Πρόκειται γιά τόν γέροντα Ἐφραίμ τόν Φιλοθεΐτη ἤ Ἀριζονίτη. Δέν χρειάζεται νά πῶ βιογραφικά πράγματα, τά εἴπατε πολύ ὡραῖα, Σεβασμιώτατε, καί τόν σκιαγραφήσατε. Ἐγώ θά πῶ γιά μερικές ἐμπειρίες πού εἶχα μαζί του ἔτσι ὥστε κάποια στιγμή ὅλα αὐτά νά συγκεντρωθοῦν καί νά γραφεῖ τό συναξάρι του.
Ὁ γέρων Ἐφραίμ ἀνήκει στήν σύγχρονη χορεία ὁσίων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν δύο χαρακτηριστικά. Τό ἕνα εἶναι ὅτι δέν ἔχουν ἰδιαίτερη ἐγκύκλια μόρφωση, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ ὅσιος Παΐσιος πῆγε μέχρι τήν τετάρτη δημοτικοῦ, ὁ ὅσιος Πορφύριος μέχρι τήν πρώτη, (ἐννιά χρονῶν δούλευε σέ κάποιο μπακάλικο στόν Πειραιᾶ), ὁ ὅσιος Ἰάκωβος Τσαλίκης, παλαιότεροι ἀθωνῖτες ἅγιοι ὅπως ὁ ἅγιος Σιλουανός. Δέν εἶχαν, λοιπόν, πρῶτον ἰδιαίτερη μόρφωση ἐγκύκλια.
Καί δεύτερον, ἡ πνευματική τους ζωή εἶναι καρπός τῆς εὐχῆς. Ἄν κάποιος γνώρισε τόν γέροντα Ἐφραίμ καί ὠφελήθηκε, εἶναι γιατί ὠφελήθηκε στό θέμα τῆς προσευχῆς, τῆς εὐχῆς. Εἶδε τήν ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεστε», νά οὐσιώνεται ἐπάνω στό πρόσωπο αὐτῆς τῆς ἁγιωτάτης μορφῆς.
Ἐγώ, βρέθηκα στήν Ἀμερική τό 1985 καί ἔφυγα τό 2010, (κάθησα 25 χρόνια ἐκεῖ, ἐμόνασα ἀπό τό 1990), τόν γνώρισα καί ὡς λαϊκός καί ἐξομολογήθηκα. Δέν εἶχε ἀκόμα μοναστήρια στήν Νέα Ὑόρκη, καί ὑπέκειτο ἄγριο διωγμό. Συζητιόταν τότε πώς νά τόν διώξουν ἀπό τήν Ἀμερική. Καί μία γιαγιά, ἡ γιαγιά Ἀγγελική, πού κοιμήθηκε πρίν ἀπό δύο μῆνες στά Ἰωάννινα, καί πού εἶχε πάρα πολλές ἐπιστολές ἰδιόχειρες τοῦ γέροντος, ἔγραψε ἕνα γράμμα στήν ἐφημερίδα τῆς ὁμογένειας, στόν 4 Ἐθνικό Κήρυκα στήν Νέα Ὑόρκη καί εἶπε: Γιατί θέλετε νά διώξετε αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο; Ἔκανε τίποτε κακό; Μόνο ἐξομολογεῖ. Καλό ἔκανε στήν ἐκκλησία, κακό δέν ἔκανε. Ὁ Ἐθνικός Κήρυκας δημοσίευσε τήν ἐπιστολή τῆς γιαγιᾶς Ἀγγελικῆς καί μέ ἕναν τρόπο ἀλλοιώθηκε λίγο ὁ διωγμός, αὐτό τό αἴτημα νά φύγει ἀπό τήν κοινωνία.
Ἐξομολογοῦσε τότε στόν ἱερό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό Φλάσινγκ στήν Νέα Ὑόρκη, ἴσως τήν μεγαλύτερη, Σεβασμιώτατε, ἐνορία στήν Ἀμερική μέ 8 ἐφημερίους. Καί ἐπήγαινε ἐκεῖ νωρίς τό πρωί 8 μέ 9 καί ἔφευγε στίς 11 τό βράδι. Ἔμενε στό σπίτι τοῦ Ὀδυσσέα Σκούντζου στό Μπρούκλιν. Τόν πήγαινε τό πρωί στήν ἐκκλησία καί τόν περίμενε μέχρι νά τελειώσει. Καί μετά τοῦ ἔλεγε, Ὀδυσσέα, πήγαινέ με μία βόλτα στήν Νέα Ὑόρκη, καί γιά μισή ὥρα τόν γύριζε. Δέν ξέρουμε τί ἔκανε, προφανῶς ἤθελε νά προσευχηθεῖ. Ἡ Ἐλευθερία Σκούντζου δέν ἔχει ἀφήσει κανέναν νά κοιμηθεῖ στό κρεβάτι πού κοιμόταν ὁ γέροντας. Ὅπως ἦταν στρωμένο τότε, τό κρατάει σέ ἐνθύμηση τῆς μεγάλης εὐλογίας πού εἶχε τό σπίτι της νά μείνει ἐκεῖ ὁ γέροντας γιά χρόνια. Ἡ ἴδια οἰκογένεια βοήθησε πάρα πολύ ἀργότερα στήν δημιουργία μιᾶς γυναικείας μονῆς στήν Πενσυλβάνια.
Ἐξομολόγος λοιπόν ἦταν. Ἄκουσε χιλιάδες ἐξομολογήσεις, δυό μέ τρεῖς χιλιάδες ψυχές, ὧρες ὁλόκληρες. Δέν εἶχε μοναστήρια τότε. Ἔτρεχε ὅμως ὁ κόσμος ἀπό πίσω του. Ὡς ἐξομολόγος, ἔκανε ἐρωτήσεις. Ἤξερε ποιά εἶναι τά κενά στήν ψυχή σου καί τά στόχευε. Ἄν ἐσύ προσπαθοῦσες νά τοῦ κρύψεις κάτι, τό ἀποκάλυπτε. Ἔκανε καί λεπτομερεῖς ἐρωτήσεις. Σέ ἐμένα πού κρατούσα σημειώσεις στήν ἐξομολόγηση, ἄν ξεχνοῦσα κάτι μοῦ ἔκανε ἕναν ὑπαινιγμό. Καί ἔλεγα: Ἄ, ναί, γέροντα, βεβαίως.
Στούς μοναχούς πού ὑπάρχουν στά μοναστήρια του καί τίς μοναχές ἐδίδαξε τήν εὐχή. Ὅταν πάει ἕνας δόκιμος ἐκεῖ, γιά μῆνες λέει μόνο πέντε λέξεις: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἐκφώνως, νά τό ἀκούει. Στόν Ἅγιο Ἀντώνιο μέναμε σέ ἕναν ξενῶνα πού εἶχε γιά ἱερεῖς. Ἐκεῖ ἐρχόταν τό καλογεράκι πρωί πρωί καί τόν ἄκουγες ἔξω ἀπό τό κελλί τήν ὥρα πού σφουγγάριζε νά λέει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Νά τό λέει καί νά τό ἀκούει. Ἤ ἔβγαινα γιά κανένα περίπατο τά βράδια στό πολύ ὄμορφο περιβάλλον τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, καθόμουν σέ ἕνα παγκάκι νά πῶ τήν εὐχή καί ἄκουγα μέσα στό σκοτάδι μιά φωνή νά λέει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Εὐλόγησον, πάτερ. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἡ διαρκής ἐπανάληψη τῆς εὐχῆς ἐνεργεῖ ἔτσι ὥστε μετά ἀπό λίγο καιρό νά τήν ἁρπάξει ὁ νοῦς, γιατί ἡ εὐχή εἶναι νοερά ἐργασία, καί ὁ νοῦς νά προσεύχεται τό ‘’Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με’’. Ετσι ὥστε νά ξυπνᾶς ἕνα πρωί καί νά ἀκοῦς τήν ψυχή σου νά προσεύχεται. Νά μή βάζεις βία στόν ἑαυτό σου. Νά ἀκοῦς τήν καρδιά σου νά προσεύχεται.
Ὁ γέροντας ἦταν πρωταθλητής στήν νοερά προσευχή, ἄν μοῦ ἐπιτραπεῖ νά τό πῶ αὐτό. Πρωταθλητής. Ὅταν τόν κοίταζες εἶχες τήν αἴσθηση ὅτι δέν ἦταν ἐδῶ. Ἦταν μισός στόν οὐρανό. Δέν ἤξερες ἄν ἀκούει καί καμιά φωνή ἐκεῖνος. Δέν ἦταν ἀκριβῶς ἐδῶ. Εἶχε καί ἄλλες πληροφορίες γιά ἐσένα.
Θά σᾶς πῶ αὐτό πού μοῦ συνέβη στήν τελευταία ἐξομολόγηση πού εἶχα τό 2015 πού κράτησε μιάμιση ὥρα καί προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση τῶν ἀνθρώπων πού περίμεναν ἀπό ἔξω, ἀπό τήν Αὐστραλία, ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου νά ἐξομολογηθοῦν, καί τοῦ γέροντος Παϊσίου πού εἶναι ἡγούμενος ἐκεῖ. Ἀλλά ἦταν μία γενική ἐξομολόγηση πού ἔκανα καί κάποια στιγμή μιλήσαμε γιά τίς μητέρες μας. Μέ ρώτησε πώς πῆρες τό ἀξίωμα, ἐννοώντας τήν ἱεροσύνη. Ἄν ὠφελήθηκα ἀπό τήν μητέρα μου. Τοῦ εἶπα: Ἄν δέν εἶχα μία μητέρα σάν καί αὐτήν πού εἶχα, γιατί μεγάλωσα στό σπίτι χωρίς πατέρα, μπορεῖ νά ἤμουνα σέ καμιά φυλακή τώρα. Γιατί εἶδα τό Εὐαγγέλιο στήν πράξη. Τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη στόν ἐχθρό. Μοῦ μίλησε γιά τήν μητέρα του μέ ἐξαιρετικά λόγια. Καί πάνω σέ αὐτό τό κλίμα μοῦ εἶπε κάτι. Μοῦ εἶπε, καί τό λέω μέ τήν αἴσθηση ὅτι εἶμαι μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Παύλου, τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Μοῦ εἶπε, «ἕνας ἄνθρωπος ἀνέβηκε στόν οὐρανό καί μίλησε μέ τόν Χριστό». Ἐγώ ἐδῶ τό εἶχα νά τοῦ πῶ «ἐσύ γέροντα;», ἀλλά ντράπηκα νά τό ρωτήσω. Ἀπό σεβασμό δέν τό ἔκανα. Μετάνοιωσα πού δέν τό εἶπα. «Καί μίλησε μέ τόν Χριστό, λοιπόν, καί τοῦ εἶπε: Κύριε, πρέπει νά τό κάνεις πιό εὔκολο γιά τούς ἀνθρώπους νά σώζονται. Οἱ ἄνθρωποι σήμερα εἶναι ἀδύναμοι καί πέφτουν εὔκολα στήν ἁμαρτία. Καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: Θά σώζονται, φτάνει νά λένε δύο προσευχές. Ἡ μία ἔχει 5 λέξεις, ἡ ἄλλη ἔχει 4 λέξεις. Ἔκανε ἔτσι τό χεράκι καί μέτρησε. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με: 5 λέξεις, ἄν καί αὐτός τίς εἶπε 4. Παναγία Θεοτόκε σῶσον ὑμᾶς». Μετά ἀπό λίγο σέ ἕνα διάλειμμα τῆς ἐξομολογήσεως μοῦ τό ξαναεῖπε. Ὅπως σᾶς τό εἶπα, κατά λέξη, δεύτερη φορά, σάν μαγνητόφωνο, ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἀνέβηκε στόν οὐρανό, μίλησε μέ τόν Χριστό, τοῦ εἶπε, Κύριε, πρέπει νά τό κάνεις πιό εὔκολο γιά τούς ἀνθρώπους νά σώζονται. Ὁ Χριστός τοῦ εἶπε, θά σώζονται φτάνει νά λένε δύο προσευχές. Ἡ μία ἔχει, κατά λέξη μοῦ εἶπε 4 λέξεις, μετροῦσε τό «ἐλέησόν με» ὡς μία λέξη, δέν εἶχε ἰδιαίτερη μόρφωση. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Καί ἡ ἄλλη έχει τρεῖς λέξεις «Παναγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς», καί ἐδῶ μετράει τις δυό λέξεις «σῶσον ἡμᾶς» ὡς μία. Εἶναι τά διαλείμματα πού κάνει στήν προσευχή ὁ γέροντας. Εἶχε λοιπόν τέτοιες ἐμπειρίες ὁ γέροντας. Ἔτι ζῶν, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει «οἷδα ἄνθρωπο», ἔτσι καί αὐτός εἶπε: κάποιος ἀνέβηκε ἐπάνω καί μίλησε.
Ἀργότερα, στήν ἴδια ἐξομολόγηση τόν ρώτησα. Γέροντα, μήπως κολαστῶ καί δέν μοῦ τό λές. Σάν ἀστεῖο τό εἶπα, ἐπειδή εἴχαμε μία ἀτμόσφαιρα οἰκειότητας, γιά πρώτη φορά εἴχαμε τέτοια οἰκειότητα. Δέν εἶχες παρρησία. Δέν σέ ἄφηνε νά ἔχεις παρρησία ὁ γέροντας. Αὐτήν τήν φορά ὅμως εἴχαμε πολλή οἰκειότητα, καί ὅτι τοῦ εἶπα δέν τό πῆρε γιά ἀστεῖο. Ἔτσι γιά μερικά δευτερόλεπτα ἔπαψε νά μιλάει, προσευχήθηκε προφανῶς καί μοῦ εἶπε: Ἐσένα θά σέ ὑπερασπιστεῖ ἡ Παναγία. Ἐγώ τά ἔχασα. Δέν περίμενα ἄνθρωπος νά ἔχει πληροφορία τί θά συμβεῖ τήν ὥρα τῆς Κρίσεως. Δέν ἦταν ἡ πίστη μου τόσο δυνατή νά πιστέψω ὅτι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας συνάνθρωπος, μπορεῖ νά σοῦ πεῖ τί θά συμβεῖ τήν ὥρα τῆς Κρίσεως. Καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα δέν μίλησα ἄλλο. Μέ συνέτριψε ἡ ἀποκάλυψη αὐτή. Καί γιά τήν δύναμη τῆς ἀποκάλυψης καί γιά τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.
Τόν εἶδα τελευταία φορά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2019, ὅταν ἐπισκἐφθηκα τόν Ἅγιο Ἀντώνιο δύο μῆνες ἤ τρεῖς πρίν νά κοιμηθεῖ. Ἔμεινα ἐκεῖ 10 μέρες. Μοῦ ἔδωσε μερικά μῆλα γιά δῶρο. Συνίθηζε νά δίνει στούς προσκυνητές ἀπό ἕνα μῆλο. Ὅταν γύρισα στό μοναστήρι μου τό ἔκοψα καί τό μοίρασα στούς προσκυνητές. Κράτησα δύο κομμάτια νά τά ἔχω γιά πάντα. Τά ἔβαλα στήν προσκομιδή, τά εἶχε διαλέξει μέ τό χεράκι του. Μέ ἀκολουθοῦσε μέ τά μάτια ποῦ πήγαινα. Καί ἐγώ τόν κοίταγα, δέν μποροῦσε νά μιλήσει πιά. Τοῦ ἔλεγα «πολύ σ’ ἀγαπῶ, γέροντα», κάθε φορά πού πήγαινα κοντά του «πόσο σ’ἀγαπῶ!» καί μοῦ ἔκανε νόημα «ἔλα ἐδῶ, ἔλα νά γονατίσεις», ἦταν στό ἱερό σέ μία καρέκλα. Πῆγα γονάτισα καί γιά κάμποση ὥρα μέ εὐλόγησε. Ἀνακάτευε τά μαλλιά μου, μέ χτύπαγε, μέ σταύρωνε, τό αἰσθανόμουνα γιά ἀρκετή ὥρα. Καί αὐτή ἦταν ἡ τελευταία θαυμάσια ἐμπειρία πού ἔχω ἀπό τόν γέροντα.
Ἔδινε σημασία στά μυστήρια. Μή θεωρηθεί ὅτι εἶναι σέ καμιά αἱρετική στάση, ὅπως ἦταν οἱ μεσσαλιανοί παλιά, ὅτι δηλαδή μόνο μέ τήν προσευχή μπορεῖς ἐσύ νά αὐτοαγιάσεις. Γι’αὐτό καί ἔδινε μεγάλη σημασία στό μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης, καί τῆς Θείας Κοινωνίας. Ἐπέλεγε ὅμως τήν νοερά προσευχή, διότι, ἅμα θές νά σωθεῖς, θά πρέπει διαρκῶς νά ἐπαναλαμβάνεις τήν προσευχή. Πρόσφατα ἦλθε ἀπό τήν Νέα Σκήτη καί μέ ἐπισκέφθηκε ὁ π. Ἀλύπιος, πού τόν ἐγνώριζε καί τόν ὑπηρετοῦσε ὅταν ἦταν νέος. Καί μοῦ ἔλεγε γιά τά δάκρυα πού εἶχε σέ κάθε λειτουργία. Καί μοῦ εἶπε: Ἐγώ τόν ὑπηρετοῦσα στήν Θεία Λειτουργία. Δέν μιλούσαμε, ἁπλῶς ἤθελε νά τοῦ πάω τό ζέον, νά τοῦ πάω τό θυμιατό, ἤθελε νά βγῶ ἔξω μέ τήν λαμπάδα. Δέν ἤθελε νά τοῦ μιλᾶς. Καί ἦταν τά μάτια του ἀείροα. Καί ἐγώ ἔκλαιγα μοῦ εἶπε ὁ γέροντας, καί μέ κοίταγε στραβά. Δέν ἤξερα γιατί κλαίω. Μοῦ εἶπε ἐπειδή εἶδε τά δάκρυα τοῦ γέροντα.
Σήμερα προβάλλονται διάφορα πρότυπα συμπεριφορᾶς, ἀπό διάφορες κατευθύνσεις. Ἐμεῖς οἱ πιό παλιοί εἴδαμε τίς γιαγιάδες μας πού ἦταν πιό ὀρθόδοξες ἀπό ἐμᾶς, τούς παπποῦδες μας. Καί ἔχουμε ἕνα πρότυπο νά ἀκολουθήσουμε. Εἴδαμε ταπεινούς ἀνθρώπους δηλαδή. Ἡ ὠφέλεια πού ἔφερε στήν Ἀμερική ὁ γέροντας, ἐκτός πού ἔκανε ἕνα Ἅγιον Ὄρος κάτω ἀπό συνθῆκες διωγμοῦ -γιά αὐτό καί ἦταν μάρτυρας- ἦταν μεγάλη. Διότι ἕνα ἀνθρωπάκι τόσο δά, πού ἔτρωγε ἕνα παξιμάδι τήν ἡμέρα καί ἔπινε μερικές σταγόνες νερό καί ποτέ δέν χτύπησε τό χέρι του στό τραπέζι, ἄλλαξε τήν παντοδύναμη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς, τῶν ἑκατομμυρίων. Χωρίς νά πεῖ τίποτε ἄλλο παρά μόνο 5 λέξεις. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Περιόρισε πολύ τό κοσμικό πνεῦμα. Ἐξομολόγησε περίπου τούς μισούς ἱερεῖς τῆς ἀρχιεπισκοπῆς ἀλλά καί ἄλλων ὀρθοδόξων κρατῶν. Ρῶσοι σέ αὐτόν πήγαιναν, Ρουμάνοι σ’ αὐτόν πήγαιναν. Καί ἔτσι ἐμφύτευσε στήν Ἀμερική ἕνα ἄλλο ἀσκητικό πνεῦμα, πού ἔχει σχέση κατεξοχήν μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν ἐργασία τῆς ταπείνωσης, τήν ἐργασία τῆς μετάνοιας, τῶν θεμελιωδῶν δηλαδή εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν παραμεληθεῖ ἀπό τούς Ἕλληνες πού πῆγαν ἐκεῖ καί ἦταν εὐλαβεῖς, ἀλλά ἔφυγαν ἀπό τήν παράδοση, ὅπως συνήθως συμβαίνει ὅταν κάποιος κάνει πολλά λεφτά.
Ἐμένα μέ ὠφέλησε, αὐτή ἡ μαρτυρία μου. Δέν ξέρω κἄν πῶς ἀσχολήθηκε μαζί μου. Ὅμως τό πέρασμά του ἀπό τήν ζωή μου ἦταν συνταρακτικό, τήν καθόρισε. Δέν μπορῶ νά πῶ στούς ἀνθρώπους ἄλλα λόγια ἀπό αὐτά πού μοῦ εἶπε γιά τήν «εὐχή». Δέν μπορῶ νά περιγράψω ἄλλα πράγματα ἀπό αὐτά πού εἶδαν τά μάτια μου. Τήν ὑπομονή του. Μία ὁλόκληρη ἤπειρος νά τόν βρίζει. Κοιμήθηκε δυστυχῶς ἡ γιαγιά Ἀγγελική πού εἶχε πολλά ἰδιόχειρα γράμματα τοῦ γέροντα. «Σπουργιτάκι μου», τῆς ἔγραφε, ἦταν στά Γιάννενα ἡ γερόντισσα, τώρα κοιμήθηκε πρίν λίγο καιρό. Καί ἀπό εὐγνωμοσύνη ποτέ δέν ξέχασε ὅτι ἀπό ὅλη τήν ὁμογένεια μόνο αὐτή ἡ γιαγιούλα σηκώθηκε νά τόν ὑπερασπιστεῖ.
Εἶναι λοιπόν καί μάρτυρας. Γιατί καί ὁ θάνατός του ἦταν περίεργος. Τόν ἔκανα εἰσαγωγή στό νοσοκομεῖο σέ ξένο ὄνομα. Εἶναι καί ὁμολογητής σέ μία ἐχθρική χώρα γεμάτη προτεστάντες κατεξοχήν, ὁμολόγησε τήν ὀρθοδοξία. Εἶναι καί ἰσαπόστολος, γιατί ἐδίδαξε μία ὁλόκληρη ἤπειρο. Γιά ἐμένα, αὐτή εἶναι ἡ μαρτυρία μου: Εἶναι ὁ τέλειος μοναχός πού συνάντησα. Ἔξω θά δεῖς καί ἄλλους τέτοιους ἀνθρώπους, ἀλλά ὁ γέροντας Ἐφραίμ ἦταν τό ἀπόλυτο σέ ὅλα. Δέν εἶχε παρρησία πολύ. Ὁ ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε καί ἀστειάκια, σέ προσέγγιζε ἀλλιῶς. Ὁ ἅγιος γέροντας Ἐφραίμ δέν ἦταν ἐδῶ, σοῦ ἔκανε ἐντύπωση τό βλέμμα του, ἦταν ὁ μισός στόν οὐρανό. Καί ἔβλεπες τήν ἐργασία τῆς ταπείνωσης, μοῦ μίλαγε γιά τήν μετάνοια: Νά τά θυμᾶσαι παιδί μου τά ἁμαρτήματά σου καί ἄς τά ἔχεις ἐξομολογηθεῖ, γιά νά συντρίβεσαι καί νά ταπεινώνεσαι.
Στήν συνείδηση τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ τῆς Ἀμερικῆς εἶναι ἕνας Ὅσιος, εἶναι ἕνας Ἅγιος. Ὅπως ἦταν ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὅταν κοιμήθηκε ὅλοι τό ξέραμε. Ἔτσι καί γιά τόν γέροντα Ἐφραίμ, μέχρι κάποια στιγμή ἡ Ἐκκλησία νά κάνει τήν ἁγιοκατάταξή του νά ὁλοκληρωθεῖ τό συναξάρι του, νά μιλήσουν πολλοί ἄνθρωποι γιά αὐτόν καί νά ἀναφερθοῦν αὐτά τά ὁποῖα ἔχει πεῖ στόν κάθε ἕναν. Καί γιά ἐμᾶς πού αἰσθανόμαστε τήν εὐχή του πάνω στήν ζωή μας, αὐτό ἄς ἀποτελέσει μία μικρή μαρτυρία, αὐτά τά λίγα λόγια πού σᾶς εἶπα. Μία μικρή μαρτυρία γιά ἕναν σπάνιο ἄνθρωπο πού γεννήθηκε ἀνάμεσά μας, πορεύθηκε ἀνάμεσά μας. Αὐτά τά ὁποῖα ἐμεῖς προσπαθοῦμε, αὐτός τά πέτυχε. Αὐτά τά ὁποῖα ἐμεῖς ὀνειρευόμαστε, νά ἐντρυφήσουμε δηλαδή στήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτός τήν εἶχε. Ἐμᾶς ἐνδεχομένως μᾶς ἐπισκέπτεται ἡ Χάρις γιά μερικές στιγμές, αὐτός ἔπλεε μέσα στήν Χάριν.Ἦταν ἕνας οὐράνιος ἄνθρωπος.
Ὁ κόσμος ἔχει ἀνάγκη ἀπό τέτοιους ἀνθρώπους. Σέ μία ἐποχή γεμάτη χυδαιότητα ὅπως αὐτή πού ζοῦμε, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ νά ἐκχυδαΐζεται, μορφές σάν τοῦ γέροντα εἶναι βάλσαμο. Σέ ἕναν κόσμο πού μιλᾶ γιά αἷμα, ἡ ἤπια μορφή του, τά λογάκια του, τό ἀνεπιτήδευτο ὕφος του, εἶναι γιά ἐμᾶς σχολεῖο. Εἶμαι σίγουρος ἀπό τούς τόσους μοναχούς οἱ ὁποῖοι ἐκάρησαν ἀπό τά χέρια του στήν Ἀμερική, μοναχοί καί μοναχές, θά βγοῦν μερικοί διάδοχοί του. Ἴσως ὄχι στό ὕψος αὐτό, μακάρι νά φτάσουν στό ἴδιο ὕψος. Γιατί ἔλεγε ὅτι ὁ γέροντας Ἰωσήφ εἶχε ἕνα πανεπιστήμιο καί θά ἦταν χαρούμενος ἄν ἐμεῖς περάσουμε στό λύκειο. Αὐτός πέρασε ὅλες τίς ἐξετάσεις καί ἀνάπαυσε τόν γέροντά του. Σέ μία ἐποχή λοιπόν δύσκολη, πού καί τά παιδιά μας τά μεγαλώνουμε δύσκολα καί ἡ ἀγωγή πού τούς δίνουμε δέν εἶναι χριστιανική. Ἐμᾶς οἱ μανάδες μας μᾶς εἶχαν ὑποτάξει. Δέν εἴχαμε θέλημα. Σήμερα μιλᾶς σέ ἕνα παιδί τεσσάρων χρόνων καί σοῦ γυρνάει τόσα λόγια. Κάνουμε τόσα λάθη ἀκόμα καί στήν διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν μας.
Ἡ μορφή λοιπόν τοῦ γέροντα, ἑνός ἡπίου ἀνθρώπου, ἑνός ἀνθρώπου τῆς προσευχῆς, μᾶς μύησε στά μυστικά τῆς μεγάλης ἐργασίας, πού εἶναι ἡ εὐχή, μᾶς βεβαίωσε τήν πίστη μας, ὅτι «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι», διότι εἶχε τόσο βαθιά πίστη ὥστε τελικά εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός γι’ αὐτόν δέν ἦταν περιγραφές καί βιβλία, ἦταν ἐμπειρία. Σήμερα, συνέβη νά τά λέμε αὐτά τήν ἡμέρα τῶν Ἁγίων Πάντων. Οἱ Ἅγιοι ἔφταναν στήν θέωση. Ὅπως ὅλοι ξέρετε, ἡ πνευματική ζωή ἔχει τρία στάδια. Κάθαρση τῆς ψυχῆς, φωτισμός τοῦ νοός, θέωση. Μερικές ὑπέρ ἐκλεκτές ψυχές ἀπό τήν κάθε γενιά πᾶνε στήν θέωση. Ὁ γέροντας ἦταν ἕνας θεούμενος ἄνθρωπος.
Εὐχαριστῶ γιά τήν πολύτιμη πρόσκληση, Σεβασμιώτατε. Ἐπίσης γιά τό θέμα πού διαλέξατε. Καί πιστεύω ἡ προσευχή τοῦ γέροντα νά μᾶς φωτίζει σέ μία τέτοια δύσκολη ἐποχή νά μαζευόμαστε στήν ἐκκλησία καί νά μιλᾶμε γιά τίς μορφές πού καθορίζουν τήν ζωή μας. Καί εἶμαι σίγουρος θά καθορίσουν τήν ζωή μας στό κοντινό μέλλον. Ἀμήν
Βέροια 14 Ιουνίου 2020
ΚΣΤ΄ Παύλεια: Εσπερίδα αφιερωμένη στο μακαριστό Γέροντα Εφραίμ της Αριζόνας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου