20 Δεκεμβρίου 2020

Μέγας Ἀθανάσιος: Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως (Μέρος 3ον)

Έτσι, το έργο του Θεού που γινόταν οδηγούνταν στην απώλεια. Διότι και ο θάνατος, όπως προείπα, είχε ισχύ νόμου σε βάρος μας. Και δεν μπορούσε κανείς να ξεφύγει το νόμο που τον είχε θεσπίσει ο Θεός εξαιτίας της παραβάσεως (των πρωτοπλάστων). Θα ήταν μάλιστα ανακόλουθο και ανάξιο στο Θεό να συμβεί κάτι τέτοιο.

Θα ήταν πρώτα ανακόλουθο· διότι, ενώ το είπε ο Θεός, στη συνέχεια αποδείχνεται ψεύτης· δηλαδή, ενώ νομοθέτησε ότι θα πεθάνει ο άνθρωπος αν παραβεί την εντολή του, στη συνέχεια, μετά την παράβαση, να μην πεθαίνει· έτσι, καταπατείται ο λόγος του Θεού. Δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αν έλεγε ότι θα πεθαίνουμε, και δεν πεθαίναμε. 

Έπειτα, θα ήταν και ανάξιο του Θεού· (...) Δεν θα ήταν άξιο στην αγαθότητα του Θεού, να πεθαίνουν τα πλάσματά του, εξαιτίας της δόλιας απάτης του διαβόλου σε βάρος των ανθρώπων.

Αφού λοιπόν φθείρονταν τα λογικά πλάσματα καί χάνονταν τέτοια δημιουργήματα, τί έπρεπε να κάνει ο πανάγαθος Θεός;

Να επιτρέψει να τους νικά η φθορά και ο θάνατος να τους κυριεύει; Αλλά τότε, ποιά ήταν η ανάγκη να δημιουργηθούν από την αρχή; Έπρεπε καθόλου να μη δημιουργηθούν παρά να δημιουργηθούν κι έπειτα να παραμεληθούν και χαθούν.

Διότι είναι μεγαλύτερη η αδυναμία του Θεού και η έλλειψη αγαθωσύνης, αν δημιουργεί πρώτα ένα έργο και το αφήνει μετά από αμέλεια να καταστραφεί, παρά αν εξαρχής δεν τον δημιουργούσε. Αν δεν το δημιουργούσε, δεν θα του καταλόγιζε κανείς αδυναμία· αφού όμως το δημιούργησε και το έφερε στην ύπαρξη, είναι υπερβολικά παράλογο να καταστρέφεται, και μάλιστα μπροστά στα μάτια του. Έπρεπε λοιπόν να μην αφήσει τους ανθρώπους να βαδίζουν στην απώλεια, επειδή κάτι τέτοιο είναι απρεπές και ανάξιο στην αγαθωσύνη του Θεού.

Αλλά, όπως έπρεπε αυτό να γίνει, έτσι κι από την άλλη πλευρά στέκεται αντίθετη η δικαιοσύνη του Θεού, για ν’ αποδειχθεί αξιόπιστη η νομοθεσία του σχετικά με την ποινή του θανάτου· θα ήταν σκάνδαλο, εξαιτίας της δικής μας ωφέλειας και αφθαρσίας να φανεί ψεύτης ο Πατέρας, ο Θεός της αλήθειας.

Τί λοιπόν έπρεπε να γίνει σχετικά μ’ αυτό; Τί να κάνει ο Θεός; Να ζητήσει από τους ανθρώπους μετάνοια για το σφάλμα τους; Γιατί κάτι τέτοιο θα έλεγε κανείς ότι είναι αντάξιο του Θεού· διότι, όπως η παράβαση οδήγησε τους ανθρώπους στη φθορά, έτσι και η μετάνοια θα τους οδηγούσε πάλι στην αφθαρσία.

Η μετάνοια όμως δεν θα δικαιολογούσε την αξιοπιστία του Θεού. Θα φαινόταν και πάλι ψεύτης, επειδή δεν θα καταδικάζονταν σε θάνατο οι άνθρωποι. Άλλωστε η μετάνοια δεν επαναφέρει τη φύση στην πρότερη κατάστασή της, αλλά μόνον σταματά τις αμαρτίες.

Εάν λοιπόν ήταν μόνον αμάρτημα και όχι και επιπλέον φθορά της φύσεως, αρκούσε η μετάνοια. Εφόσον όμως, μετά την πρώτη παράβαση, αμέσως οι άνθρωποι υποδουλώθηκαν στη φθορά της φύσεως και τους αφαιρέθηκε το χάρισμα του κατ’ εικόνα, τότε τί άλλο έπρεπε να γίνει; Ή, ποιός άλλος θα μπορούσε να τους επαναφέρει σ’ αυτό τό χάρισμα παρά ο Θεός Λόγος που έπλασε εξαρχής τα πάντα από το μηδέν;

Αυτός ήταν ο μόνος ικανός και το φθαρτό να το οδηγήσει πάλι στην αφθαρσία και ν’ αποκαταστήσει την αξιοπιστία του Πατέρα. Διότι είναι ο Λόγος του Πατέρα και όλους τους ξεπερνά·

επομένως, μόνον Αυτός μπορεί να τα ξαναδημιουργήσει όλα, να θυσιαστεί καί να μεσιτεύσει στον Πατέρα γιά όλους.

Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, ο ασώματος, άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Θεού έρχεται στη γη μας, χωρίς βέβαια και πριν να είναι μακριά από μας. (...)

Είδε ο Λόγος ότι καταστρεφόταν το λογικό γένος των ανθρώπων και κυριαρχεί πάνω τους με τη φθορά ο θάνατος. Είδε ότι η απειλή για την παράβαση ενίσχυε τη φθοράς πάνω μας. 

Είδε ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί (η φθορά και ο θάνατος), προτού ξεπληρωθεί η ποινή του νόμου. Είδε ακόμη και το ασυμβίβαστο προς τη δημιουργικότητα, ότι, δηλαδή, ενώ Αυτός δημιουργούσε, τα πλάσματα καταστρέφονταν. Είδε όμως και την υπερβολική κακία των ανθρώπων, ότι σιγά σιγά την αύξησαν σε βάρος τους σε αβάσταχτο βαθμό. Είδε τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός του θανάτου. (Βλέποντας όλα αυτά), σπλαγχνίστηκε το ανθρώπινο γένος και λυπήθηκε για την αδυναμία μας· καταδέχθηκε τη δική μας φθορά χωρίς να υποφέρει την κυριαρχία του θανάτου· προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους.

Δεν θέλησε να προσλάβει απλά ανθρώπινο σώμα, ούτε μόνο να εμφανιστεί.

Θα μπορούσε, αν ήθελε απλή εμφάνιση, να κάνει τη θεία εμφάνισή του με πολύ καλύτερο σώμα. Προσλαμβάνει όμως το δικό μας σώμα, και αυτό όχι με φυσικό τρόπο, αλλά από το σώμα της αμόλυντης και ακηλίδωτης παρθένου κόρης, που δεν γνώρισε σύζυγο· διότι ήταν καθαρή και απείραχτη από τη σχέση με άνδρα. 

Επειδή αυτός είναι παντοδύναμος δημιουργός των πάντων, μέσα στο σώμα της παρθένου φτιάχνει ως ναό το δικό του σώμα· κάνει δικό του όργανο το σώμα της παρθένου, το οποίο το γνωρίζει καλά και κατοικεί σ’ αυτό.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

----------                                                                                    ----------

Ὁ λόγος αὐτός, ὅπως καὶ ὁ «Κατὰ Εἰδώλων», γράφτηκε περὶ τὰ ἔτη 317-319 μ.Χ. Σ᾿ αὐτὸν ἐξετάζεται τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ ἄσαρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου παίζει τὸν σπουδαιότερο ρόλο γιὰ τὴν δημιουργία, τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁδηγεῖ στὴ θέωση, ὅπως μὲ ἔμφαση θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «ὁ Λόγος ἐνανθρώπησε, γιὰ νὰ θεοποιηθοῦμε ἐμεῖς». Ἀφορᾷ τὸ νόημα καὶ τὸν στόχο τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς μας.

Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα Ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου