰ μόνο τὴ συγχώρεση καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!
Εἶναι πολὺ σημαντικό, νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μετάνοια, ταπείνωση κι ἁπλότητα. Κι ὅταν μᾶς δωρηθεῖ ἡ μετάνοια, καλὸ εἶναι νὰ βροῦμε ἕναν ἔμπειρο πνευματικὰ ἱερέα ἢ καὶ λαϊκό, ποὺ ζεῖ τὴ μετάνοια, γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε ἀπὸ αὐτόν. Ἴσως νὰ ἀκούγεται τολμηρό, ἀλλὰ εἶναι μιὰ μεγάλη ἀλήθεια μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας: Ἄλλο ὁ Ἐξομολόγος, κι ἄλλο ὁ Πνευματικός! Ὁ Ἐξομολόγος εἶναι ὁ ἱερέας, ποὺ ἐξομολογεῖ, κι ἔχουμε πολλοὺς Ἐξομολόγους, ἀλλὰ λίγους Πνευματικούς. Τὸ ἰδανικότερο θὰ ἤτανε, ὁ Ἐξομολόγος νὰ εἶναι καὶ Πνευματικός, νὰ ἔχει δηλαδὴ τὴ δωρεὰ τῆς μετάνοιας ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεό μας, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ καθοδηγεῖ σωστὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ μετανοεῖ. Ἑπομένως, ὅλοι μας, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε αὐτὴ τὴν καλὴ ἀγωνία καὶ τὴ διάθεση, νὰ παρακαλοῦμε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, λέγοντάς Του: «Βασιλεῦ Οὐράνιε, στεῖλε μου ἕναν ἄνθρωπο, νὰ μὲ καθοδηγήσει, νὰ μοῦ γνωρίσει τὴ μετάνοια, νὰ τοῦ καταθέσω τὴν ἀπειρία μου, τὴν ἀναπηρία μου…».
Ἀλλά, κι ἐμεῖς, οἱ Ἐξομολόγοι, θὰ πρέπει νὰ δίνουμε ἰδιαίτερη σημασία στὴ μετάνοια καὶ νὰ θυμόμαστε αὐτό, ποὺ ὁ Κύριος εἷπε μόλις ἐμφανίστηκε ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, χορηγῶντας σ᾽αὐτοὺς τὴν ἐξουσία νὰ συγχωροῦν τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. Ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφιένται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰωάν.20, 22). Δηλαδή, ὅποιων ἀνθρώπων συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες, θὰ εἶναι συγχωρεμένες. Ἐκείνων, ὅμως, ποὺ δὲν θὰ συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες, διότι διακρίνατε νὰ μὴν ἔχουν εἰλικρινὴ μετάνοια, θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες κι ἄλυτες.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ οἱ Ἐξομολόγοι νὰ ζητᾶνε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς βοηθήσει νὰ διακρίνουν, ἂν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βρίσκεται ἐνώπιόν τους, ἔχει μετάνοια. Γιατί, διαφορετικά, δὲν καθοδηγοῦμε σωστὰ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τὸ νὰ διαβάζουμε σὲ ὅλους ἀδιάκριτα τὴ συγχωρητικὴ εὐχή. Δὲν τοὺς ὁδηγοῦμε σὲ ἐπίγνωση μετανοίας καὶ πραγματικῆς συνειδητοποίησης τῆς ἁμαρτίας τους. Πρέπει νὰ καταλάβουμε, ὅτι ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη ἀπέναντι στοὺς ἄνθρώπους, ποὺ ἔρχονται σ᾽ἐμᾶς γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ μετανοήσουν. Χρειάζεται νὰ ἔχουμε προσωπικὴ μετάνοια, κι ὅταν ἐξομολογοῦμε, νὰ λέμε τοῦ Χριστοῦ μας, «φώτισέ με, τί νὰ πῶ σ᾽αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο».
Ἀναμφίβολα, ἡ οἰκονομικὴ κρίση θὰ δημιουργήσει μεγάλους πειρασμούς, ὄχι μόνο στοὺς λαϊκούς, ἀλλὰ καὶ σ᾽ἐμᾶς τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς κληρικούς. Ἐπαφίεται στὸν καθένα μας, νὰ ἀξιοποιήσει αὐτὴ τὴν κρίση, καὶ νὰ ἐντείνει τὸν πνευματικό του ἀγῶνα, μὲ μετάνοια καὶ προσευχή. Γιατὶ στὴν οὐσία, κάθε γεγονός, ποὺ δημιουργεῖ στὸν ἄνθρωπο ἀγωνία καὶ ἀνασφάλεια γιὰ τὸ μέλλον του, τὸν φέρνει ἀντιμέτωπο μὲ τὴν πίστη του. Ὅσο μεγαλύτερο εἶναι τὸ βίωμα τῆς ἀνασφάλειας καὶ τῆς ἀβεβαιότητας, ἄλλο τόσο εἶναι ἐλλειμματικὴ ἡ πίστη του. Ἂν νιώσουμε μέσα μας ὀλιγοπιστία, ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό, αὐτὸ εἶναι μιὰ μεγάλη εὐκαιρία νὰ τὴν ἁρπάξουμε καὶ νὰ τὴν καταθέσουμε ὡς μετάνοια, ζητῶντας ἀπὸ τὸν Κύριο καθημερινά, νὰ ἐνδυναμώσει τὴν πίστη μας πρὸς Αὐτόν. Κάθε ἐμπόδιο, ποὺ συναντᾶμε στὴ ζωή, εἶναι μιὰ εὐκαιρία γιὰ δοκιμασία τῆς πίστης καὶ τῆς πνευματικῆς ἀνδρείας μας. Οἱ δοκιμασίες μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία, νὰ ἀποβάλουμε τὴν ντροπὴ ἀπὸ πάνω μας, καὶ μὲ γενναιότητα νὰ σταθοῦμε ἀπέναντι στὸ πάθος ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ, ψάχνοντας μὲ εἰλικρίνεια, ποιές πνευματικές ἐλλείψεις ἔχουμε κάθε φορά, ποὺ στὴ ζωή μας ἔρχεται μιὰ δυσκολία.
Τώρα ὁ Θεὸς θέλει νὰ βροῦμε τὸ πνευματικὸ ἀνάστημα, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ σταθοῦμε ἀπέναντι σ᾽αὐτὴ τὴν ἐπιβαλλόμενη φτώχεια. Εἰδικώτερα ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς, θὰ πρέπει νὰ δώσουμε αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ζώσας πίστης καὶ ἐν μετανοίᾳ ἐλπίδας στοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ὁ κόσμος νιώθει ὅτι ὅλοι τὸν ἔχουν διαψεύσει, κι ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ζητᾶ μόνο τρόφιμα καὶ συσσίτια, ἀλλά, κυρίως, ἕνα λόγο βαθύτερο, λόγο μετανοίας, πίστης κι ἐλπίδας. Νὰ προσέξουμε μὴν καταντήσει ἡ Ἐκκλησία Γραφεῖο Εὐημερίας, παρέχοντας στὸν κόσμο μόνο ὑλικὰ ἀγαθά. Τὸ κυριώτερο, ποὺ ἔχουμε νὰ δώσουμε στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία, καὶ τὸ νὰ μάθει νὰ μετανοεῖ, τόσο σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο, ὅσο καὶ σὲ συλλογικὸ καὶ ἐθνικό. Γιατί, ἡ προσωπικὴ μετάνοια ὠφελεῖ τὴν ἐθνικὴ μετάνοια καὶ ἡ ἐθνικὴ ἐμπνέει τὴν προσωπική. Καὶ γιὰ τὸ σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων ἔρχονται μεγάλες μέρες δοκιμασίας, ἀλλὰ καὶ δόξας καὶ μετάδοσης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας στὴν Οἰκουμένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου